[Ἡ σύνθεση τοῦ Πόρφυρα συνδέεται, ὅπως ἄλλωστε τά περισσότερα ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ, μέ ἕνα πραγματικό γεγονός, τή θανατηφόρα ἐπίθεση ἀπό καρχαρία (πόρφυρα, στό κερκυραϊκό γλωσσικό ἰδίωμα) πού δέχθηκε ἕνας ἄγγλος στρατιώτης, ὁ δεκαεννιάχρονος Οὐίλιαμ Μίλς (William Mills), 19 Ἰουλίου τοῦ 1847, στήν Κέρκυρα. Ἡ ἐπεξεργασία τοῦ ποιήματος, πού κράτησε σχεδόν δύο χρόνια, ἕως τό 1849, δέν κατέληξε σέ ἕνα ὁριστικό κείμενο. Ὡστόσο, τό ποίημα, χωρισμένο σέ ἄνισα ἐπεξεργασμένες ἑνότητες, δέν παρουσιάζει ἀνυπέρβλητες δυσκολίες στήν ἀνάγνωση, ἐνῶ ἀρκετές δυσκολίες παρουσιάζει ἡ ἑρμηνεία του. Μέσω τῆς πάλης τοῦ ἄγγλου στρατιώτη μέ τήν «ἄλογη τερατώδη δύναμη» («irrazionale forza mostruosa») τοῦ καρχαρία τό ποίημα σχολιάζει τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς φύσης, περιγράφει τόν ἀγώνα τοῦ Καλοῦ καί τοῦ Κακοῦ καί προβάλει τήν ἠθική καί πνευματική νίκη τοῦ Καλοῦ, καθώς ὁ νέος «τή στιγμή πού ἔνιωσε σάν ἀστραπή νά τοῦ κομματιάζεται τό μπράτσο, ἄστραψε φῶς καί γνώρισε τόν ἑαυτό του» («Nel momento in cui senti come lampo spezzarglisi il braccio, s’accese lume e conobbe se stesso»).
Νέος Ἄγγλος στρατιώτης ἐκατασπαράχτηκε ἀπό ἕναν πόρφυρα —ἔτσι ὀνομάζεται εἰς τήν Κέρκυρα τό θαλασσινό τέρας, τό λεγόμενο καί σμπρίλιος, σκυλόψαρο, καί μέ τό ἀρχαῖο του ὄνομα, σωζόμενον ἀκόμη, καρχαρίας, τό γαλλιστί requin— ἐνῶ κολυμποῦσε μέσα εἰς τό λιμένα τῆς Κέρκυρας καί τήν ἀκόλουθην ἡμέρα τά κύματα ἔβγαλαν εἰς τό ἀκρογιάλι τοῦ Κάστρου ἕνα ἀπομεινάρι ἀπό τό σῶμα. Τό πραγματικό αὐτό συμβεβηκός εἶναι ἡ ὑπόθεση τούτου τοῦ ποιήματος… Τά Ἀποσπ. 3-5 εἶναι εἰς τό στόμα τοῦ κολυμπιστῆ, εἰς τή στιγμή ὅπου λατρεύει τές ὀμορφιές τῆς φύσης, ὀλίγο πρίν ἀπαντήσει τό τέρας τοῦ πελάγου.
I
Ἡ Κόλαση πάντ’ ἄγρυπνη σοῦ στήθηκε τριγύρου·
Ἀλλά δέν ἔχει δύναμη πάρεξ μακριά καί πέρα
Μακριά ‘πό τήν Παράδεισο, καί σύ σ’ ἐσέ ‘χεις μέρος·
Μέσα στά στήθια σου τ’ ἀκοῦς, Καλέ, νά λαχταρίζη;
II
Κοιτᾶς τοῦ ρόδου τή λαμπρή πρώτη χαρά τοῦ ἥλιου,
Ναί πρώτη, ἀλλ’ ὅμως δεύτερη ἀπό τό πρόσωπό σου!
III
«Χιλιάδες ἄστρα στό λουτρό μ’ ἐμέ νά στείλ’ ἡ νύχτα!»
IV
«Γελᾶς καί σύ στά λούλουδα, χάσμα τοῦ βράχου μαῦρο».
V
«Κοντά ‘ναι τό χρυσόφτερο καί κατά δῶ γυρμένο,
Π’ ἄφησε ξάφνου τό κλαδί γιά τοῦ γιαλοῦ τήν πέτρα,
Καί κεῖ γρικᾶ τῆς θάλασσας καί τ’ οὐρανοῦ τά κάλλη,
Καί κεῖ τραβᾶ τόν ἦχο του μ’ ὅλα τά μάγια πὄχει.
Γλυκά ‘δεσε τή θάλασσα καί τήν ἐρμιά τοῦ βράχου,
Καί τ’ ἄστρο κράζει πάρωρα, καί πρέπει νά προβάλη.
Πουλί πουλάκι, πού σκορπᾶς τό θαῦμα τῆς φωνῆς σου,
Εὐτυχισμός ἄ δέν εἶναι τό θαῦμα τῆς φωνῆς σου,
Καλό στή γῆ δέν ἄνθισε, στόν οὐρανό, κανένα.
Ἀλλ’ ἄχ! νά δώσω μία πλεξιά καί νἄμαι καί φτασμένος,
Ἀκόμ’, ἀφρέ μου, νά βαστᾶς καί νἄμαι γυρισμένος,
μέ δύο φιλιά τῆς μάνας μου, μέ φούχτα γῆ τῆς γῆς μου !».
VΙ
«Φιλῶ τά χέρια μ’ καί γλυκά τό στῆθος μ’ ἀγκαλιάζω.
Ἀνοιχτά πάντα κι’ ἄγρυπνα τά μάτια τῆς ψυχῆς μου.
Ποιά πηγή τάχα σέ γεννᾶ, χαριτωμένη βρύση;»
VII
Φύση, χαμόγελ’ ἄστραψες κι ἐγίνηκες δική του·
Ἐλπίδα, τὄδεσες τό νοῦ μ’ ὅλα τά μάγια πὄχεις·
Νιός κόσμος ὄμορφος παντοῦ χαρᾶς καί καλοσύνης.
Γύρου κοιτᾶ νά τόν ἰδῆ…………..
Κοντά ‘ναι κεῖ στό νιόν ὀμπρός ὁ τίγρης τοῦ πελάγου.
Κι ἀλιά! μακριά ‘ναι τό σπαθί, μακριά ‘ναι τό τουφέκι !
Ἀλλ’ ὅπως ἔσκισ’ εὔκολα βάθος τρανό κι ἐβγῆκε.
Κι ὅρμησε……………..
Κατά τόν κάτασπρο λαιμό πού λάμπει ὡσάν τόν κύκνο,
Κατά τό στῆθος τό πλατύ καί τό ξανθό κεφάλι,
Κατά τή μεγαλόψυχη γλυκιά πνοή τῆς νιότης.
Ἔτσι κι ὁ νιός………….
Τῆς φύσης ἀπό τς ὄμορφες καί δυνατές ἀγκάλες,
ὁπού τόν ἐγλυκόσφιγγε καί τοῦ γλυκομιλοῦσε,-
Κι εὐθύς ξυπνᾶ στό ἐλεύθερο γυμνό κορμί π’ ἀστράφτει,
Τήν τέχνη τοῦ κολυμπιστῆ μ’ αὐτήν τοῦ πολεμάρχου.
VIII
Πρίν πάψ’ ἡ μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει·
Ἄστραψε φῶς κι ἐγνώρισεν ὁ νιός τόν ἑαυτό του·
Οἱ κόσμοι γύρου ν’ ἄνοιγαν κορόνες νά τοῦ ρίξουν.
………………………………………………………………
Ἀπομεινάρι θαυμαστό ἐρμιᾶς καί μεγαλείου,
Ὄμορφε ξένε καί καλέ, καί στόν ἀνθό τῆς νιότης,
Ἄμε καί δέξου στό γιαλό τοῦ δυνατοῦ τήν κλάψα.