Βίος
Ἡ Ὁσία γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ἐπιβάται τῆς Θράκης κατὰ τὸ 1023. Ἀπὸ μικρὴ ἀγαποῦσε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη, γιὰ αὐτὸ μοίραζε κρυφὰ ῥοῦχα καὶ τὸ φαγητό της ἀκόμη στὰ πτωχὰ παιδιὰ τοῦ δρόμου.
Σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν ἐγκατέλειψε κρυφὰ τὸ πατρικό της σπίτι, ἦλθε στὴν Μικρὰ Ασία, καὶ ἀσκήτευσε ἐπὶ πέντε χρόνια μὲ σκληρὴ ἄσκησι σὲ μία ἐκκλησία τῆς Παναγίας, στὴν Ἡράκλεια τοῦ Πόντου. Κατόπιν ἐπῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα, προσκύνησε τὸν Πανάγιο Τάφο, καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ Προσκυνήματα. Τελευταῖα ἐκοινοβίασε σὲ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι εὑρισκόμενο στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου καὶ παρέμεινε μέχρι τὰ 25 χρόνια της, κάνοντας τὴν πιὸ μεγάλη μοναχικὴ ἄσκησι.
Στὴν ἡλικία αὐτὴ λοιπόν, μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα της. Κατόπιν, μετὰ ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους καὶ δυσκολίες, ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολι γιὰ νὰ προσκυνήσῃ καὶ ἐκεῖ ὅλους τοὺς Ἁγίους Τόπους. Κατόπιν ἐγκαταστάθηκε στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ποὺ εὑρισκόταν στὸ χωριὸ Καλλικράτεια πλησίον τῆς θαλάσσης. Ἐκεῖ ἀγωνίσθηκε ἀκόμη δύο χρόνια καὶ ἀφοῦ στόλισε τὴν ψυχή της μὲ κάθε εἴδους ἀρετές, προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν Νυμφίο τῆς ψυχῆς της Χριστό, γιὰ τὶς αἰώνιες μονές. Οἱ χριστιανοὶ τοῦ χωριοῦ ἔθαψαν τὸ σκήνωμά της πλησίον τοῦ ναοῦ καὶ κοντὰ στὴν θάλασσα.
Τὸ Ἅγιο Λείψανο
Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια συνέβη τὸ ἑξῆς γεγονός: Τὰ κύματα τῆς θαλάσσης ἐξέβρασαν στὴν παραλία τὸ πτῶμα ἑνὸς ναυτικοῦ καὶ οἱ ἐντόπιοι τὸ ἔθαψαν δίπλα στὸν τάφο τῆς Ἁγίας. Ἐπειδὴ αὐτὸς ἦταν ἀκάθαρτος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ γεμάτος ἁμαρτίες, ἡ Ὁσία δὲν ἀνεχόταν τὸ σῶμά του πλησίον στὸ δικό της. Ἐμφανίσθηκε λοιπὸν σὲ ἕναν ἅγιο γέροντα τρεῖς φορὲς στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ εἶπε νὰ ξεθάψῃ τὸ ἁμαρτωλὸ αὐτὸ σῶμα καὶ νὰ τὸ τοποθετήσῃ σὲ ἄλλο μέρος. Τοῦ ἀπεκάλυψε ἀκόμα καὶ τὸ μέρος ποὺ εὑρισκόταν ὁ δικός της τάφος μὲ τὸ πανίερο καὶ ἄφθαρτο λείψανό της. Ἔκανε ὁ ὅσιος ἐκεῖνος ἀσκητής, ὅπως τοῦ ὑπέδειξε ἡ Ἁγία. Εὑρῆκε καὶ τὸ λείψανό της ἄφθαρτο καὶ εὐωδιάζον. Τότε ὁ λαὸς μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἱερὸ κλῆρο μετέφεραν τὸ λείψανο στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μὲ μεγάλες τιμὲς καὶ ψαλμωδίες.
Ἀργότερα, κατὰ τὴν περίοδο ἐκχριστιανίσεως τῶν Βουλγάρων ἐπὶ βασιλέων αὐτῶν Πέτρου καὶ Ἰωάννου Ἀσάν (1290-1310), οἱ βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες ἐδώρισαν σὲ αὐτοὺς τὸ ἱερό της λείψανο, ὡς ἕνα σημεῖο φιλίας καὶ ἑνότητος στὴν ὀρθόδοξο πίστι. Κατόπιν ἀπὸ τὸ Τύρνοβο, πρωτεύουσα τότε τῆς Βουγαρίας, τὸ ἱερὸ λείψανο δόθηκε στὸν σουλτάνο τῶν τούρκων Βαγιαζήτ, ἐνῶ αὐτὸς τὸ ἔδωσε στοὺς Σέρβους, κατὰ τὴν ἦττα τῶν Βουλγάρων τὸ 1393. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, ὅταν ὁ Μουρὰτ ὁ Β´ κατέλαβε ὅλη τὴν χερσόνησο τοῦ Ἰλλυρικοῦ, τὸ ἔδωσε ἀντὶ πολλῶν χρημάτων στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Τὸ ἔτος 1640, ἐπειδὴ τὸ Πατριαρχεῖο εἶχε τεράστιο χρέος ἀπέναντι τῆς τουρκικῆς Ὑψηλῆς Πύλης, εὑρῆκε ὡς σωτηρία καὶ εὐεργέτη τὸν ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας Βασίλειο Λούπου. Αὐτὸς ὁ ἡγεμὼν ἐπλήρωσε στοὺς Τούρκους χάριν τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας 2.000.000 ἄσπρα γιὰ τὸ πρῶτο χρέος της καὶ 48.000 γιὰ τὸ δεύτερο. Ὁ Πατριάρχης Παρθένιος ὡς ἀντάλλαγμα, λόγῳ τῆς μεγάλης εὐγνωμοσύνης του πρὸς τὸν ἡγεμόνα καὶ ὡς εὐλογία τοῦ ἐχάρισε κατόπιν συνοδικῆς ἀποφάσεως τὸ λείψανο τῆς Ὁσίας Παρασκευῆς γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Μολδαβίας. Ὁ ἴδιος ὁ ἡγεμὼν ἐξώδευσε, γιὰ τὶς ἐκδηλώσεις τῆς μετακομιδῆς τοῦ Λειψάνου στὴν πατρίδα του, τὸ ποσὸν τῶν 468.000 ἄσπρων ἀπὸ τὸ θησαυροφυλάκιό του.
Τὸ ἱερὸ λείψανο τοποθετήθηκε στὴν ὡραία ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Ἰασίου, τὸ ὁποῖο ἐκτίσθηκε τότε μὲ σκαλιστὰ μάρμαρα καὶ πολλὰ ἔξοδα. Παρέμεινε ἐκεῖ ἡ Ὁσία 250 χρόνια, στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐγένοντο ἀναρίθμητα θαύματα. Στὶς 27 Δεκεμβρίου 1888 μεταφέρθηκε τὸ λείψανο στὴν νέα καθεδρικὴ μητροπολιτικὴ ἐκκλησία ποὺ τιμᾶται στὴν μνήμη της. Ἡ μετακομιδὴ αὐτὴ ἔγινε ὅταν μητροπολίτης ἦταν ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ Νανιέσκου, ὁ ὁποῖος καὶ ἀποτελείωσε τὴν κατασκευὴ αὐτοῦ τοῦ περικαλλοῦς ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ἔκτοτε παραμένει ἐκεῖ τὸ λείψανο τῆς Ἁγίας ἐντὸς ἀργυρᾶς θήκης, τὴν ὁποία ἐχάρισε ὁ Μητροπολίτης Ἰωσήφ.
Εἶναι ἡ λαοφιλέστερη Ἁγία τῆς Ῥουμανίας σήμερα καὶ ἔρχονται προσκυνηταὶ ἀπὸ ὅλη τὴν χώραν, ὡς καὶ ἀπὸ τὶς γειτονικές. Μοναχές, μητέρες, φοιτήτριες, μαθήτριες σὲ κάθε δυσκολία τους προστρέχουν στὸ ἱερό της λείψανο. Καὶ ἡ Ἁγία ἀνταποκρίνεται περισσά, στὶς δεήσεις τῶν προσερχομένων πιστῶν, ἐπιτελώντας συχνὰ θαύματα καὶ ἐνισχύοντας ἔτσι τὴν πίστι τοῦ εὐσεβοῦς ῥουμανικοῦ λαοῦ.
Εἶναι ἰδιαίτερα τιμητικὸ γιὰ τοὺς Ἕλληνας, διότι ἡ Ὁσία εἶναι ἑλληνίδα στὴν καταγωγή.
Θαύματα τῆς Ἁγίας ἐν τῇ Ρουμανίᾳ
Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ γίνονται μὲ τὴν χάρι τῆς Ὁσίας Παρασκευῆς. Τὰ περισσότερα σχετίζονται μὲ θεραπεῖες ἀσθενειῶν, διάσωσι ἀπὸ μεγάλους κινδύνους, πολέμους, κατάπαυσι ἀνομβρίας καὶ ἄλλες περιπτώσεις.
Θὰ σημειώσουμε ἐλάχιστα ἀντιπροσωπευτικῶς γιὰ νὰ δώσουμε μιὰ μικρὰ ἰδέα τῆς θαυματουργίας τῆς Ἁγίας.
Α) Στὸ Ἰάσιο ζῆ μία οἰκογένεια ἐπιστημόνων γονέων μὲ τὴν κόρη τους. Πολλὲς φορὲς ἐνωχλεῖτο τὸ ἀνδρόγυνο καὶ ἕνα βράδυ, μετὰ ἀπὸ γκρίνιες καὶ ταραχές, ἔφυγε ἡ γυναίκα ἀπὸ τὸ σπίτι. Ἡ ἀπόφασί της ἦταν νὰ πέσῃ στὶς σιδηροτροχιὲς τοῦ τραῖνου καὶ νὰ αὐτοκτονήσῃ. Ὁ ἄνδρας της, πιστὸς χριστιανός, κλειδώνει τὴν κόρη του στὸ σπίτι, καὶ τρέχει ὥρα 7 τὸ βράδυ στὴν Ὁσία Παρασκευή. Ἦταν κλειστὴ ἡ ἐκκλησία, ἀλλὰ προσευχήθηκε ἀπέξω ἀπὸ τὸν ναό, κοντὰ στὸ ἱερὸ λείψανό της μὲ δάκρυα γιὰ τὴν γυναίκα του. Ἐπέστρεψε στὸ σπίτι μετὰ ἀπὸ μία ὥρα. Ἡ κόρη του κοιμόταν ἡλικίας τότε 18 ἐτῶν, ἐνῶ ἡ γυναίκα του δὲν φαινόταν πουθενά. Μετὰ μία ὥρα κτυπᾶ κάποιος τὴν πόρτα. Ἦταν ἡ σύζυγός του τρομαγμένη καὶ κατακίτρινη.
-Γιατί τρέμεις, τί σοῦ συμβαίνει, ποῦ εἶχες πάει γυναῖκα;
– Ἄχ, τί νὰ σοῦ εἶπω. Μὲ γλύτωσε ὁ Θεὸς ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Σκοτίσθηκε τὸ μυαλό μου καὶ φεύγοντας ἀπὸ ἐδῶ πῆγα νὰ αὐτοκτονήσω στὴν σιδηροδρομικὴ γραμμή. Ὅταν τὸ τραῖνο πλησίαζε στὰ 10 μέτρα, βλέπω τὴν κόρη μας ντυμένη στὰ λευκά, καὶ μὲ ὁλόφωτη μορφὴ μὲ ἅρπαξε ἀπὸ τὰ ῥοῦχα καὶ μὲ ἐπέταξε ἔξω, δίπλα σὲ ἕνα χαντάκι. Σὲ ἕνα δευτερόλεπτο πέρασε καὶ τὸ τραῖνο. Μετὰ ἀπὸ μισὴ ὥρα συνῆλθα καὶ γύρισα στὸ σπίτι μας.
-Δόξα Σοι ὁ Θεός, ποὺ ἡ Ἁγία Παρασκευὴ σοῦ χάρισε τὴν ζωή. Αὐτὴ ἡ λευκοντυμένη νέα δὲν ἦταν ἡ κόρη μας, ἀλλὰ ἡ Ὁσία, τὴν ὁποία παρεκάλεσα μὲ δάκρυα γιὰ σένα πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα.
Τὴν δεύτερη ἡμέρα μὲ δάκρυα χαρᾶς πῆγαν ὅλοι τους στὴν Ἁγία γιὰ νὰ τὴν εὐχαριστήσουν. Σήμερα ζοῦν εἰρηνικὰ καὶ διαλαλοῦν παντοῦ τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα τῆς Ὁσίας Παρασκευῆς.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα λοιπόν, ἔμεινε γονατιστὴ μέχρι το βράδυ δίπλα στο λείψανο τῆς Ὁσίας. Ἀφοῦ προσευχήθηκε πολύ, ἀνεχώρησε γιὰ τῆν Βουλγαρία. Τὴν ἑπόμενη χρονιά, ἦλθε μὲ τὴν μητέρα της ἡλικίας 90 ἐτῶν, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὴν Ἁγία, διότι τὸ παιδί της ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε θεραπευθῆ τελείως.
Κατὰ τὶς ἀεροπορικὲς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν ἔπεφταν πολλὲς ὀβίδες στὸ Ἰάσιο. Παρέμεινε ὅμως σχεδὸν ὅλη ἡ πόλις ἄθικτη. Ἄλλοτε ἔπεφταν ὀβίδες στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας καὶ διπλανὰ κτίρια τῆς Μητροπόλεως. Οἱ περισσότερες ἀπὸ αὐτὲς δὲν ἐκρήγνυντο, ἐνῶ ἄλλες ποὺ ἐξεῤῥάγησαν οὔτε τὰ τζάμια τῶν παραθύρων τοῦ ναοῦ δὲν ἔσπασαν. Παντοῦ ὑπῆρχε ἡ προστασία τῆς Ἁγίας.