Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Καί ἔμαθε ἡ γυναίκα αὐτή νά βλέπει τίς δικές της ἁμαρτίες. Καί νά μή κατηγορεῖ τόν ἄνδρα της. Καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ζήσανε εἰρηνικά. Καί μέ ἀγάπη.

  • !

    Κύριε, ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλή, μεγάλη ἁμαρτωλή. Δέν εἶμαι ἄξια, νά ἔχω τέτοια εἰρήνη καί χαρά! Γιατί, Χριστέ μου, ἄφησες ἐνενήντα ἐννιά ἅγια πρόβατά Σου καί ἀσχολεῖσαι μέ ἐμένα, τό ἀπολωλός, καί μέ κρατᾶς στήν ἀγκαλιά Σου; Δέν εἶμαι, Κύριε, ἄξια! Δέν εἶμαι ἄξια!…

  • !

    Τό σύνθημα τῆς ζωῆς της ἦταν: Μήν κρίνεις ποτέ κανένα. Μή κρατᾶς ποτέ κακία σέ κανένα. Γιατί ποτέ δέν θά μπορέσεις νά καταλάβεις ἄν ἐκεῖνον πού σύ κατακρίνεις, ὁ Θεός τόν δέχεται!

Μάρθα Λαυρεντίεβνα

Ἦταν μιά πολύ φτωχή κοπέλλα. Γεννήθηκε γύρω στό 1850. Στό σπίτι τοῦ πατέρα της σπάνια χόρταινε ψωμί! Καί δούλευε ἀπό μικρό παιδί, ἀπό ὅταν «χάραζε» μέχρι πού νύκτωνε!

Δώδεκα χρονῶν, μπῆκε μαθητευομένη ἐργάτρια, γιά ἕνα κομμάτι ψωμί, σέ ἕνα τότε «ἐργοστάσιο». Δούλευε σκληρά. Μέ ὑπομονή. Καί μέ ταπείνωση. Δείχνοντας σέ ὅλους καλωσύνη.

Ὅταν μεγάλωσε ἄρεσε σέ πολλούς, πού ἤθελαν νά πάρουν καλή σύζυγο καί νά κάμουν καλή οἰκογένεια. Ἀλλά ἡ Μάρθα δέν ἔψαχνε γιά γαμπρό.

Μέ τίς φτωχές της οἰκονομίες ἔτρεχε στά προσκυνήματα. Τά ἀφεντικά της κατάλαβαν. Καί τῆς ἔδιναν κάθε φορά διπλῆ ἄδεια καί μεγάλα χρηματικά ποσά, νά τά μοιράζει στά μοναστήρια καί στούς φτωχούς.

Ἦταν παροιμιώδης ἡ καλωσύνη της. Καί ἡ, μέ καλωσύνη καί πίστη στόν Θεό, ὑπομονή της σέ ὅλες τίς πικρίες τῆς ζωῆς της.

Καί ὁ Κύριος τῆς ἔδωκε χαρίσματα: νά θεραπεύει ἀσθενεῖς· καί διάκριση.
 

* * *
 
Κάποια φορά ἐπῆγε στήν Μάρθα μία χωρική ἀπό ἕνα γειτονικό χωριό. Τῆς εἶπε, ὅτι ἕνα της παιδί εἶχε κακό δερματικό νόσημα. Καί τῆς ἔδωσε τήν ἐξήγηση.

-Ὁ ἄνδρας μου φταίει. Γυρίζει πέρα-δῶθε. Ἀλητεύει. Γι΄ αὐτό μᾶς ἀρρώστησε τό παιδί.

Καί ἄνοιξε τό στόμα της καί ἔβρισε τόν ἄνδρα της μέ πάθος καί κακία.

Ἡ Μάρθα στενοχωρήθηκε. Τήν διέκοψε. Καί τῆς εἶπε:

-Γιατί τόν βρίζεις, τόν ἄνδρα σου; Γιατί τά φορτώνεις ὅλα σέ ἐκεῖνον; Δέν φταίει ἐκεῖνος! Σύ φταῖς! Καί ἄν θέλεις νά γίνει τό παιδί καλά, θά πᾶς στόν μύλο. Καί ἐνῶ τό νερό γυρίζει τή ρόδα, σύ θά βάλεις τόν κουβά σου νά γεμίσει ἀπό τίς σταγόνες πού πετάει ἡ ρόδα μακριά. Μέ τό νερό αὐτό θά πλύνεις τό γιό σου. Καί θά γίνει καλά!

Ὑπάκουσε ἡ πονεμένη, ἔστω καί ἄν ἦταν ἀγριεμένη. Καί ἐπῆγε. Καί εἶδε νά πετάγονται σταγόνες σάν ἐλάχιστα ἀστράκια!… Σέ ἀπίθανο βαθμό μικρές ἦταν οἱ σταγονίτσες αὐτές. Ἀλλά πετοῦσαν στόν ἀέρα ὅλο καί πιό πολλές. Καί ὁ κουβάς της σέ λίγη ὥρα γέμισε. Ἐπῆγε στό σπίτι. Ἔπλυνε τό παιδί της. Καί σέ διάστημα λιγότερο ἀπό μῆνα ἔγινε ἐντελῶς καλά.

Καί ἔμαθε ἡ γυναίκα αὐτή νά βλέπει τίς δικές της ἁμαρτίες. Καί νά μή κατηγορεῖ τόν ἄνδρα της. Καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ζήσανε εἰρηνικά. Καί μέ ἀγάπη.
 

* * *
 
Στό τέλος τῆς ζωῆς της ἡ Μάρθα ἀρρώστησε βαριά. Καί ἔμεινε εἴκοσι δύο χρόνια κατάκοιτη.

Φοβᾶται, μήν ἁμαρτήσει, μήν λυγίσει, μήν γογγύσει! Καί ἰκετεύει τόν ἱερομόναχο πνευματικό της:

Παρακάλεσε τόν Κύριο, νά μοῦ δώσει δύναμη· νά μή λυγίσω.

-Ὑπομονή. Ὑπομονή. Ὑπομονή!

Στό κρεβάτι τοῦ πόνου ἡ Μάρθα προσεύχεται πιό θερμά, πιό ταπεινά, μέ πιό πολλή πίστη καί ἀγάπη.

Καί, προσευχόμενη, αἰσθάνεται τόν Χριστό δίπλα της. Κλαίει καί στενάζει. Καί Τοῦ λέει:

-Κύριε, ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλή, μεγάλη ἁμαρτωλή. Δέν εἶμαι ἄξια, νά ἔχω τέτοια εἰρήνη καί χαρά! Γιατί, Χριστέ μου, ἄφησες ἐνενήντα ἐννιά ἅγια πρόβατά Σου καί ἀσχολεῖσαι μέ ἐμένα, τό ἀπολωλός, καί μέ κρατᾶς στήν ἀγκαλιά Σου; Δέν εἶμαι, Κύριε, ἄξια! Δέν εἶμαι ἄξια!…
 

* * *
 
Ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο στίς 5 Ἀπριλίου 1927. Τό σύνθημα τῆς ζωῆς της ἦταν: Μήν κρίνεις ποτέ κανένα. Μή κρατᾶς ποτέ κακία σέ κανένα. Γιατί ποτέ δέν θά μπορέσεις νά καταλάβεις ἄν ἐκεῖνον πού σύ κατακρίνεις, ὁ Θεός τόν δέχεται!