Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Κούρνιαζε σ΄ ἕνα εἶδος πατάρι, πάνω ἀπὸ τὴν κουζίνα, ἀντάμα μὲ μιὰ παλιὰ κασέλα ὅπου χώνανε τ΄ ἄπλυτα. Δὲν τῆς ἐρχόταν ἄσχημα. Φλωριὰ νὰ τῆς δώσεις ν΄ ἀλλάξει κάμαρα, δὲ θὰ θελήσει. Τὴν ἔχει τόσο ἀγαπήσει αὐτὴν ἐδῶ! Ἴσα-ἴσα στὰ μέτρα της, κι ἂς μὴ μπορεῖς νὰ σταθεῖς παρὰ μονάχα καθισμένος. Ὅμως τί ἔχει νὰ κάνει; Ἐδῶ, νιώθει τὸν ἑαυτὸ της μόνον, ἥσυχο, ἀσφαλισμένο. Ἔχει τὸ μπαουλάκι της, τὸ κομμάτι τοῦ καθρέφτη, τὸ χτένι, τρία-τέσσερα γράμματα, κάμποσα εἰκονογραφημένα περιοδικὰ καὶ – Θέ μου, ναί! – κι ἕνα μπουκαλάκι κολώνια. Μάλιστα! Κολώνια ἀληθινή. Ὅταν τὴ βλέπει νὰ παραλιγοστεύει, τῆς βάζει μέσα νερό.

  • !

    Εἶναι γιὰ τὸ διάολο πεσκέσι, συμφώνησε ἐμπιστευτικὰ ἡ κυρία Ντίνα, ὅμως ἂς κάνουμε καμιὰ φορὰ καὶ τὸν κουτό. Μὲ τόσα ποὺ τῆς δίνουμε, ποῦ θὰ βροῦμε ἄλλη;

  • !

    Ἡ ἄγνοια τοῦ κινδύνου! Παρατήρησε δογματικὰ ὁ κύριος Παντελὴς ποὺ εἶχε ἐνδιαφερθεῖ μιὰ μέρα νὰ παρακολουθήσει τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ παράθυρο.

  • !

    Δὲ μπόρεσε νὰ δώσει ἄλλες ἐξηγήσεις. Δὲν ἤξερε οὔτε κι αὐτό. Τὸ μόνο ποὺ ἤξερε, ἤτανε πὼς δὲ μποροῦσε πιὰ νὰ μείνει ἐδῶ, ὄχι.
    Βάλανε τὰ δυνατά τους νὰ τὸ πείσουν, στάθηκε ἀδύνατο. «Θὰ φύγω, κυρία» ἀποκρινότανε στερεότυπα, «θὰ φύγω», τίποτ΄ ἄλλο. Τὰ μάτια του ἤτανε τεντωμένα πάντοτε καὶ σὰ γεμάτα τρόμους.

  • !

    Κι ἔφυγε. Κάτω στὸ δρόμο, ἀκούστηκε τὸ τακουνάκι του νὰ τυμπανίζει τὸ πεζοδρόμιο, ρυθμικά, σοβαρά, γεμάτο ἀξιοπρέπεια. Ἤτανε τώρα πιὰ τὸ βάδισμα ἑνὸς ὥριμου ἀνθρώπου.

Τὸ Κατινάκι

Τὸ βασίλειό της, φυσικά, ἦταν ἡ σκάλα τῆς ὑπηρεσίας. Ἕνα κλουβὶ ψηλὸ-ψηλό, τετράγωνο, ἁρματωμένο γύρω-γύρω μὲ σίδερα. Ὅταν σήκωνες ἀνάσκελα τὸ κεφάλι, μὰ τόπο πολὺ ποὺ νὰ σοῦ πονέσει ὁ σβέρκος, ἔβλεπες, ἐκεῖ, ψηλά, πολὺ ψηλά, ἕνα κομμάτι γαλάζιον οὐρανό, κομμένο στὶς τέσσερες πλευρὲς σὰ μὲ τὸ μαχαίρι. Γυάλιζε ἡ τετράγωνη πλάκα τ΄ οὐρανοῦ ὁλοκάθαρη, σμαλτωμένη, – ψυχή μου! – λὲς καὶ τὴν εἴχανε σφουγγαρίσει μὲ μανία ἀποβραδὶς οἱ ἄγγελοι. Ἄχ, τί ὡραία ποὺ ἦταν! Ὅμως κι ὅταν ἡ πλάκα θάμπωνε ἀπὸ συννεφιά, κι ὅταν μελανίαζε κακιωμένη ἀπὸ τὸ μπουρίνι, κι ὅταν ἡ βροντὴ κυλιότανε μουγκά, φοβερίζοντας – μάννα μου! – πάλι τὸ Κατινάκι τραγουδοῦσε.

– Μπίτ ξεμυαλισμένο εἶναι, π΄ ἀνάθεμά το, αὐτὸ τὸ δουλάκι τοῦ δεύτερου!

Ἤτανε ξεμυαλισμένο, οὔτε λόγος. Χαιρότανε καὶ τὴ λιακάδα καὶ τὴ μπόρα. Μέσα στὰ νερὰ τῆς βροχῆς, ποὺ κρουνελιάζανε σὰν καταρράχτες ἀπὸ τὰ λούκια καὶ τὰ σιδερένια πλατύσκαλα, ἐκεῖνο πλατσούριζε ξεμυαλισμένο, μπήγοντας ψηλὲς-ψηλὲς φωνοῦλες σὰ γαρδέλι ποὺ τὸ μπουχίσανε καὶ ξαφνιάστηκε. Καὶ πάλι τὸ τραγούδι, τ΄ ἄσωστο τραγούδι.

Ἀθήνα καὶ πάλι Ἀθήνα
Ἀθήνα μ΄ ἀρέσεις πολύ! …

Τῆς ἄρεσε ἡ Ἀθήνα, αὐτὸ ν΄ ἀκούγεται. Ἤξερε ἀπ΄ ἔξω κι ἀνακατωτὰ τὸ μπακάλη, τὸ μανάβη, τὸ φούρναρη. Ἤξερε καὶ τὰ τρία παιδιὰ τῆς κυρίας Παρασκευῆς τοῦ μοίραρχου, ἀντίκρυ.

Ἤξερε καὶ τὸν συνοικιακὸ κινηματογράφο, τρία τετράγωνα πιὸ πέρα. Ἐκεῖ ἔτρεχε, μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα, κάθε δεκαπέντε, ποὺ εἶχε τὴν ἔξοδο. Ἄχ, καὶ ποὺ νὰ ἦταν ἀπὸ πουθενὰ ἡ μάνα της νὰ τὴ βλέπει πόσο μορφωμένη εἶχε γίνει τώρα, ἐδῶ στὴν Ἀθήνα!

Στὴν εἴσοδο, ὅταν συναντιότανε μὲ τὸν καθηγητὴ τῆς Γαλλικῆς ποὺ καθότανε στὸ ἰσόγειο, θὰ ’βρισκε πάντα τὴν εὐκαιρία νὰ τοῦ πεῖ «μερσί». – Πὲς-πές, συλλογιζόταν, νὰ ἰδεῖς ποὺ μιὰ μέρα θὰ τὰ καταφέρνω καὶ στὰ Γαλλικά. Ἂμ τί νόμισες!

– Κατίνα! Βρὲ θεοσκοτωμένη, ποῦ εἶσαι;

Πάει, ξεχάστηκε! Ἡ κυρά της, μὲ τὰ μοῦτρα γυαλιστερὰ σὰν αὐγὸ λαδωμένο, πασαλειμμένη κρέμες, ἔφερνε βόλτα τὶς κάμαρες νὰ τὴ βρεῖ.

– Ἄνοιξε, μωρέ, ἡ γῆ καὶ σὲ κατάπιε;

– Ἔφτασα, ἔφτασα! ἔμπηξε μία τσιριχτὴ φωνούλα, γιὰ νὰ κερδίσει καιρό, καὶ φρρτς! ἔχωνε βιαστικὰ στὸ μπαουλάκι τὸ κομμάτι ἀπὸ τὸν καθρέφτη καὶ τὸ χτένι. Ἄχ, κρίμα, κι ὅ,τι πήγαινε νὰ τὸ πετύχει αὐτὸ τὸ καινούργιο χτένισμα!

– Ἔφτασα!

Τσακίζεται νὰ κατέβει, ὅμως εἶναι, βλέπεις, κι αὐτὴ ἡ ψηλοκρεμαστὴ σκαλίτσα, ποὺ τρέμει ὁλάκαιρη σὰν πατᾶς, καὶ πιάνεται ἡ πνοή σου.

Κούρνιαζε σ΄ ἕνα εἶδος πατάρι, πάνω ἀπὸ τὴν κουζίνα, ἀντάμα μὲ μιὰ παλιὰ κασέλα ὅπου χώνανε τ΄ ἄπλυτα. Δὲν τῆς ἐρχόταν ἄσχημα. Φλωριὰ νὰ τῆς δώσεις ν΄ ἀλλάξει κάμαρα, δὲ θὰ θελήσει. Τὴν ἔχει τόσο ἀγαπήσει αὐτὴν ἐδῶ! Ἴσα-ἴσα στὰ μέτρα της, κι ἂς μὴ μπορεῖς νὰ σταθεῖς παρὰ μονάχα καθισμένος. Ὅμως τί ἔχει νὰ κάνει; Ἐδῶ, νιώθει τὸν ἑαυτὸ της μόνον, ἥσυχο, ἀσφαλισμένο. Ἔχει τὸ μπαουλάκι της, τὸ κομμάτι τοῦ καθρέφτη, τὸ χτένι, τρία-τέσσερα γράμματα, κάμποσα εἰκονογραφημένα περιοδικὰ καὶ – Θέ μου, ναί! – κι ἕνα μπουκαλάκι κολώνια. Μάλιστα! Κολώνια ἀληθινή. Ὅταν τὴ βλέπει νὰ παραλιγοστεύει, τῆς βάζει μέσα νερό.

Ὄχι, ὄχι, καθόλου δὲν εἶναι δυσαρεστημένο τὸ Κατινάκι. Ἡ κυρὰ της ἔχει τὶς ὧρες της, ὅπως ὅλες οἱ κυράδες, ὅμως εἶναι καλή. Συχνὰ τυχαίνει, τὴν ὥρα ποὺ κάθεται στὴν τουαλέτα της καὶ μακιγιάρεται, νὰ ἔρθει πίσω της νὰ σταθεῖ καὶ τὸ Κατινάκι, τεντώνοντας τὰ μάτια ἀπὸ θαυμασμό. Ζητάει ἐξηγήσεις, λεπτομέρειες. Τῆς δίνουν. Ὕστερα ξεθαρρεύεται:

– Κυρία, σήμερα, ποὺ πήγαινα στὸ μπακάλη, ἕνας, μοῦ εἶπε στὸ δρόμο: «Κουκλίτσα μου, τί ὡραῖο σωματάκι ποὺ ἔχεις!» Ἀλήθεια, κυρία ἔχω ὡραῖο σωματάκι;

– Ὡραῖο ἔχεις, Κατινίτσα, ὡραῖο.

Ἡ κυρὰ της ξεκαρδίζεται στὰ γέλια χωρὶς αὐτὸ νὰ τὸ πάρει ἡ Κατινίτσα ἀπὸ κακό. Ρίχνει μιὰ ματιὰ μονάχα στὸν ψηλὸ καθρέφτη καὶ κορδώνεται. Ἄλλοτε πάλι:

– Κυρία, μοῦ εἴπανε πὼς ἔχω ὡραῖα μαλλιά. Ἀλήθεια;

–Ἀλήθεια, οὔ! Θαῦμα!

Καὶ δώστου γέλια. Καὶ τὸ Κατινάκι εἶναι εὐτυχισμένο.

– Μπὶτ ξεμυαλισμένο εἶναι τ΄ ἀφιλότιμο, γκρινίασε πάλι τ΄ ἀπόγεμα ὁ κύριος Παντελῆς. Μέσα στὸν καφὲ πού μοῦ ἔφερε βρῆκα μιὰ μύγα.

– Εἶναι γιὰ τὸ διάολο πεσκέσι, συμφώνησε ἐμπιστευτικὰ ἡ κυρία Ντίνα, ὅμως ἂς κάνουμε καμιὰ φορὰ καὶ τὸν κουτό. Μὲ τόσα ποὺ τῆς δίνουμε, ποῦ θὰ βροῦμε ἄλλη;

– Δὲ σοῦ λέω…

– Ἔπειτα, ἔχει ἕνα καλό: Εἶναι πρόθυμη. Ὅ,τι τῆς πεῖς, τσακίζεται. Κι ἀγαπάει τὸ σπίτι σὰ νὰ ’ναι δικό της. Ὅσο γιὰ τὶς ἀδυναμίες της, τί σὲ νοιάζει ἐσένα; Τῆς περνάει ἡ ἰδέα πὼς εἶναι ὄμορφη. Ἄσε την νὰ νομίζει. Κόρη μας εἶναι γιὰ νὰ τῆς βάλουμε μυαλό;

– Μωρὲ τί ὄμορφη, ποὺ εἶναι σωστὴ μαϊμού! Τὸ τακουνάκι τῆς ἔλειψε καὶ τὸ τσαντάκι, σὰν ἔχει ἔξοδο. Δεκατριῶν χρονῶν πράμα!

– Ἐ λοιπὸν ἐγὼ τί νὰ σοῦ πῶ: Τὸ κάνω γοῦστο!

Καὶ γέλασαν μαζί, καλόκαρδα.

Ἡ προθυμία τῆς Κατινίτσας ἔλαμψε σ΄ ὅλη τὴν αἴγλη της τὶς ἡμέρες ποὺ ἄρχισε κάτω στὸ δρόμο τὸ συμπυκνὸ τουφεκίδι. Ἔμοιαζε πολιορκημένο τὸ σπίτι. Ὁ δρόμος, ποὺ ἄλλοτε ἄρχιζε νὰ ζεῖ χαρούμενα μὲ τὸ πρωὶ τραγουδιστὸς ἀπὸ τὶς φωνὲς τοῦ γαλατᾶ, τῆς χορταροῦς, τοῦ μανάβη, ἐρημώθηκε. Ἔβλεπες, ἐκεῖ στὴ γωνιά, ταμπουρωμένους ἀνθρώπους νὰ γεμίζουνε τὰ ὅπλα τους, νὰ φερμάρουν γιὰ ὥρα μὲ προσοχή, κ΄ ὕστερα, σκύβοντας γοργά, ν΄ ἀμολᾶνε τὸ σμπάρο. Τὶς νύχτες, τὸ πράμα ἦταν ἀκόμα πιὸ ἄγριο, τὰ ὅπλα τινάζανε γλῶσσες φλόγινες κι΄ ἀντιφέγγιζαν οἱ τοῖχοι.
Τὶς πρῶτες ἡμέρες, τὶς περάσανε μὲ προμήθειες. Ὕστερα, κι ἐνάντια σ΄ ὅλες τὶς προβλέψεις, τὸ πράμα παρατράβηξε, τὸ κελάρι ἄρχισε ν΄ ἀδειάζει.

– Παντελή, εἶπε ἡ κυρία Ντίνα νευριασμένη, πρέπει νὰ φροντίσουμε κι ἐμεῖς γιὰ κανένα ψώνιο. Ἀπὸ τ΄ ἄλλα πατώματα, ἀρχίσανε νὰ βγαίνουν. Χτὲς εἶδα τὸν καθηγητὴ τῆς Γαλλικῆς ποὺ ἔφερνε πρωὶ-πρωὶ δύο ὡραιότατα κουνουπίδια.

– Δὲν πιστεύω νὰ νομίζεις, ἀγαπητή μου, πὼς θὰ πάω νὰ σκοτωθῶ γιὰ ἕνα κουνουπίδι! Αὐτὸ δὲν ἦταν οὔτε κἄν ἡρωικό.

– Νὰ πάω ἐγώ, κυρία! πετάχτηκε τὸ Κατινάκι.

Ὁ ἀφέντης κι ἡ κυρὰ της κοιτάχτηκαν.

– Ἡ ἀλήθεια εἶναι, εἶπε ἐκεῖνος ἥσυχα, πὼς ὅλες οἱ κοπέλες τῆς γειτονιᾶς ἀρχίσανε νὰ βγαίνουν. Βέβαια, αὐτὸ μπορεῖ νὰ βαστάξει κι ἕνα μήνα…

Καὶ τὸ Κατινάκι βγῆκε. Τὴν πρώτη μέρα ἔφερε κουνουπίδια καὶ ξύλα γιὰ τὴ φωτιά. Τὴ δεύτερη, κονσέρβες. Παραφύλαγε τὴν πρωινὴ ὥρα, ποὺ τὸ ντουφεκίδι δὲν εἶχε ἀκόμα ἀνάψει γιὰ καλά. Τραβοῦσε τρέχοντας, τοῖχο-τοῖχο. Σὰν ἔφτανε σὲ μία γωνιά. στεκότανε, παραμόνευε. Ὕστερα, γοργά, ἔπαιρνε τὴ βουτιά του, μπήγοντας μιὰ τάχα τρομαγμένη φωνούλα. Καὶ συνέχιζε τὴν τρεχάλα, χοροπηδώντας χαρούμενα, παίζοντας κούνια τὸ κρεμασμένο στὸ μπράτσο δίχτυ.

– Ἡ ἄγνοια τοῦ κινδύνου! Παρατήρησε δογματικὰ ὁ κύριος Παντελῆς ποὺ εἶχε ἐνδιαφερθεῖ μιὰ μέρα νὰ παρακολουθήσει τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ παράθυρο.

– Μωρὲ αὐτή μοῦ λές; εἶπε ἡ κυρία Ντίνα. Δῶσ΄ της δρόμο καὶ πὰρ΄ της τὴν ψυχή! Σπίτι μονάχα μὴ τῆς λὲς νὰ κάθεται. Εἶναι ὁ μεγαλύτερός της ἐχθρός.

Γύριζε γεμάτη ἀνέκδοτα, περίεργα, εἰδήσεις. Στὸ φοῦρνο εἴπανε τοῦτο καὶ τ΄ ἄλλο. Εἶδε δύο σκοτωμένους. Τὰ φύλλα ἔγραφαν πὼς αὔριο πρωὶ θὰ γίνει ἀνακωχή.

Ἡ ἀνακωχὴ ὅμως δὲν γινόταν, καὶ τὸ Κατινάκι ἁλώνιζε τοὺς δρόμους, τρέχοντας σύρριζα στοὺς τοίχους σὰν ποντίκι, δρασκελώντας τὰ σταυροδρόμια χοροπηδητό. Τὸ ἔκανα πολὺ χάζι αὐτὸ τὸ κυνήγι μὲ τὶς σφαῖρες. Τὶς ἄκουγε νὰ βιτσίζουνε τὸν ἀέρα σὰ χρυσόμυγες ζαλισμένες ἀπὸ τὸ λιοπύρι. Ἔσκυβε τὸ κεφάλι, καθὼς ὅταν ἔπιανε ἡ μπόρα, ἄλλοτε. Φτάνοντας σπίτι, εἶχε γοργὴ τὴν ἀνάσα, τὰ μάγουλα κόκκινα, καὶ τὰ μάτια της ἄστραφταν θριαμβικά.

– Δὲ φοβᾶσαι, βρὲ Κατινάκι; τὴ ρώτησε μιὰ μέρα ἡ κυρία μοιράρχου ποὺ τὴ βρῆκε ταμπουρωμένη στὴν πόρτα της.

– Ἄ μπά! τί νὰ φοβηθῶ καλέ; Δὲ μὲ πιάνουν ἐμένα στὸ σημάδι.

Καθὼς ὅμως ἡ κατάσταση χρόνιζε, ὁ κύριος Παντελῆς θυμήθηκε καὶ τοὺς γονιούς του. Ἤτανε γέροι, ἀπομονωμένοι σὲ μία συνοικία μακρινή, ἕνα μήνα τώρα δὲν ἤξερε τί γίνονταν: ζοῦνε, πέθαναν, ἔχουνε νὰ φᾶνε;

– Πρέπει νὰ πεταχτῶ ὡς ἐκεῖ, δήλωσε ἕνα πρωὶ δραματικά.

– Αὐτὸ μᾶς ἔλειπε! τὸν ἀποπῆρε ἡ κυρία Ντίνα. Νὰ πᾶς νὰ σκοτωθεῖς γιὰ δύο γέρους ἀνθρώπους. Αὐτοί, τὴν ἔζησαν πιὰ τὴ ζωή τους. Ἐνῶ, ἐσύ, ἔχεις ἀκόμα ὑποχρεώσεις.

– Ἂς εἶναι! τὸ μόνο ποὺ μ΄ ἐμποδίζει νὰ βγῶ εἶναι ποὺ δὲν θὰ ξέρω στὸ μεταξὺ τί γινόσαστε σεῖς ἐδῶ πέρα.

– Καλὰ ποὺ τὸ λές! Κάτσε στ΄ αὐγά σου.

– Ναί, βρὲ παιδί μου, ἀλλὰ πῶς νὰ σοῦ πῶ: Ἀνησυχῶ καὶ γιὰ κείνους…

Φυσικά, τὸ Κατινάκι, πετάχτηκε πάλι στὴ μέση, προπετέστατο:

– Νὰ πάω ἐγώ, κύριε! Θέλετε:

– Πᾶς, μωρέ;

– Ἄκου λέει! Πῶς δὲν πάω!

Καὶ πῆγε. Ἄργησε κάπως νὰ γυρίσει. Αὐτὸ τοὺς ἔβαλε σ΄ ἔγνοιες, ἀρχίσανε νὰ ἔχουνε τύψεις.

– Τώρα θέλω νὰ πάθει τίποτα, ὅ μὴ γένοιτο, εἶπε νευριασμένη ἡ κυρία Ντίνα, καὶ νὰ σὲ κυνηγάει ἡ μάννα του. Ποῦ φαγώθηκες πιὰ σήμερα μὲ τοὺς γέρους σου κι ἐσύ;

Ὁ κύριος Παντελῆς ἔκοβε βόλτες σὲ μεγάλη ψυχικὴν ἀγωνία.

Εὐτυχῶς γύρισε τὸ Κατινάκι· γύρισε γελαστό, ὅμως χλωμότατο. Κρατοῦσε ἕνα μαντήλι καὶ κάθε τόσο ἔσκυβε νὰ σκουπίζει τὴ δεξιὰ του γάμπα.

– Τί ἔπαθες, ρὲ θεοπάλαβο;

Ἄχ, ἄστε τα: Ἐκεῖ ποὺ ἔφτανε στὸ σπίτι τῶν γέρων, νὰ ’σου καὶ σκάει μπροστὰ στὰ πόδια του ἕνα πράμα, Θέ μου, ξέρω κι ἐγὼ τί ἦταν; Ἔκανε μία φωτιὰ μεγάλη, πολὺ μεγάλη. Θεόρατη. Καὶ κρότο! Τὴν πήρανε στὴ γάμπα, ξώφαρσα εὐτυχῶς τὰ «βλήματα».

– Θραύσματα! θραύσματα θέλεις νὰ πεῖς φώναξε ἀπελπισμένος ὁ κύριος Παντελῆς. Φέρτε τὸ οἰνόπνευμα! Βρὲ ποὺ νὰ πάρει ἡ ὀργή! Τί ἤθελα ἐγὼ ποὺ σ΄ ἔστελνα;

– Ἐσὺ τὴν ἔστειλες; στρίγγλισε ὑστερικὰ ἡ κυρία Ντίνα. Αὐτὸ τὸ ξεμυαλισμένο φταίει, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ μαζευτεῖ ἀπὸ τοὺς δρόμους! Παιχνίδι τὸ πέρασε.

– Καλὲ δὲν εἶναι τίποτα, κυρία! γέλασε τὸ Κατινάκι. Νά, σταμάτησε κιόλας τὸ αἷμα.

– Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάει μόνον ἀπὸ καμιὰ μόλυνση, εἶπε ταραγμένος ὁ κύριός της καθὼς τῆς ἔβαζε οἰνόπνευμα μὲ τὸ βαμπάκι. Ποὺ ἔπιασες κι ἔβαλες ἀμέσως ἀπάνω τὸ βρωμομάντηλό σου! Ὤχ, Θέ μου, μπελάδες!

Ἡ κυρία Ντίνα ὅμως εἶχε πολὺ ταραχτεῖ. Τὸ ἔστρωσε τὸ Κατινάκι σ΄ ἕνα βρισίδι ἄγριο, πρωτοφανέρωτο, γιὰ νὰ ξεθυμάνουνε τὰ νεῦρα της. Σκουπίδι τὸ ἔκανε. Καὶ τὸ ἔστειλε νὰ πλαγιάσει στὸ πατάρι.

Οὔτε μόλυνση, οὔτε τίποτα. Τὴν ἄλλη μέρα, κόκορας πάλι πρωὶ-πρωί, τὸ Κατινάκι. Μόνον ποὺ ἦταν ἀκόμα χλωμό, πολὺ χλωμό. Τὰ μάτια του, κρατοῦσαν ἕνα ἐκστατικὸ τέντωμα τρόμου. Δὲν τραγουδοῦσε πιά.

Τρεῖς μέρες ἀργότερα, ὅλα τελείωσαν κατ΄ εὐχή. Ὁ κανονικὸς ρυθμὸς τῆς ζωῆς ξανάρθε στὸ σπίτι. Μπορούσανε τώρα νὰ βγαίνουν ἐλεύθερα, νὰ περνᾶνε τὸ δρόμο. Ἤτανε πολὺ καλοδιάθετος ὁ κύριος Παντελῆς.

–Χωρίς τὰ ψέματα, δήλωσε τῆς γυναίκας του ἐμπιστευτικά. Τὸ παιδὶ αὐτό, τὸ Κατινάκι, μᾶς εἶναι πολὺ χρήσιμο κι ἀφοσιωμένο. Πρέπει νὰ τὸ περιποιηθοῦμε.

Πάνω σ΄ αὐτά, ἡ πόρτα ἀνοίγει καὶ τὸ Κατινάκι παρουσιάζεται. Εἶναι στολισμένο γιὰ ἔξω, τακουνάκι, γοβάκι, ὅλα στὴν ἐντέλεια. Ἔχει καὶ μία στάλα κολώνια πάνω του, ξεθυμασμένη. Κάτω ἀπὸ τὸ λιγνὸ μπράτσο σφίγγει ἕνα μπογαλάκι.

– Γιὰ ποῦ, Κατινάκι: Ἔχεις σήμερα ἔξοδο;

– Ὄχι, κυρία.

– Ἂμ τότε;

Κατέβασε τὰ μάτια του.

– Θὰ φύγω, κυρία. Θὰ φύγω ἀπὸ τὸ σπίτι σας.

Ὁ κύριος Παντελῆς κ΄ ἡ κυρία Ντίνα ἀλληλοκοιτάχτηκαν.

– Γιατί, βρὲ Κατινάκι;

– Ἔτσι κυρία.

Δὲ μπόρεσε νὰ δώσει ἄλλες ἐξηγήσεις. Δὲν ἤξερε οὔτε κι αὐτό. Τὸ μόνο ποὺ ἤξερε, ἤτανε πὼς δὲ μποροῦσε πιὰ νὰ μείνει ἐδῶ, ὄχι.

Βάλανε τὰ δυνατά τους νὰ τὸ πείσουν, στάθηκε ἀδύνατο. «Θὰ φύγω, κυρία» ἀποκρινότανε στερεότυπα, «θὰ φύγω», τίποτ΄ ἄλλο. Τὰ μάτια του ἤτανε τεντωμένα πάντοτε καὶ σὰ γεμάτα τρόμους.

Κι ἔφυγε. Κάτω στὸ δρόμο, ἀκούστηκε τὸ τακουνάκι του νὰ τυμπανίζει τὸ πεζοδρόμιο, ρυθμικά, σοβαρά, γεμάτο ἀξιοπρέπεια. Ἤτανε τώρα πιὰ τὸ βάδισμα ἑνὸς ὥριμου ἀνθρώπου.