Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἐπισκόπου Μεδιολάνων. Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος εἶναι ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ τετάρτου αἰώνα, σύγχρονος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὀνομαστὸς Ἱεράρχης στὴ Δύση, ὅπως κι ὁ Μέγας Βασίλειος στὴν Ἀνατολή.
Γεννήθηκε τὸ 340 στὴ Γαλλία καὶ πέθανε τὸ 397 στὰ Μεδιόλανα, τὸ σημερινὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας. Ἡ καταγωγὴ του ἦταν ἀπὸ μεγάλη οἰκογένεια τῆς Ρώμης. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ποὺ ἦταν ἔπαρχος Γαλλίας, ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος γύρισε στὴ Ρώμη καὶ ἀνατράφηκε μὲ τὴν προστασία καὶ ἐπίβλεψη τῆς μεγαλύτερης ἀδελφῆς του Μαρκελλίνας. Ἡ Μαρκελλίνα γιὰ τὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο ἦταν ὅπως ἡ Μακρίνα γιὰ τὸν ἅγιο Βασίλειο.
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἔκαμε λαμπρὲς νομικὲς σπουδὲς καὶ γρήγορα κατάκτησε ἀνώτερες πολιτικὲς θέσεις. Μὲ ἐκλογὴ τοῦ αὐτοκράτορα, τὸ 372 στάλθηκε στὰ Μεδιόλανα, ὡς ἔπαρχος τῆς βόρειας Ἰταλίας. Ὅταν ἔφευγε γιὰ τὴ θέση του, ὁ ἔπαρχος τοῦ Πραιτορίου, δηλαδὴ ὁ Πρωθυπουργός, τοῦ εἶπε· «Πήγαινε, Ἀμβρόσιε, καὶ νὰ συμπεριφέρεσαι ὄχι ὡς κριτής, ἀλλὰ ὡς ἱεράρχης. Στὴν ὑψηλὴ αὐτὴ καὶ ὑπεύθυνη θέση του, ὁ Ἀμβρόσιος ὑπηρετοῦσε μὲ ἀξιοθαύμαστο ζῆλο καὶ ἦταν ἀγαπητὸς σὲ ὅλους. Μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι, ὅταν ἄξιοι καὶ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι ἀνεβαίνουν στὰ δημόσια ἀξιώματα καὶ παίρνουν στὰ χέρια τους τὴ διοίκηση τοῦ λαοῦ. Τότε πραγματικὰ οἱ ἄνθρωποι βρίσκουν προστασία καὶ ἀσφάλεια, γιὰ νὰ ἐπιδίδωνται στὰ εἰρηνικά τους ἔργα.
Ὅταν ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἦταν ἔπαρχος στὰ Μεδιόλανα, τότε ἀπέθανε ὁ ἐπίσκοπος, καὶ οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας μαζεύτηκαν καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὴ διαδοχή του. Ὁ λαὸς ἦταν συναθροισμένος ἀπ’ ἔξω καὶ ἀνυπομονοῦσαν ὅλοι, γιατί φοβοῦνταν μήπως ἡ Ἰουστίνα, ἡ μητέρα τοῦ αὐτοκράτορα Βαλεντιανοῦ, ποὺ ἦταν ἀρειανή, τοὺς ἐπέβαλλε πάλι ἀρειανὸ ἐπίσκοπο- ὁ ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος Στέφανος εἶχε ἀποθάνει ἐξόριστος στὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας. Τότε, σὰν καὶ νὰ ἦταν ἀπὸ Θεοῦ, ἀκούστηκε μιὰ παιδικὴ φωνή· «Ὁ Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος»! Αὐτὸ διαδόθηκε σὰν σύνθημα ἀμέσως σὲ ὅλη τὴν πόλη καὶ οἱ ἐπίσκοποι, κλεισμένοι στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν ἐκλογή, ἐξέλεξαν τὸν ἔπαρχο Ἀμβρόσιο, ποὺ ἀκόμα δὲν ἦταν χριστιανός, ἀλλὰ κατηχούμενος.
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος θέλησε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀποφύγη, δικαιολογούμενος πὼς ἦταν δημόσιος ἀξιωματοῦχος καὶ πὼς ἔπρεπε τάχα νὰ ἔχη τὴ συγκατάθεση τοῦ βασιλέα. Ὁ βασιλέας, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἐκλογὴ καὶ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ ἐπάρχου, ἀπάντησε· «Χαίρω, ὅτι τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐγὼ διώρισα ἔπαρχο ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐξέλεξε ἐπίσκοπο. Νὰ πῆτε στὸν Ἀμβρόσιο ὅτι τὸν διατάζω νὰ δεχθῆ τὴν ἐκλογή του». Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος, μὴ ἔχοντας πιὰ νὰ δικαιολογηθῆ, βαπτίσθηκε κι ἔλαβε διαδοχικά τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης, πρῶτα διάκονος, ὕστερα πρεσβύτερος καὶ τελευταῖα ἐπίσκοπος. Ὅλοι χάρηκαν καὶ πανηγύρισαν, κι ὁ Μέγας Βασίλειος τοῦ ἔγραψε· «…ἐδοξάσαμεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τὸν καθ’ ἑκάστην γενεὰν ἐκλεγόμενον τοὺς αὐτῷ εὐαρεστοῦντας».
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ὡς ἐπίσκοπος τώρα, μὲ τὸ παράδειγμά του καὶ μὲ τὸ εὔγλωττο κήρυγμά του, μέσα σὲ λίγον καιρό, ἐξυγίανε τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὸ μίασμα τοῦ ἀρειανισμοῦ καί, ὡς ἔξοχος ποιητής, διωργάνωσε τὴ θεία λατρεία τῆς ἐπισκοπῆς του. Μεγάλη πολεμικὴ ἐναντίον τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἔκανε ἡ μητέρα τοῦ βασιλέα καὶ φανατικὴ ἀρειανὴ Ἰουστίνα· ἔφτασε νὰ ἔχη τὴν ἀξίωση νὰ παραδώση ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος τὸ ναό του στὸν ἀρειανὸ ἐπίσκοπο. Ὅταν τὸν κάλεσαν στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα καὶ τὸν διέταξαν νὰ παραδώση τὸ ναό, ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἀπάντησε· «Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας δὲν παραδίδει τοὺς ναοὺς τοῦ Κυρίου». Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ ὁμοιάζει σὰν ἐκείνη ποὺ ἔδωκε ὁ Μέγας Βασίλειος στὸν ἔπαρχο Μόδεστο, ἀπεσταλμένο τοῦ ἀρειανοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλη.
Θαρραλέα ἐπίσης ὑπῆρξε ἡ στάση τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἀπέναντι στὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο. Ὅταν τότε στὴ Θεσσαλονίκη κακοποίησαν τοὺς βασιλικοὺς ἀντιπροσώπους, ὁ Θεοδόσιος ὠργίσθηκε καὶ μὲ διαταγὴ του οἱ στρατιῶτες ἔσφαξαν στὸν Ἱππόδρομο ἑπτὰ χιλιάδες ἀνθρώπους. Ὓστερ’ ἀπὸ τὸ ἔγκλημα αὐτό, ὁ Θεοδόσιος κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων βρέθηκε στὰ Μεδιόλανα καὶ θέλησε νὰ μεταβῆ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ κοινωνήση. Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ντυμένος τὰ ἱερατικά του ἄμφια, βγῆκε στὴ θύρα τοῦ ναοῦ καὶ δὲν ἐπέτρεψε στὸν αὐτοκράτορα νὰ προχώρηση· «Εἶναι τὰ χέρια σου βαμμένα μὲ αἷμα», τοῦ εἶπε. Ὁ Θεοδόσιος θέλησε νὰ δικαιολογηθῆ κι ἀπάντησε στὸν Ἱεράρχη· «Κι ὁ Δαβὶδ ἁμάρτησε». Τότε ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος εἶπε στὸν βασιλέα· «Τὸν μιμήθηκες στὸ ἔγκλημα· νὰ τὸν μιμηθῆς καὶ στὴ μετάνοια»! Ὁ Θεοδόσιος δὲν τόλμησε νὰ εἰσέλθη στὴν Ἐκκλησία κι ἔφυγε μετανοιωμένος. Ἀμήν.