Ἡ θάλασσα στὰ βάθη της πῆρ’ ἕναν ναύτη.—
Ἡ μάνα του, ἀνήξερη, πιαίνει κι ἀνάφτει
στὴν Παναγία μπροστὰ ἕνα ὑψηλὸ κερὶ
γιὰ νὰ ἐπιστρέψει γρήγορα καὶ νἄν’ καλοὶ καιροὶ —
καὶ ὅλο πρὸς τὸν ἄνεμο στήνει τ’ αὐτί.
Ἀλλὰ ἐνῷ προσεύχεται καὶ δέεται αὐτή,
ἡ εἰκὼν ἀκούει, σοβαρὴ καὶ λυπημένη,
ξεύροντας πὼς δὲν θἄλθει πιὰ ὁ υἱὸς ποὺ περιμένει.