«Δόξα τῇ συγκαταβάσει σου»
Γενεαλογεῖται ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ καὶ ὄχι ἡ Θεοτόκος Μαρία, διότι «οὐκ ἦν νόμος παρὰ Ἰουδαῖοι γενεαλογεῖσθαι γυvαῖκας» (ἱερὸς Χρυσόστομος), ἂν καὶ -κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ- ἐπίσης «ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυὶδ» καταγόταν ἡ Παρθέvος. Ὁ Χρυσορρήμων θεωρεῖ ἀναγκαῖο νὰ ἀναφέρει καὶ μία ἄλλη «μυστικωτέραν αἰτίαν», γιὰ τὴν ὁποία γενεαλογεῖται ὁ Ἰωσήφ, ἔστω κι ἂν αὐτὸς δὲν συντελεῖ «οὐδὲν πρὸς γέννησιν»: Ὅπως ὁ Χριστὸς ἐξ ἀρχῆς συνεσκίασε τὴν ἰσότητά του πρὸς τὸν Πατέρα ὀνομάζοντας τὸν Ἑαυτὸ του «υἱὸν ἀνθρώπου», ἔτσι καὶ ὁ Ἰωσὴφ παρουσιάζεται ὡς «ἀνὴρ» τῆς Μαρίας, ὥστε ἡ Παναγία νὰ ἀπαλλαγεῖ «πάσης ὑποψίας πονηρᾶς» καὶ νὰ μὴν κινδυνεύσει νὰ λιθοβοληθεῖ. Διότι, ἂν μετὰ ἀπὸ τόσα θαύματα συνέχιζαν νὰ ὀνομάζουν τὸν Χριστὸ «υἱὸ τοῦ Ἰωσήφ», πῶς, πρὶν ἀπὸ αὐτά, θὰ μποροῦσαν νὰ πιστέψουν ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο; Μπορεῖ ἄραγε ἀνθρώπινος vοῦς νὰ συλλάβει τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῆς ταπείνωσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ γιὰ μᾶς καταδέχεται νὰ ἀντιμετωπίσει κίνδυνο ἀτιμωτικοῦ θανάτου, ἐνῶ ἀκόμη ἐκυοφορεῖτο.
Ἡ ἀναφορὰ στοὺς προπάτορες τοῦ Χριστοῦ μαρτυρεῖ μὲ τὸν πιὸ σαφῆ τρόπο, τὸ πόσο ταπεινὰ ὁ Θεὸς εἰσῆλθε στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία προσλαμβάνοντας «ἀνθρώπινη σάρκα» ἀπὸ ἕνα λαό, κατὰ τὸ πλεῖστον «ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα, οἵ οὐκ ἐπορεύθησαν ὁδῷ ἀληθινῇ ἀλλ’ ὀπίσω τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ἠσ. 65,2). Γι’ αὐτό, ἕνας κουραστικὸς κατάλογος ὀνομάτων ἀναδεικνύεται σὲ μία τρανὴ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
Ἀπαράδεκτες προφάσεις ἢ ἀφορμὲς ἀγώνων;
Ἡ συγκατάβαση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀκόμα πιὸ φανερή, ἂν προσέξουμε ὅτι μέσα σ’ αὐτὸν τὸν κατάλογο περιλαμβάνονται προπάτορες τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γεννήθηκαν ἀπὸ ἀθέμιτες σχέσεις, ὅπως: (α) ὁ Φαρές, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ σχέση τοῦ Ἰούδα μὲ τὴ νύφη του, ἔστω κι ἂν ἐκεῖνος δὲν τὴν κατάλαβε γιατί εἶχε μεταμφιεστεῖ σὲ πόρνη· (β) ὁ Βοόζ, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν πόρνη Ραχάβ· καὶ (γ) ὁ Σολομώντας, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴ μοιχεία ποὺ διέπραξε ὁ Δαβὶδ μὲ τὴ Βηρσαβεέ. «Τέτοιους συγγενεῖς καταδέχθηκε νὰ ἔχει ὁ Χριστός», λέει θαυμάζοντας ὁ ἅγιος ’Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Δὲν ντράπηκε τὰ αἴσχη μας. Ἦρθε ὄχι γιὰ νὰ τὰ ἀποφύγει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ καταργήσει».
Καὶ συμπληρώνει κάτι πολὺ σημαντικό: «Μὲ αὐτὸ μᾶς δίδαξε ὅτι δὲν πρέπει νὰ δικαιολογοῦμε τὶς ἁμαρτίες μας ἐπικαλούμενοι κακοὺς προγόνους, ἀλλὰ μόνο ἕνα νὰ ζητᾶμε, τὴν ἀρετή. Ὅποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀρετή, δὲν πρόκειται καθόλου νὰ τὸν βλάψει ὅτι ἔτυχε νὰ ἔχει ἁμαρτωλοὺς προπάτορες». Ἄρα εἶναι τουλάχιστον φαιδρό, μερικὲς φορὲς μέχρι τὰ γεράματά μας νὰ ἐπικαλούμαστε κληρονομικότητες καὶ παιδικὰ τραύματα γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν ἀπροθυμία μας νὰ ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ πάθη. Εἶναι τόσο μεγάλο τὸ δῶρο τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας, δηλ. «ἡ γνώμη καὶ ὁ τῆς ψυχῆς τρόπος», ὥστε -σὲ συνεργασία μὲ τὴν παντοδύναμη Χάρη τοῦ Θεοῦ- μπορεῖ νὰ ἀνατρέψει καὶ νὰ θεραπεύσει καὶ τὶς χειρότερες κληρονομημένες τάσεις, τὶς πιὸ βαθιὰ ριζωμένες συνήθειες καὶ τὰ πιὸ μακροχρόνια πάθη. Μάλιστα ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος προσθέτει ὅτι τοὺς κακοὺς προπάτορες πρέπει νὰ τοὺς «ἀξιοποιοῦμε» ὄχι ὡς ἀφορμὴ αἰσχύνης, ἀλλὰ ὡς ἀφορμὴ μεγαλύτερου ἀγώνα ὥστε «διὰ τῆς οἰκείας ἀρετῆς λαμπρύνειν κἀκείvους».
Οἰκειοποίηση θείων δωρεῶν
Ἡ τριμερὴς διαίρεση τῆς γενεαλογίας τοῦ Χριστοῦ σὲ περιόδους ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι -μετὰ τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ- ἡγεμονεύονταν διαδοχικὰ ἀπὸ Κριτές, βασιλεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, αἴρει καὶ μία ἄλλη, ὄχι σπάνια, δικαιολογία ἀβελτηρίας καὶ νωθρότητας: τὸ ὅτι γιὰ ὅλα φταῖνε οἱ κυβερνῶντες. Ὁ χρυσορρόας Ἰωάνvης ἀποστομώνει ὅσους ἐπικαλοῦνται τέτοιες δικαιολογίες ἐπισημαίνοντας: «Οὔτε τῶν πολιτειῶν μεταβληθεισῶν» ἔγιναν καλύτεροι οἱ Ἰουδαῖοι. Στὰ ἴδια κακὰ ἔμειναν σὲ ὅλα τὰ πολιτεύματα. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἦρθε ὁ ἀληθινὸς Κριτής, Βασιλεὺς καὶ Ἱερεὺς ὁ Χριστὸς ὁ μόνος ποὺ «εὐαγγελίζεται, οὐ πολεμίων αἰσθητῶν, ἀλλὰ -τὸ ἀσύγκριτα μεγαλύτερο- ἁμαρτημάτων ἀπαλλαγήν», ἀκόμη καὶ τότε ὁ πλεῖστος ὄχλος «οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι».
Ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, τὸ ὕψιστο δώρo τοῦ Ἐνανθρωπίσαντος Χριστοῦ δὲν χαρίζεται χωρὶς τὴ δική μας ἐπίμονη αἴτηση καὶ ἐλεύθερη συνεργασία. Συνομολογώντας μὲ τὴ σταθερὴ μετάνοιά μας ὅτι «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», ἂς ἀναζητοῦμε ὄχι δικαιολογίες ἀκηδίας ἀλλὰ συνεχεῖς ἀφορμὲς δοξολογίας τοῦ Ἐμμανουὴλ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου.