Προχώρησα μὲ ὁδηγὸ τὸν ἦχο. Περιπλανήθηκα ἀρκετὴ ὥρα. Τελικά, μέσα σ᾿ ἕνα λευκὸ κύκλο ἀπὸ λυγερόκορμες σημύδες, ἀντίκρισα τὸ φτωχικὸ μοναστηράκι. Οἱ τελευταῖες ἡλιαχτίδες χρύσωναν τὸν ξύλινο ναΐσκο. Στὸ καμπαναριὸ ξεχώρισα τὸ ψαρόμαλλο κεφάλι τοῦ καμπανάρη, μὲ τὸ μαῦρο σκουφάκι. Μπῆκα στὴν αὐλὴ ἀπὸ τὴν κεντρικὴ πύλη καὶ κάθισα σ᾿ ἕναν πάγκο. Οἱ καμπανοκρουσίες σταμάτησαν. Ὁ καμπανάρης ἦρθε κοντά μου.
— Μοναχὸς Ἀντώνιος, εἶπε, καὶ μοῦ ἔβαλε μετάνοια. Σπάνια φτάνει κανένας ὥς ἐδῶ… Βλέπετε τί ἐγκατάλειψη!…
— Εἴσαστε πολλοὶ ἀδελφοί;
— Κανένας, ἐκτὸς ἀπὸ μένα. Ἄδειασε τὸ μοναστήρι… Ἄλλοι δὲν ἄντεξαν τὶς σκληρὲς συνθῆκες τῆς ζωῆς μέσα στὸ δάσος, καὶ γύρισαν στὸν κόσμο. Ἄλλοι πάλι βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο… ἦρθαν πρὶν τρία χρόνια, νύχτα, στὴ γιορτὴ τῆς Κοιμήσεως… Μᾶς κακοποίησαν πολύ… Μᾶς χλεύασαν… Τρύπησαν τὶς εἰκόνες μὲ τὶς ξιφολόγχες… Τὴ νύχτα ἐκείνη τουφέκισαν τὸ μοναχὸ Θεόκτιστο, τοὺς ἱερομονάχους Γρηγόριο καὶ Μακεδόνιο, τὸ διάκονο Σέργιο, τὸ δόκιμο Βενιαμίν…
Γύρισε κι ἔριξε ἕνα βλέμμα στοὺς τάφους τοῦ κοντινοῦ κοιμητηρίου τῆς μονῆς.
— Τώρα εἶμαι μονὸς ἐδῶ! Χτυπάω τὶς καμπάνες, προσεύχομαι, καταγίνομαι μὲ τὸν κῆπο, πηγαίνω στὸ δάσος γιὰ ξύλα… Ὅπως καὶ πρῶτα…
— Καὶ δὲν φοβᾶσαι, μήπως, ἀκούγοντας τὶς καμπάνες, ἔρθουν πάλι ἐδῶ;
— Ἂς ἔρθουν! Τὸ τυπικό μας ἐγὼ δὲν τὸ παραβαίνω… Μόνο γιὰ ἕνα πρᾶγμα εἶμαι καταπικραμένος — ποὺ τόσα χρόνια μένει κλειστὴ ἡ ὡραία πύλη τοῦ ναοῦ… κλειστὸ τὸ ἱερό… χωρὶς λειτουργία…
Κατέβασε τὸ κεφάλι κι ἔμεινε γιὰ λίγο σκεφτικός. Ὕστερα ἔριξε πάνω μου τὰ μάτια του, ποὺ χρύσιζαν μὲς στὸ ἀδύναμο φῶς τοῦ σύθαμπου, καὶ εἶπε:
— Μεγάλη Δευτέρα εἶν᾿ αὔριο! Ἂν μπορεῖς, πᾶμε μαζὶ νὰ ψάλουμε τὸν ὄρθρο…
Μπήκαμε στὴν κατασκότεινη ἐκκλησιά.
Ὁ μοναχὸς ἄναψε μερικὰ κεριὰ μπροστὰ στὴν κλειστὴ ὡραία πύλη. Πιάσαμε θέσεις στὸ χορό. Τὰ κεριὰ φώτιζαν πένθιμα τὶς τρυπημένες ἀπ᾿ τὶς ξιφολόγχες παλιὲς εἰκόνες.
Ὁ ὄρθρος ἄρχισε.
Ὁλάκερη ἡ ρωσικὴ γῆ σκίρτησε στὸ ἄκουσμα τοῦ ἀρχαίου κανόνα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος:
«Τῷ τὴν ἄβατον κυμαινομένην θάλασσαν
θείῳ αὐτοῦ προστάγματι ἀναξηράναντι…».