Ὁ Σαλής τῶν Χανίων. Κάθε φορὰ πού πληρωνόταν ἑτοίμαζε τσάντες μέ τρόφιμα καί τά ἔστελνε σέ φτωχές πολύτεκνες οἰκογένειες ἀνώνυμα. Κάποτε πού κέρδισε τόν πρῶτο λαχνό τοῦ λαχείου δέν κράτησε οὔτε δεκάρα γιά τόν ἑαυτό του. Ἀντίθετα προίκισε δύο ὀρφανές κοπέλες. Πάλι ἀνώνυμα.
Κεῖνα τά χρόνια, τά μεγάλα ἐπιβατικά καί φορτηγά πλοῖα γιά τά Χανιά δέν μποροῦσαν νά προσεγγίσουν τό λιμάνι καί ἀναγκαστικά ἀγκυροβολοῦσαν ἀπ\’ ἔξω, στόν προλιμένα ἀρόδου καί ξεφόρτωναν τά ἐμπορεύματά τους σέ μαοῦνες.
Συγχρόνως οἱ ἐπιβάτες γιά τά Χανιά ἔπρεπε νά μπαρκάρουν ἤ νά ξεμπαρκάρουν μέ τή βοήθεια βαρκάρηδων πού σύχναζαν στήν πλατεία μπροστά στό τελωνεῖο. Ὁ κάθε βαρκάρης φρόντιζε νά εἶναι ἀνταγωνιστικός ὄχι μόνο ἐπιτυγχάνοντας μεγαλύτερες ταχύτητες γιά νά προλάβει νά μεταφέρει περισσότερους ἐπιβάτες, ἀλλά ἔχοντας βάψει ὁ καθένας τή δικιά του βάρκα μέ ἕνα ἰδιαίτερο χρῶμα, προφανῶς γιά νά τήν κάνει πιό ἑλκυστική.
Ὁ συμπαθής καί φιλάνθρωπος μουσουλμάνος ἀράπης, κατάλοιπο κι αὐτός τῆς ἀραβοτουρκοκρατίας ἦταν συγχρόνως γνωστός μέ τό ἑλληνικό ἐπώνυμο Χελιδωνάκης ἤ Χελιδώνης. Προφανῶς γιατί εἶχε ἁγνή ψυχή σάν τά πουλιά πού βρίσκουν καταφύγιο μεταναστεύοντας σέ δύσκολες ἐποχές σέ ἄλλες χῶρες. Ἀρνήθηκε ὅμως πεισματικά νά ἀποχωρήσει μαζί μέ τούς Τούρκους. Μάλιστα ἐπί Κρητικῆς Πολιτείας, πῆρε τήν ἀγγλική ὑπηκοότητα, πράγμα πού σαράντα χρόνια μετά (γερμανική κατοχή), ἀντίθετα ἀπό ἄλλους, τοῦ προκάλεσε περισσότερα προβλήματα.
Γλυκός, εὐγενικός, καθαρός, μειλίχιος καί πάλλευκος στήν ψυχή στήν οὐσία σκεπτόταν καί συμπεριφερόταν χριστιανικά, ὅπως καί ἀρκετοί ἄλλοι ὁμόθρησκοι συμπολίτες. Αὐτός εἰδικά, ὅπως καί ἡ γειτόνισσά του Ἀμπλὰ μέ τήν ὁποία ἔμοιαζαν σάν ἀδέλφια, δέν εἶχαν μόνο εἰκόνες· ἔκαναν τό σταυρό τους καί ἐπικαλοῦνταν τήν Παναγία καί τόν Ἅη Νικόλα ὁ πρῶτος ἤ τόν Ἅη Γιώργη ἡ δεύτερη σέ κάθε δύσκολη ἤ χαρούμενη στιγμή, ἀλλά κυρίως ἦσαν πασίγνωστοι γιά τήν εὐαισθησία τους καί τή βοήθεια πού προσέφεραν στούς πονεμένους καί δυστυχεῖς.
Ὅταν τά χέρια τοῦ Σαλῆ ἔχασαν τή δύναμή τους καί ἀναγκαστικά σταμάτησε νά δουλεύει χρειάστηκε νά πουλήσει τό σπίτι του στό Κούμ Καπί. Ἀργότερα ὅμως εὐαισθητοποιήθηκαν πολλοί Χανιῶτες πού ἔβλεπαν πλέον ὄχι μόνο τήν εὐγένεια καί τήν καλοσύνη, ἀλλά καί τήν περηφάνια του καί ἔστω καί ἀργά τόν ἀποκατέστησαν. Ἀρχικά χάρη στόν καλό του φίλο τυπογράφο, συγγραφέα καί ποιητή Γεώργιο Γεωρβασάκη, κατόρθωσε νά γίνει Ἕλληνας πολίτης. Ἔτσι τοῦ ἀπονεμήθηκε ἀπό τό ΙΚΑ ἡ σύνταξη πού δικαιοῦνταν γιά τά ἀμέτρητα χρόνια δουλειᾶς του ὡς Ἕλληνας λεμβοῦχος. Ἦταν ὅμως τόσο λιτοδίαιτος ὥστε οὐδέποτε τήν κατανάλωσε ὁλόκληρη, ἀφοῦ ἀμέσως μετά ἄρχισε νά τή μοιράζει σέ φτωχούς γειτόνους πού πίστευε ὅτι εἶχαν μεγαλύτερη ἀνάγκη ἀπό τόν ἴδιο.
Ὕστερα ἀπό τή δημοσίευση στόν τοπικό τύπο ἑνός ποιήματος τοῦ τυπογράφου – ποιητῆ Γεωργίου Γεωρβασάκη γιά τό Σαλή ὑπῆρξαν ἀθρόες προσφορές γιά νά γίνει μία ἀνάλογη μέ τήν προσφορά του ταφή. Ὁ Σαλής ἔχει ταφεῖ στό χριστιανικό νεκροταφεῖο τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ.
Στή μαρμάρινη πλάκα, στόν τάφο τοῦ Σαλῆ, χαράχτηκαν οἱ στίχοι τοῦ ποιητῆ Γεωργίου Γεωρβασάκη:
Ἄς ἦταν μαύρη ἡ μορφή σου.
Μ\’ ἀπό τό χιόνι πιό λευκή ἤτανε ἡ ψυχή σου.