Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι οἱ χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων συκοφαντήθηκαν ἀπὸ τοὺς «ἐθνικούς», τοὺς εἰδωλολάτρες, ὡς «φιλοσώματον γένος»· ἔτσι ὀνόμαζε τοὺς χριστιανοὺς ὁ φιλόσοφος Κέλσος, ὁ ὁποῖος ἀκολουθώντας τὸν Πλάτωνα ἀπαξίωνε τὸ σῶμα ὡς «φυλακὴ τῆς ψυχῆς». Προφανῶς εἶχε καταλάβει λίγο καλύτερα ἀπὸ κάποιους χριστιανοὺς τὸ κεντρικὸ μήνυμα τῆς χριστιανικῆς πίστης, ποὺ δὲν εἶναι νεφελώδεις ἠθικολογίες, ἀλλὰ τὸ «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»· εἶχε καταλάβει δηλαδὴ ὅτι οἱ χριστιανοὶ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ σώσουν ὄχι μόνο τὴν ψυχή τους, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα τους.
Νέκρωση ζωοποιὸς
Πράγματι δὲν ὑπάρχει ἄλλη θρησκευτικὴ παράδοση ποὺ νὰ τιμάει τόσο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὅσο ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη. Γιὰ ἐμᾶς ἡ κορυφαία ἐπὶ γῆς συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ γίνεται σὲ ἕνα αἰσθητὸ «Δεῖπνο», ὅπου Ἐκεῖνος καταδέχεται νὰ ἑνωθεῖ μαζί μας διὰ τῆς βρώσεως τοῦ Σώματός του καὶ τῆς πόσεως τοῦ Αἵματός του. Καὶ αὐτὸ κυρίως γίνεται τὴν «Κυριακὴ» ἡμέρα, ποὺ γιορτάζουμε τὴν ἐκ νεκρῶν σωματική του Ἀνάσταση, μὲ τὴν ὁποία μᾶς χάρισε τὴ βεβαιότητα τῆς ἀνάστασης καὶ τῶν δικῶν μᾶς σωμάτων.
Ὅλα αὐτὰ δὲν ἀντιφάσκουν μὲ ὅσα γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Γαλάτες – στοὺς στίχους πρὶν ἀπὸ τὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα- γιὰ τὴν ἀντίθεση μεταξὺ «σαρκὸς» καὶ «πνεύματος». Ἡ «σάρκα» ἐδῶ δὲν ἔχει τὴν ἔννοια τοῦ «σώματος», ἀλλὰ τοῦ ἐγωιστικοῦ φρονήματος, ποὺ καταφρονεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τρέφει τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη. Ἀπαριθμώντας αὐτὰ τὰ «ἔργα τῆς σαρκὸς» ὁ Ἀπόστολος εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ πορνεῖες, μοιχεῖες καὶ ἀσέλγειες περιλαμβάνει καὶ «ἔχθρες, θυμούς, διχοστασίες, αἱρέσεις, φθόνους καὶ φόνους». Καὶ λέει ὅτι ὁ ὑποδουλωμένος σὲ τέτοια πάθη ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ κληρονομήσει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἂν «σταυρώσει τὴ σάρκα του», δηλαδὴ νεκρώσει τὸ σαρκικὸ φρόνημά του, μπορεῖ νὰ ἀνήκει στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία του.
Ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματος
Οἱ λέξεις, βέβαια, «σταύρωση» καὶ «νέκρωση» παραπέμπουν σὲ ἀφασία καὶ ἀκινησία· πρόκειται ὅμως γιὰ ἀκινησία μόνο πρὸς τὴν ἁμαρτία. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀκινησία, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἀναγκαστική, ἀλλὰ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἐλεύθερη ὑπακοὴ στὸ θέλημά του, εἶναι πολὺ γόνιμη· καρποφορεῖ τοὺς πιὸ γλυκεῖς καρπούς: Τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πρῶτος καρπός, «περιεκτικὸς τῶν ἄλλων, ρίζα τους καὶ αἰτία» -κατὰ τὸν Ζιγαβηνὸ- εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἀπὸ αὐτὸν «φυτρώνουν» ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ μακροθυμία, ἡ ἀγαθὴ διάθεση πρὸς ὅλους καὶ ἡ εὐεργετικὴ γι’ αὐτοὺς ἐκδήλωσή της, ἡ ἀξιοπιστία, ἡ πραότητα καὶ ἡ ἐγκράτεια.
Στὴ συνήθη ἔνσταση ὅτι τέτοιες ἀρετὲς συναντᾶμε καὶ σὲ λαοὺς καὶ σὲ ἐποχὲς ποὺ οὔτε κἄν ἄκουσαν περὶ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαντάει ὅτι «πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων» δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Ἕνα καὶ μοναδικὸ ἀληθινὸ Θεὸ κατ’ εἰκόνα του· Αὐτοῦ «καὶ γέvος ἐσμὲν» καὶ -εἴτε συνειδητὰ εἴτε ἀνεπίγνωστα- «ἐν Αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν». Ἑπομένως, ὁποιαδήποτε ἀληθινὴ σοφία καὶ ἀρετὴ ὑπάρχει σὲ ὁποιονδήποτε πολιτισμὸ ὁποιασδήποτε ἐποχῆς, «πάσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον», κατεβαίνει ἀπὸ τὸν Ἕνα Πατέρα τῶν φώτων· ὁπουδήποτε ὑπάρχει ἔστω καὶ ἡ πιὸ μικρὴ ἀκτίνα ἀληθινοῦ Φωτός, ἀπὸ αὐτὸν τὸν μοναδικὸ ἥλιο πηγάζει. Μόνο ποὺ τώρα τελείωσαν «οἱ χρόνοι τῆς ἀγνοίας» καὶ ἀνέτειλε στὸν κόσμο «τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως» στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· καὶ εἶναι τεράστια ἡ εὐθύνη ὅλων τῶν πιστῶν νὰ ζοῦμε «Πνεύματι» καὶ νὰ «στοιχῶμεν Πνεύματι», δηλαδὴ νὰ συμπεριφερόμαστε σύμφωνα μὲ τὰ κελεύσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι μὲ κενοδοξία, φιλονικία καὶ φθόνο, ὥστε καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ἔρχονται στὴν ἐπίγνωση τῆς Μίας Ἀλήθειας, ποὺ χαρίζεται ἐπίσης μόνο διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
«Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε»
Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, τονίζοντας ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀπόκτηση, ἀλλὰ καὶ ἡ μετάδοση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συμβούλευε: «Μοιράζετε τὰ δῶρα τῆς Χάριτος, σὲ ὅποιον τὰ ζητάει. Ἕνα ἀναμμένο κερί, χωρὶς νὰ χάνει ἀπὸ τὴ λάμψη του, ἀνάβει καὶ ἄλλα κεριά. Ἂν ἡ γήινη φωτιὰ ἔχει μία τέτοια ἰδιότητα, τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴ φωτιὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;». Σ’ αὐτὴν ὅμως τὴ μετάδοση τῆς Χάριτος χρειάζεται προσοχὴ καὶ διάκριση, γιατί πολλοὶ πηγαίνοντας νὰ ἀνάψουν τὸ κερὶ τοῦ ἄλλου ἢ τὸν ἔκαψαν ἢ ἔσβησε καὶ τὸ δικό τους κερί. Τέτοιο κίνδυνο ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, προτρέποντας νὰ διορθώνουμε τυχὸν παράπτωμα τοῦ ἄλλου ὄχι χάνοντας τὸν ἔλεγχο, ἀλλὰ μὲ πραότητα, «σφόδρα ἡμέρως» κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, γιὰ νὰ μὴν πέσουμε κι ἐμεῖς σὲ πειρασμό. Τὴν ἴδια μακροθυμία πρέπει νὰ ἔχουμε κι ὅταν χρειάζεται ὄχι νὰ διορθώσουμε, ἀλλὰ ἁπλῶς νὰ «σηκώσουμε» τὸ ἐλάττωμα τοῦ ἄλλου. «Ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς ἐλαττώματα;» ρωτάει ρητορικὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης. «Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει, τότε ὑπόμεινε ἐσὺ τὸ ἐλάττωμα τοῦ ἄλλου, γιὰ νὰ ὑπομείνει κι ἐκεῖνος τὸ δικό σου». «Ἔτσι θὰ ἐκπληρώσετε τὸν νόμο τοῦ Χριστοῦ», καταλήγει ὁ Παῦλος, ποὺ εἶναι ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης.