Κι ἔζησα πάντα μὲ τὸν ἑαυτό μου, σὰν δύο ἀκροβάτες ποὺ μισοῦνται θανάσιμα
ποὺ ὅλη τὴ μέρα βρίζονται καὶ ραδιουργοῦν κι ἑτοιμάζει τὸ θάνατο ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου,
μὰ ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα κι ἀνάψουν τὰ φῶτα καὶ τὸ θέατρο ξεχειλίσει ἀπ\’ τὴν πελώρια ἀναμονὴ
ὀρθοὶ κι οἱ δύο πάνω στὸ ἀπέραντο, μοιραῖο σκοινὶ
νά, ποὺ βρίσκονται κιόλας πάνω ἀπ\’ τὸ μίσος καὶ τὸν κίνδυνο καὶ τὸ θαυμασμὸ
καὶ τὸν χρόνο ― ἀδερφωμένοι ξαφνικὰ
μὲς στὴν παμμέγιστη ἀρετὴ τῆς Τέχνης.