Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    ἡ εἰκὼν ἀκούει, σοβαρὴ καὶ λυπημένη,/ ξεύροντας πὼς δὲν θἄλθει πιὰ ὁ υἱὸς ποὺ περιμένει.

Δέησις

Ἡ θάλασσα στὰ βάθη της πῆρ’ ἕναν ναύτη.—

Ἡ μάνα του, ἀνήξερη, πιαίνει κι ἀνάφτει

στὴν Παναγία μπροστὰ ἕνα ὑψηλὸ κερὶ

γιὰ νὰ ἐπιστρέψει γρήγορα καὶ νἄν’ καλοὶ καιροὶ —

καὶ ὅλο πρὸς τὸν ἄνεμο στήνει τ’ αὐτί.

Ἀλλὰ ἐνῷ προσεύχεται καὶ δέεται αὐτή,

ἡ εἰκὼν ἀκούει, σοβαρὴ καὶ λυπημένη,

ξεύροντας πὼς δὲν θἄλθει πιὰ ὁ υἱὸς ποὺ περιμένει.