Ἦρθα γιὰ σένα πάλι.
Προχωρώντας πρόσεξα ἀρκετὰ
Τὰ κορινθιακὰ ἀγγεῖα,
Μοῦ ἔκαναν, βέβαια, ἐντύπωση
Γιὰ τὴ χάρη τοῦ σχήματος καὶ τῶν σχεδίων.
Συλλογίστηκα τὴ σφύζουσα ζωὴ
Τῆς φημισμένης πολιτείας. Ὕστερα,
Ἐπίτηδες σχεδόν, ἀπόμενα στὶς αἴθουσες,
Ὁπού τὸ φῶς ἔχει κάτι τὸ ὑδάτινο.
Δὲν ξέρω ἂν τοῦτο ὀφείλεται
Στῶν τοίχων τὴν ἀπόχρωση
Ἢ στὴν ἀκινησία τῶν ἐκθεμάτων,
στὸ γυαλὶ ἀπ\’ τὶς προθῆκες.
Ἀπόμενα λοιπόν,
Κρατώντας τὴν ἀναμονὴ τῆς παρουσίας σου,
Χαρά.
Γιὰ λίγο μὲ σταμάτησε ὁ Κροῖσος
\”στῆθι καὶ οἴκτιρον…ὤλεσε θοῦρος Ἄρης\”.
Στὴν κίνηση, στὴ θέση τῶν χεριῶν,
Ἰδιαίτερη στροφὴ πρόδινε τὴν ψυχὴ
Ποὺ ἀπόμενε ἀκόμα ἐκεῖ
Κι\’ ἔδινε τὴ συγκρατημένη θέληση
Τοῦ σώματος πρὸς τὰ ἐμπρός.
Θροὺς φανταστικός τῆς ζωῆς τῶν ἀγαλμάτων,
Ὅταν μπορέσει νὰ συλλάβει ὁ τεχνίτης
Τὴν καίρια στιγμή…
Μοναδικὴ στιγμὴ ἐσύ,
Ὑπέροχε, δὲν εἶσαι μονάχα
Ὁ ἔφηβος τῆς τέλειας καλλονῆς,
Τῆς ἀκτινόβολης νεότητας,
Ὁ ἁρμονικὸς στὸ σχῆμα τῆς μουσικῆς τῶν μελῶν,
Ὁ τὴ στάση του ἔχων καὶ κρατῶν
Στὴ φυσική του δύναμη κι ἐπιβολή,
Ὅπως ἡ πέτρα ἢ τὸ φυτὸ
Ποὺ ὑπάρχουν ἁπλὰ καὶ τέλεια μαζί,
Ἔκταση τῶν χεριῶν σὲ ἰσορροπία ἰδανική,
Θεία γραμμή,
Ἀδιάφθορη ἁγνότητα τοῦ συλληφθέντος χρόνου,
Τῆς ἀφθαρσίας μειλίχιο πρόσωπο,
Ὕψωση τῆς φθαρτῆς μας στάσης.
Πραγματικότητα καὶ μαγεία,
Λεία τῆς ζωῆς ἐπιφάνεια,
Κολπούμενη, καμπυλωμένη
Ἀπὸ τὴν κρυμμένη μέσα σου ὁρμή,
Συγκρατημένη κι\’ ὁδηγούμενη.
Προσφορὰ καὶ τῆς ὕπαρξης παραδοχή,
Σὲ κίνηση μαζὶ κι\’ ἀκινησία,
Σὰν ζύγισμα βασιλικοῦ πουλιοῦ.
Γεννήθηκες
Πρὶν ἀπὸ τὸ δίδαγμα τῆς ἁμαρτίας.
Εἶσαι ἐκείνη τοῦ πνεύματος ἡ παροχὴ
Ποὺ σβήνει τὴν ἀκόρεστη στέρηση
Κι\’ ἐκμηδενίζει τὴν ἀπληστία.
Ἐπιθυμεῖς καὶ μένεις ἕτοιμος νὰ στερηθεῖς.
Ἀπὸ πάνω σου γλιστρᾶ
Ἡ κάθε ξένη πρὸς τὸ σχῆμα σου διάθεση.
Ζητᾶς τῆς ψυχῆς τὸ τίμημα
Κι\’ ἐσὺ τὸ χαρίζεις, σῶμα ζωντανὸ καὶ γαλήνιο.
Συνάντηση λιτὴ μὲ τὸ ἀπόλυτο,
Γυμνὸ μυστήριο.
Μορφὴ γλυτωμένη ἀπ\’ τὴν ἀνάγκη.
Μουσικὴ τοῦ ἑνὸς ἤχου ὑψώνεσαι
Θεία ἱκανότητα δοσμένη ἀνθρώπινα.
Δὲν σὲ παίδεψε ἡ ἀγάπη
Ποὺ εἶναι ἀμφιβολία,
Καημὸς κι\’ ὑποταγὴ ὀδυνηρὴ
Κι\’ ἂς ἔχεις στὸ βλέμμα
Τὴ θαυμάσια ἀνθρώπινη μελαγχολία,
Ἔργο τοῦ ἀνθρώπου ἐσύ,
Ἐκείνου ποὺ ἀγάπησε τὴ ζωή του
Σὲ δόξα ἀγέρωχη καὶ σεμνή.