Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἀλλὰ δέξου, παρακαλῶ, μὲ κατανόησιν τὸν λόγον μου μήπως ἠμπορῶ, ἐνῶ περιστρέφομαι μέσα εἰς τὴν ζάλην καὶ τὸν θόρυβον, νὰ διαποιμαίνω καὶ νὰ συντηρῶ κατὰ τὸν ἁρμόζοντα τρόπον τὸ ποίμνιον; Ἤμουν ὁ πιὸ φιλάνθρωπος μεταξὺ τῶν προβάτων (ἐὰν δὲν στενοχωρεῖσαι νὰ τὸ εἴπω), ὅταν ἤμουν ἕν ἁπλὸ μέλος τοῦ ἀνευθύνου ποιμνίου, ἢ ὅταν ἤμουν ἕνας ἁπλὸς ἱερεὺς μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὅταν ἀξιώθηκα νὰ εἰσέλθω τὸ πρῶτον εἰς τὴν ὑπεύθυνον πνευματικὴν ἡγεσίαν. Τώρα μὲν ἔχεις ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐποθοῦσες, μὲ ἔχεις κάτω ἀπὸ τὰ χέρια σου καὶ ἔχεις νικήσει τὸν ἀνίκητον. Καὶ ὁρίστε τώρα, μαζὶ μὲς τὰ ἄλλα, καὶ ὁ λόγος τὸν ὁποῖον ἐνσυνειδήτως ἐπεδίωκες καὶ τὸν ὁποῖον ἐπαινοῦσες καὶ ταυτοχρόνως κατέκρινες τὸ ὅτι παρέμενεν ἀργὸς καὶ ἀχρησιμοποίητος μὲ πολλοὺς καὶ συχνοὺς μύδρους εἰς τοὺς λόγους σου.

  • !

    Εἰπέ μου, εἰς ποῖα λιβάδια πρέπει νὰ ὁδηγῶ τὰ ποίμνια καὶ εἰς ποίας πηγάς, καὶ ποῖα λιβάδια ἢ ποίας πηγὰς πρέπει νὰ ἀποφεύγω. Ποίους πρέπει νὰ ποιμαίνω μὲ τὴν βακτηρίαν καὶ ποίους μὲ τὴν φλογέραν. Πότε πρέπει νὰ πηγαίνω τὰ ποίμνια εἰς τὴν βοσκὴν καὶ πότε νὰ τὰ φέρνω πίσω. Πῶς πρέπει νὰ πολεμῶ τοὺς λύκους καὶ νὰ μὴ πολεμῶ τοὺς ποιμένας, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν παροῦσαν περίστασιν, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ ποιμένες ἔχουν γίνει ἄφρονες καὶ ἔχουν διασκορπίσει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὴν βοσκὴν (Ἱερ. 10,21), διὰ νὰ θρηνήσω ὅπως ἀκριβῶς ἐθρήνησαν καὶ οἱ ἅγιοι προφῆται. Πῶς θὰ ἐνισχύσω τὸ ἀδύνατον καὶ θὰ σηκώσω πάλιν ὄρθιον ἐκεῖνο ποὺ ἔπεσεν, καὶ θὰ φέρω πίσω ἐκεῖνο ποὺ ἔχει πλανηθεῖ, καὶ θὰ ἀναζητήσω αὐτὸ ποὺ ἔχει χαθεῖ καὶ θὰ διαφυλάξω τὸ ἰσχυρόν. Πῶς θὰ τὰ μάθω αὐτὰ καὶ πῶς θὰ τὰ διαφυλάξω συμφώνως πρὸς τὴν ὀρθὴν μέθοδον διαποιμάνσεως καὶ τὴν ἰδικήν σου, διὰ νὰ μὴ γίνω κακὸς ποιμήν, τρώγων τὸ γάλα καὶ ἐνδυόμενος τὰ μαλλιά, κατασφάζων τὰ παχύτερα πρόβατα ἢ πωλῶν αὐτὰ καὶ ἐγκαταλείπων τὰ ὑπόλοιπα εἰς τὰ θηρία καὶ τοὺς κρημνούς, καὶ φροντίζων περισσότερον διὰ τὸν ἑαυτόν μου παρὰ διὰ τὰ πρόβατα, πρᾶγμα διὰ τὸ ὁποῖον ἐκατηγοροῦντο οἱ παλαιοὶ ἡγέτες τοῦ Ἰσραὴλ (Ἰεζεκ. 34,2ἑ.).

Λόγος Θ, Ἀπολογητικὸς εἰς πατέρα καὶ Βασίλειον

Λόγος Θ΄ – Ἀπολογητικὸς εἰς τὸν ἑαυτοῦ πατέρα Γρηγόριον, συμπαρόντως αὐτῷ Βασιλείου, ἡνίκα ἐπίσκοπος ἐχειροτονήθη

1. Πάλιν χρίομαι καὶ πάλιν μὲ ἐπισκέπτεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ πάλιν προχωρῶ λυπημένος καὶ σκυθρωπός. Ἴσως νὰ ἀπορεῖτε. Καὶ ὁ Ἠσαΐας(Ἠσ. 6,1ἑ.), προτοῦ μὲν νὰ ἴδει τὴν δόξα τοῦ Κυρίου καὶ τὸν θρόνον τὸν ὑψηλὸν καὶ ὑπερήφανον καὶ τὰ σεραφεὶμ γύρω ἀπὸ αὐτόν, δὲν λέγει τίποτε παρόμοιον, οὔτε ἀπομακρύνεται ἀπὸ ἀνυπομονησία, οὔτε φοβᾶται. ἀλλὰ κατακρίνει μὲν τὸν Ἰσραήλ, δικαιολογεῖ δὲ καὶ ὑπερασπίζεται τὸν ἑαυτόν του, ἐπειδὴ δὲν εὐθύνεται διὰ τίποτε. Ἀφοῦ δὲ εἶδε τὰ πράγματα αὐτά, καὶ ἤκουσε τὴν ἁγίαν καὶ μυστικὴν φωνήν, ὡσὰν νὰ εἶχε συναισθανθεῖ κάτι ἀνώτερον ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, λέγει: Ὢ πόσον ταλαίπωρος εἶμαι ἐγὼ διότι ἔχω λυπηθεῖ πολύ\”, καὶ ὅσα λέγει ἐν συνέχειᾳ (τὰ ὁποῖα παραλείπω), διὰ νὰ μὴ φανῶ ὑπερήφανος καὶ ἀσεβής. Εὑρίσκω δὲ καὶ τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον κριτὴν Μανωὲ καὶ κατόπιν τὸν Πέτρον, τὸ στήριγμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸν μὲν πρῶτον νὰ λέγει: \”ἔχομεν χαθεῖ γυναίκα. εἴδαμεν τὸν Θεόν!\” (Κριτ. 13,22 ἑ.), ἐπειδὴ εἶδεν ὅραμα τὸ ὁποῖον ξεπερνοῦσε τὴν φύσιν καὶ τὴν δύναμίν του. τὸν δὲ δεύτερον, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπέφερε τὴν πρόνοιαν καὶ τὴν ἐνέργειαν τοῦ Σωτῆρος, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐπιδείξει κατὰ τὸ ψάρεμα εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἦσαν μαζί του, καὶ διὰ τοῦτο ἔνιωθε, βεβαίως, θαυμασμόν, ἀλλὰ τὸν ἀπέπεμπεν ἀπὸ τὸ πλοῖον μὲ τὴν δικαιολογίαν ὅτι δὲν ἦτο ἄξιος νὰ τοῦ παρουσιασθεῖ καὶ νὰ τοῦ ὁμιλήσει ὁ Θεὸς (Λουκ. 5,8 ἑ).

2. Ὅταν ἀκούω δὲ καὶ τὸν ἑκατόνταρχον εἰς τὰ εὐαγγέλια, νὰ ἀπαιτεῖ μὲν τὴν δύναμιν, ἀλλὰ νὰ μὴ ζητεῖ τὴν παρουσίαν, ἐπειδὴ τάχα δὲν ἐχωροῦσε ἡ οἰκία του τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν τιμὴν του (Ματθ. 8,8), δὲν ἠμπορῶ νὰ κατηγορήσω τὸν ἑαυτόν μου διὰ τὴν δειλίαν μου αὐτὴν καὶ διὰ τὴν μελαγχολίαν μου. Διότι τὴν μὲν ἀδυναμίαν τοῦ ὀφθαλμοῦ τὴν φανερώνει ὁ ἥλιος, τὴν δὲ ἀσθένειαν τῆς ψυχῆς τὴν φανερώνει ὁ Θεός, ὅταν παρουσιασθεῖ. Καὶ δι\’ ἄλλους μὲν εἶναι φῶς, δι\’ ἄλλους δὲ φωτιά, ἀναλόγως πρὸς τὸ ὑλικὸν καὶ τὰς ἰδιότητας τὰς ὁποίας διαθέτουν οὗτοι. Ποία εἶναι ἡ γνώμη μας διὰ τὸν Σαούλ; Διότι ἔλαβε τὸ χρίσμα καὶ τοῦ μετεδόθη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἔγινε τότε πνευματικὸς – ἐγὼ τουλάχιστον δὲν θὰ ἠμποροῦσα νὰ τὸ ὀνομάσω διαφορετικὰ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα – καὶ ἐπροφήτευσεν, καὶ ἔτσι παρ\’ ἐλπίδα, καὶ μολονότι τοῦτο δὲν ἦτο φυσικόν, ἔγινε ἐκεῖνο τὸ θαῦμα. \”Συγκαταλέγεται δὲ καὶ ὁ Σαοὺλ εἰς τοὺς προφῆτας\”(Α΄ Βασ. 10,12), πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἀκούγεται καὶ λέγεται ἀκόμη καὶ σήμερα; Ἐπειδὴ δὲ δὲν προσέφερεν ὁλόκληρον τὸν ἑαυτὸν του εἰς τὸ Πνεῦμα καὶ ἐπειδὴ δὲν μετεβλήθη πραγματικὰ εἰς ἄλλον ἄνθρωπον, ὅπως εἶχε καθῆκον, ἀλλὰ παρέμεινεν εἰς αὐτὸν ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν παλαιὰν σπίθα τῆς κακίας καὶ τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ὑπῆρχε μέσα του μάχη μεταξὺ σαρκὸς καὶ πνεύματος. Ἀλλὰ δὲν χρειάζεται νὰ διεκτραγωδήσει κανεὶς ὅλα ὅσα ἔχουν σχέσιν μὲ αὐτόν. Γνωρίζετε τὸ ἀντίθετον ἐκεῖνο πνεῦμα καὶ τὸν ψαλμωδόν, ὁ ὁποῖος τὸν διεσκέδαζεν (Α΄ Βασ. 16,14ἑ.). Ὅμως ἐκεῖνο γίνεται φανερὸν καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι, ἔστω καὶ ἂν ἡ χάρις δὲν πλησιάζει τοὺς ἀναξίους καὶ τὸ ὄργανον δὲν εἶναι πονηρὸν καὶ ἐντελῶς ἀκατάλληλον (διότι ἔχει λεχθεῖ μὲ σαφήνειαν ὅτι εἰς ψυχὴν πονηρὰν δὲν θὰ εἰσέλθει σοφία [Σοφ. Σολομ.1,4], πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἐγὼ πιστεύω), εἶναι ἔργον ἐξ ἴσου σπουδαῖον κατ\’ ἐμέ, τὸ νὰ διατηρήσει κανεὶς τὴν ἀξίαν καὶ τὴν ἁρμονίαν μὲ τὸ νὰ ταιριάσει καλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴν καὶ νὰ γίνει ἄξιος δι\’ αὐτὴν (τὴν χάριν) λόγῳ τοῦ μεταβλητοῦ καὶ τῆς ἀσταθείας τῶν ἀνθρωπίνων συνηθειῶν καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἐπειδή, βεβαίως, πολλὰς φορὰς ἡ ἴδια ἡ χάρις, διὰ νὰ ἀναφέρω τὸ χειρότερον καὶ τὸ πλέον παράδοξον ἀπὸ τὰ κακά μας, ἀφοῦ δημιουργήσει ὑπερηφάνειαν καὶ ἀνεβάσει ὑψηλά, καταρρίπτει καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν ἐπλησίασαν ἐπαξίως, καὶ ἔτσι καταπίπτομεν ἐξ αἰτίας τῆς ἐπάρσεώς μας, διὰ νὰ παρουσιασθεῖ εἰς ὅλην τὴν ἔκτασίν της ἡ φρίκη τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία μᾶς θανατώνει χρησιμοποιοῦσα ὡς ὄργανον τὸ ἀγαθὸν (Ρωμ. 7,13).

3. Αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μοὺ ἐπροξένησαν φόβον καὶ μὲ ἐγέμισαν μὲ πικρίαν καὶ λύπην, καὶ μὲ ἔκαμαν νὰ πάθω κάτι παρόμοιον μὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο παθαίνουν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὰς ἀστραπάς· νὰ νιώθουν δηλαδὴ ταυτόχρονα εὐχαρίστησιν καὶ τρόμον ἀπὸ τὸ θέαμα. Διότι κι ἐγὼ ἔνιωσα ταυτόχρονα ἀγάπην καὶ φόβον διὰ τὸ Πνεῦμα. Καὶ ἐχρειάσθηκα ὁρισμένον χρονικὸν διάστημα διὰ νὰ στραφῶ πρὸς τὸν ἑαυτόν μου, νὰ ἀνανήψω καὶ νὰ γίνω περισσότερον σταθερὸς καὶ καλύτερος, διὰ νὰ νικήσει καθαρὰ τὸ Πνεῦμα, ἀφοῦ εἶχε πλέον ἀπομακρυνθεῖ ὁ προξενὼν τὴν λύπην διάβολος (ὅπως τὰ ζιζάνια ὅταν εἶναι ἀκόμη μικρά), καὶ ἀφοῦ οἱ πονηροὶ λογισμοὶ εἶχαν ὑποχωρήσει πρὸ τῶν ὑψηλοτέρων, διὰ νὰ μὲ παραλάβει εἰς τὴν ὑπηρεσίαν καὶ τὰ ἔργα του, εἰς τὴν διαπαιδαγώγησιν αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, εἰς τὴν διακυβέρνησιν ψυχῶν, εἰς τὴν διδασκαλίαν μὲ τὸν λόγον, μὲ τὰ ἔργα καὶ μὲ τὸ παράδειγμα, μὲ τὰ ὅπλα τῆς δικαιοσύνης τὰ δεξιὰ καὶ τὰ ἀριστερὰ (Β΄ Κορ. 6,7), εἰς τὴν σωστὴν διαποίμανσιν, ἡ ὁποία ἀποσπᾶ ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ προσεγγίζει πρὸς τὸν Θεόν, καταναλώνει τὸ σῶμα καὶ τὸ προσθέτει εἰς τὸ Πνεῦμα, ἀποφεύγει τὸ σκοτάδι καὶ χαίρεται εἰς τὸ φῶς, ἐκδιώκει τὰ θηρία, συγκεντρώνει τὸ ποίμνιον, προφυλάσσει ἀπὸ κρημνοὺς καὶ ἐρημίας καὶ ἀνεβάζει εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ ὕψη. Δι\’ αὐτὰ νομίζω ὅτι ὁμιλεῖ καὶ ὁ θαυμάσιος Μιχαίας, ὅταν προσπαθεῖ νὰ μᾶς σύρει ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ ὕψη τῆς πίστεως μὲ τοὺς λόγους: \”Προσεγγίσατε τὰ αἰώνια ὄρη. Σήκω καὶ βάδιζε, διότι δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἀναπαυθεῖς αὐτοῦ\” (Μιχ. 2,10), ἔστω καὶ ἂν νομίζουν ὁρισμένοι ὅτι ἠμποροῦν νὰ ἀναπαυθοῦν πεσμένοι κάτω εἰς τὴν γῆν καὶ βλέποντας πρὸς τὰ κάτω.

4. Αὐτὸν τὸν τρόπον διαποιμάνσεως νὰ μὲ διδάξετε λοιπόν, ὦ φίλοι, ποιμένες καὶ συμποιμένες μου. Αὐτῆς τῆς διαποιμάνσεως τὰ μυστικὰ νὰ μοῦ δώσετε, καὶ ἰδίως σὺ (1), ὁ κοινὸς Πατὴρ ὅλων, ὁ ὁποῖος ἔχεις διαπαιδαγωγήσει καὶ ἔχεις ἀλλάξει ἐντελῶς πάρα πολλοὺς ποιμένας μέχρι τώρα, σύ, ὁ ὁποῖος ὑπέβαλλες εἰς δοκιμασίαν τὸν ἀσκητικὸν τρόπον ζωῆς μου καὶ ὁ ὁποῖος μὲ κρίνεις. Ἀλλὰ δέξου, παρακαλῶ, μὲ κατανόησιν τὸν λόγον μου μήπως ἠμπορῶ, ἐνῶ περιστρέφομαι μέσα εἰς τὴν ζάλην καὶ τὸν θόρυβον, νὰ διαποιμαίνω καὶ νὰ συντηρῶ κατὰ τὸν ἁρμόζοντα τρόπον τὸ ποίμνιον; Ἤμουν ὁ πιὸ φιλάνθρωπος μεταξὺ τῶν προβάτων (ἐὰν δὲν στενοχωρεῖσαι νὰ τὸ εἴπω), ὅταν ἤμουν ἕν ἁπλὸ μέλος τοῦ ἀνευθύνου ποιμνίου, ἢ ὅταν ἤμουν ἕνας ἁπλὸς ἱερεὺς μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὅταν ἀξιώθηκα νὰ εἰσέλθω τὸ πρῶτον εἰς τὴν ὑπεύθυνον πνευματικὴν ἡγεσίαν. Τώρα μὲν ἔχεις ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐποθοῦσες, μὲ ἔχεις κάτω ἀπὸ τὰ χέρια σου καὶ ἔχεις νικήσει τὸν ἀνίκητον. Καὶ ὁρίστε τώρα, μαζὶ μὲς τὰ ἄλλα, καὶ ὁ λόγος τὸν ὁποῖον ἐνσυνειδήτως ἐπεδίωκες καὶ τὸν ὁποῖον ἐπαινοῦσες καὶ ταυτοχρόνως κατέκρινες τὸ ὅτι παρέμενεν ἀργὸς καὶ ἀχρησιμοποίητος μὲ πολλοὺς καὶ συχνοὺς μύδρους εἰς τοὺς λόγους σου.

5. Ἀλλὰ ἔχω νὰ εἴπω κάτι ἐναντίον τῆς ἀγάπης αὐτῆς. Ποῖος ἀπὸ τοὺς κοινοὺς φίλους θὰ μὲ κρίνει; Ἢ ποιὸς θὰ γίνει ἀδέκαστος κριτής, διὰ νὰ ἐκδώσει τὴν σωστὴν ἀπόφασιν, χωρὶς νὰ πάθει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο παθαίνουν οἱ πολλοί, νὰ μεροληπτήσει δηλαδὴ εἰς τὴν κρίσιν του; Μὲ προτρέπεις νὰ ἀναφέρω τὴν κατηγορίαν, χωρὶς νὰ μοῦ ἐπιτεθεῖς μετὰ μὲ τὸν λόγον; Ἀκούσθηκε καὶ ἀπὸ ἐσέ, ὦ θαυμάσιε, κάτι ἄγνωστον εἰς ἐμέ, πραγματικὰ ἄγνωστον καὶ ἀδύνατον νὰ γίνει πιστευτόν, καὶ τὸ ὁποῖον ποτὲ πιὰ πρὶν δὲν εἶχε ἀκουσθεῖ δι\’ ἐμέ. Ὅτι τάχα δὲν ἐπείσθησα, ἀλλὰ ἐξαναγκάσθηκα. Ὦ πρᾶγμα παράδοξον! Πῶς ἔχουν γίνει τὰ πάντα παράδοξα! Καὶ πόσον μὲ ἐξεχώρισες! Τί θέλεις νὰ ἀναφέρω, τὸν θρόνον ἢ τὸ μεγαλεῖον τῆς χάριτος; Ὅμως πήγαινε μπροστὰ καὶ κέρδιζε ἐπιτυχίας καὶ βασίλευε (Ψαλμ. 44, 5) καὶ ποίμαινε ἐμᾶς τοὺς ποιμένας. Διότι εἴμεθα πρόθυμοι νὰ σὲ ἀκολουθήσωμεν καὶ νὰ ὁδηγούμεθα ἀπὸ τὴν διαποίμανσίν σου τὴν ὑψηλὴν καὶ ἔνθεον. Διότι θὰ εἶναι ἀληθὲς ὅ,τι καὶ ἂν εἴπω (δι\’ αὐτὴν) ἔστω καὶ ἂν ἐτόλμησα νὰ πράξω κάτι παράνομον παρακινούμενος ἀπὸ ἀγάπην. Δίδαξε μὲ τὴν ἀγάπην σου διὰ τὸ ποίμνιον, τὴν ἐπιμέλειαν καὶ τὴν σύνεσίν σου, τὴν φροντίδα, τὰς ἀγρυπνίας, τὴν ὑποχώρησιν τῶν ἀπαιτήσεων τῆς σαρκὸς πρὸ τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ πνεύματος, τὰς καλυτέρας δυνάμεις τοῦ σώματός σου, τὸ ὁποῖον ἀποκάμνει διὰ τὸ ποίμνιον, τὴν προθυμίαν διὰ τὴν πραότητα, τὴν γαλήνην καὶ τὴν ἠρεμίαν εἰς τὴν πράξιν (πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δὲν συναντᾶται σὲ πολλοὺς καὶ τοῦ ὁποίου τὰ παραδείγματα εἶναι ὀλίγα), τοὺς ἀγώνας πρὸς χάριν τοῦ ποιμνίου καὶ τὰς νίκας τὰς ὁποίας ἔχεις κερδίσει διὰ τὸν Χριστόν.

6. Εἰπέ μου, εἰς ποῖα λιβάδια πρέπει νὰ ὁδηγῶ τὰ ποίμνια καὶ εἰς ποίας πηγάς, καὶ ποῖα λιβάδια ἢ ποίας πηγὰς πρέπει νὰ ἀποφεύγω. Ποίους πρέπει νὰ ποιμαίνω μὲ τὴν βακτηρίαν καὶ ποίους μὲ τὴν φλογέραν. Πότε πρέπει νὰ πηγαίνω τὰ ποίμνια εἰς τὴν βοσκὴν καὶ πότε νὰ τὰ φέρνω πίσω. Πῶς πρέπει νὰ πολεμῶ τοὺς λύκους καὶ νὰ μὴ πολεμῶ τοὺς ποιμένας, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν παροῦσαν περίστασιν, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ ποιμένες ἔχουν γίνει ἄφρονες καὶ ἔχουν διασκορπίσει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὴν βοσκὴν (Ἱερ. 10,21), διὰ νὰ θρηνήσω ὅπως ἀκριβῶς ἐθρήνησαν καὶ οἱ ἅγιοι προφῆται. Πῶς θὰ ἐνισχύσω τὸ ἀδύνατον καὶ θὰ σηκώσω πάλιν ὄρθιον ἐκεῖνο ποὺ ἔπεσεν, καὶ θὰ φέρω πίσω ἐκεῖνο ποὺ ἔχει πλανηθεῖ, καὶ θὰ ἀναζητήσω αὐτὸ ποὺ ἔχει χαθεῖ καὶ θὰ διαφυλάξω τὸ ἰσχυρόν. Πῶς θὰ τὰ μάθω αὐτὰ καὶ πῶς θὰ τὰ διαφυλάξω συμφώνως πρὸς τὴν ὀρθὴν μέθοδον διαποιμάνσεως καὶ τὴν ἰδικήν σου, διὰ νὰ μὴ γίνω κακὸς ποιμήν, τρώγων τὸ γάλα καὶ ἐνδυόμενος τὰ μαλλιά, κατασφάζων τὰ παχύτερα πρόβατα ἢ πωλῶν αὐτὰ καὶ ἐγκαταλείπων τὰ ὑπόλοιπα εἰς τὰ θηρία καὶ τοὺς κρημνούς, καὶ φροντίζων περισσότερον διὰ τὸν ἑαυτόν μου παρὰ διὰ τὰ πρόβατα, πρᾶγμα διὰ τὸ ὁποῖον ἐκατηγοροῦντο οἱ παλαιοὶ ἡγέτες τοῦ Ἰσραὴλ (Ἰεζεκ. 34,2ἑ.). Αὐτὰ νὰ μὲ διδάσκετε καὶ μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους νὰ μὲ στηρίζετε, μὲ αὐτὰ τὰ παραγγέλματα νὰ μὲ ποιμένετε καὶ νὰ ποιμένετε μαζί μου, καὶ νὰ σώζετε, ὅπως μὲ τὴν διδασκαλίαν ἔτσι καὶ μὲ τὰς εὐχὰς καὶ ἐμένα καὶ τὸ ἱερὸν αὐτὸ ποίμνιον, διὰ νὰ πορεύομαι μὲ ἀσφάλειαν καὶ διὰ νὰ ἠμπορεῖτε νὰ νὰ ὑπερηφανεύεσθε δι\’ αὐτὸ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐλεύσεως καὶ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ ἀρχιποιμένος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου καὶ μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τὸν Παντοκράτορα Πατέρα μαζὶ μὲ τὸ ἅγιον Πνεῦμα καὶ τώρα καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμὴν

[1]: Καὶ εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο στρέφεται ὁ Γρηγόριος πρὸς τὸν πατέρα του καὶ τοῦ ἀπευθύνει τοὺς παρακάτω λόγους.

Πρωτότυπο Κείμενο

 ΛΟΓΟΣ Θ.

Ἀπολογητικὸς εἰς τὸν ἑαυτοῦ πατέρα Γρηγόριον͵ συμπαρόντος αὐτῷ Βασιλείου͵ ἡνίκα ἐπίσκοπος ἐχειροτονήθη Σασίμων.

Α. Πάλιν ἐπ΄ ἐμὲ χρίσμα καὶ Πνεῦμα· καὶ πάλιν ἐγὼ πενθῶν καὶ σκυθρωπάζων πορεύομαι. Θαυμάζετε ἴσως· καὶ Ἡσαΐας͵ πρὶν μὲν ἰδεῖν τὴν δόξαν Κυρίου͵ καὶ τὸν θρόνον τὸν ὑψηλόν τε καὶ ἐπηρ μένον͵ καὶ τὰ περὶ αὐτὸν σεραφὶμ͵ οὐδὲν τοιοῦτον φθέγγεται͵ οὔτε ἀποδυσπετεῖ͵ οὔτε δέδοικεν· ἀλλὰ τοῦ μὲν Ἰσραὴλ καταβοᾷ͵ ἑαυτοῦ δὲ φείδεται καὶ ἀπέχεται͵ ὡς οὐδὲν ὑπαιτίου. Ἐπεὶ δὲ ταῦτ΄ εἶδε͵ καὶ τῆς φωνῆς ἤκουσε τῆς ἁγίας καὶ μυστικῆς͵ ὥσ περ τι μᾶλλον ἑαυτοῦ συναισθόμενος· Ὢ τάλας͵ φησὶν͵ ἐγὼ͵ ὅτι κατανένυγμαι͵ καὶ ὅσα ἑξῆς τοῦ λόγου͵ ἵνα φύγω τὴν βλασφημίαν. Εὑρίσκω δὲ καὶ Μανωὲ τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον ἐν τοῖς κριταῖς͵ καὶ Πέτρον ὕστερον͵ τὸ τῆς Ἐκκλησίας ἔρεισμα· τὸν μὲν͵ Ἀπολώλαμεν͵ ὦ γύναι͵ῃ λέγοντα͵ Θεὸν ἑωράκαμεν͵ῃ ἐπειδὴ κρείττονος ὄψεως ᾔσθετο ἢ κατὰ τὴν ἑαυτοῦ φύσιν καὶ δύναμιν· τὸν δὲ οὐκ ἐνεγκόντα τὴν τοῦ Σωτῆρος ἐπιστασίαν τε καὶ ἐνέργειαν͵ ἣν ἐν τῇ ἁλείᾳ τοῖς συμπλέουσιν ἐπεδείξατο͵ καὶ διὰ τοῦτο θαυμάζοντα μὲν͵ ἀποπέμποντα δὲ τοῦ πλοίου͵ καὶ τὴν αἰτίαν προστιθέντα͵ ὅτι μὴ εἴη ἄξιος θείας ἐπιφανείας καὶ ὁμιλίας.

Β. Καὶ τοῦ ἑκατοντάρχου δὲ ὅταν ἀκούω ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις͵ τὴν μὲν δύναμιν ἀπαιτοῦντος͵ τὴν δὲ παρουσίαν παραιτουμένου͵ ὡς οὐ χωρούσης αὐτοῦ τῆς στέγης θεῖον ἀξίωμά τε καὶ μέγεθος͵ οὐκ ἔχω μέμφεσθαι τῆς δειλίας ἐμαυτὸν ταύτης καὶ τῆς σκυθρωπότητος. Ὀφθαλμοῦ μὲν γὰρ ἀτονίαν ἥλιος͵ ψυ χῆς δὲ ἀῤῥωστίαν ἐλέγχει Θεὸς ἐπιδημῶν· καὶ τοῖς μέν ἐστι φῶς͵ τοῖς δὲ πῦρ͵ ἑκάστῳ κατὰ τὴν ὑποκειμένην ὕλην τε καὶ ποιότητα. Τί ὑπολαμβάνο μεν περὶ τοῦ Σαούλ; Ἐχρίσθη μὲν γὰρ͵ καὶ μετέσχε τοῦ Πνεύματος͵ καὶ ἦν τότε πνευματικὸς͵ οὐδ΄ ἂν ἐγὼ περὶ αὐτοῦ φαίην ἑτέρως͵ ἀλλὰ καὶ προεφήτευ σε͵ καὶ οὕτω παρ΄ ἐλπίδα καὶ τὸ εἰκὸς͵ ὥστε καὶ παροιμίαν γενέσθαι τὸ θαῦμα ἐκεῖνο· Εἰ καὶ Σαοὺλ ἐν προφήταις;ῃ εἰς ἔτι καὶ νῦν λεγόμενόν τε καὶ ἀκουόμενον. Ἐπεὶ δὲ οὐχ ὅλον ἑαυτὸν ἐμπαρέσχε τῷ Πνεύματι͵ οὐδὲ ἐστράφη καθαρῶς εἰς ἄνδρα ἄλλον͵ ὡς κεχρημάτιστο͵ ἀλλ΄ ἐνέμεινέ τι τοῦ παλαιοῦ τῆς κακίας σπινθῆρος͵ καὶ τοῦ πονηροῦ σπέρματος͵ καὶ ἦν ἐν αὐτῷ μάχη πνεύματος καὶ σαρκός· τί χρὴ πάντα ἐκτραγῳδεῖν τὰ ἐκείνου; ἴστε τὸ ἐναντίον πνεῦμα͵ καὶ τὸν ψάλτην͵ ᾧ κατεπῄδε το. Πλὴν ἐκεῖνο κἀντεῦθεν γνώριμον͵ ὅτι͵ κἂν μὴ τῶν ἀναξίων ἡ χάρις ἅπτηται͵ μηδὲ πονηροῦ καὶ ἀναρμόστου παντελῶς τοῦ ὀργάνου (εἰς γὰρ κακότεχνον ψυχὴν μὴ εἰσελεύσεσθαι σοφίαν εἴ ρηται καλῶς͵ κἀγὼ πείθομαι)͵ ἀλλὰ φυλάξαι γε τὴν ἀξίαν καὶ τὴν ἁρμονίαν͵ ὡς ὁ ἐμὸς λόγος͵ ἔργον οὐκ ἔλαττον͵ ἢ ἀπαρχῆς ἁρμοσθῆναι καλῶς καὶ ἀξιωθῆ ναι͵ διὰ τὸ τρεπτὸν καὶ ἀλλοιωτὸν τῆς ἀνθρωπίνης ἕξεώς τε καὶ φύσεως· ᾧ γε καὶ ἡ χάρις αὐτὴ πολλάκις͵ ἵν΄ εἴπω τῶν ἡμετέρων κακῶν τὸ σχετλιώ τατόν τε καὶ παραδοξότατον͵ τύφον ἐμποιήσασα καὶ μετεωρίσασα͵ κατήνεγκεν ἀπὸ Θεοῦ τοὺς οὐ καλῶς προσεγγίσαντας͵ καὶ κατεβλήθημεν ἐν τῷ ἐπαρ θῆναι͵ ἵνα γένηται καθ΄ ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία͵ διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θά νατον.

Γ. Ταῦτά ἐστιν͵ ἃ ἐγὼ δεδοικὼς͵ πικρίας ἐν επλήσθην καὶ κατηφείας͵ καί τι τοιοῦτον ἔπαθον͵ οἷον πρὸς τὰς ἀστραπὰς οἱ παῖδες͵ ἡδονὴν ἐκπλήξει μι γνύντες ἐκ τοῦ θεάματος· ἠγάπησά τε ὁμοῦ τὸ Πνεῦμα͵ καὶ ἐφοβήθην· καὶ χρόνου τινὸς ἐδεήθην͵ εἰς ἐμαυτὸν συστραφεὶς͵ ἐκνῆψαι καὶ γενέσθαι τῆς ἀσφαλεστέρας μοίρας καὶ κρείττονος͵ ἵνα͵ τοῦ λυποῦντος ὑπεξελθόντος͵ ὥσπερ ζιζανίων ἐν σπέρμα τι͵ καὶ τῶν φαύλων λογισμῶν εἰξάντων τοῖς ἀμείνοσι͵ νικήσῃ καθαρῶς τὸ Πνεῦμα͵ καί με λαβὸν ἔχῃ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ διακονίαν καὶ λειτουργίαν͵ πρὸς τὸν καταρτισμὸν τοῦ λαοῦ τούτου͵ πρὸς ψυχῶν κυβέρνησιν͵ πρὸς διδασκαλίαν τὴν ἐν λόγῳ͵ καὶ τὴν ἐν ἔργῳ͵ καὶ ὑποδείγματι͵ διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν͵ πρὸς ποιμαντικὴν εὔθετον͵ ἀποσπῶσαν κόσμου͵ Θεῷ προσάγουσαν͵ δαπανῶσαν σῶμα͵ πνεύματι προστιθεῖσαν͵ σκότος φεύγουσαν͵ φωτὶ χαίρουσαν͵ θῆρας ἐλαύνουσαν͵ μάνδραν συνάγουσαν͵ κρημνοὺς φυλασσομένην καὶ ἐρημίας͵ ὄρεσι καὶ ὕψεσι προσελαύνουσαν. Περὶ ὧν μοι δοκεῖ καὶ ὁ θαυμασιώτατος Μιχαίας λέγειν͵ χαμόθεν ἡμᾶς ἀνέλκων ἐπὶ τὰ ἡμέτερα ὕψη· Ἐγγίσατε ὄρεσιν αἰωνίοις. Ἀνάστα καὶ πορεύου͵ ὅτι οὐκ ἔστι σοι αὕτη ἀνάπαυσις͵ κἂν δοκῇ τισιν εἶναι τὰ χα μαιπετῆ καὶ κάτω στρεφόμενα.

Δ. Ταύτην με διδάξατε τὴν ποιμαντικὴν͵ ὦ φίλοι λοιπὸν ἐμοὶ ποιμένες καὶ συμποιμένες. Ταύτης δότε μοι τὰ συνθήματα͵ σύ τε ὁ κοινὸς Πατὴρ͵ καὶ πολλοὺς τῷ χρόνῳ καταρτίσας καὶ παραμείψας ποιμένας͵ σύ τε ὁ τῆς ἐμῆς φιλοσοφίας βασανιστὴς καὶ κριτής. Ἀλλ΄ (ὅπως μοι φιλοσόφως δέξῃ τὸν λόγον)͵ ἢ δυνάμεθα͵ καὶ ἐν μέσῃ ζάλῃ στρεφόμε νοι καὶ περιηχούμενοι͵ ποιμαίνειν ἐπιστημόνως͵ καὶ ἐκτρέφειν τὸ ποίμνιον; Ὁ φιλανθρωπότερος ἐν προβάτοις (εἰ μή μοι δυσχεραίνῃς)͵ ἡνίκα τῆς ἀλόγου νομῆς μετείχομεν͵ ἢ ἐν ποιμέσιν͵ ἡνίκα τῆς πνευματικῆς ἠξιώθημεν. Ἔχεις μὲν͵ ὅπερ ἐπό θεις͵ ὑπὸ χεῖρας ἡμᾶς͵ καὶ νενίκηκας τὸν ἀήττητον· καὶ ἰδού σοι μετὰ καὶ τῶν ἄλλων ὁ λόγος͵ ὃν εἰδὼς ἐπεζήτεις͵ καὶ ὃν ἐπαινῶν͵ ἔβαλλες ἀργοῦντα πολλαῖς τῶν σῶν λόγων καὶ πυκναῖς ταῖς νιφά σιν.

Ε. Ἀλλ΄ ἔχω τι τῇ φιλίᾳ καὶ μέμψασθαι· τίς δικά σει μοι τῶν κοινῶν φίλων; ἢ τίς ἀδέκαστος ἔσται κριτὴς͵ ἵνα τὴν δικαίαν ἐνέγκῃ ψῆφον͵ ἀλλὰ μὴ τὸ τῶν πολλῶν πάθῃ͵ καὶ λάβῃ ἐν κρίσει πρόσωπον; Εἴπω κελεύεις τὴν μέμψιν͵ καὶ οὐκ ἐπαφήσεις μοι πάλιν τὸν λόγον; Ἐγένετό τι καὶ σοὶ πρὸς ἡμᾶς ἀπόῤῥητον, ὦ θαυμάσιε, πρᾶγμα ὄντως ἀπόῤῥητόν τε καὶ ἄπιστον, καὶ οὔπω πρότερον περὶ  ἡμῶν ἀκουσθέν. Οὐκ ἐπείσθημεν, ἀλλ΄ ἐβιάσθημεν. Ὢ τοῦ θαύματος Ὡς γέγονε πάντα καινά. Καὶ ὅσον διέστησεν ἡμᾶς τί βούλει καὶ εἴπω, τὸν θρόνον, ἢ τὸ τῆς χάριτος μέγεθος; Πλὴν ἡγοῦ, καὶ κατευ οδοῦ, καὶ βασίλευε, καὶ ποίμαινε ἡμᾶς ποιμαίνοντας. Ὡς ἕτοιμοί γε ἡμεῖς ἕπεσθαι, καὶ ὑπὸ τῆς σῆς ποιμαντικῆς ψυχῆς ἄγεσθαι τῆς ὑψηλῆς καὶ ἐνθέου· εἰρήσεται γὰρ τἀληθὲς, εἴ τι καὶ παρὰ τὸν νόμον ἐξ ἀγάπης τετολμήκαμεν. Δίδαξον τὴν σὴν ἀγάπην περὶ τὰ ποίμνια, τὸ σὸν ἐπιμελές τε ὁμοῦ καὶ εὐσύνετον, τὴν ἐπιστασίαν, τὰς ἀγρυπνίας, τὴν τῶν σῶν σαρκῶν ὑποχώρησιν, ἣν τῷ πνεύματι ὑπεχώρησαν, τὸ τοῦ σοῦ χρώματος ἄνθος τῇ ποίμνῃ κάμνοντος, τὸ ἐν πραΰτητι σύντονον, τὸ ἐν τῷ πρακτικῷ γαληνόν τε καὶ ἥμερον (πρᾶγμα οὐκ ἐν πολλοῖς εὑρισκόμενον, οὐδὲ πολλὰ ἔχον τὰ παραδείγματα), τοὺς ὑπὲρ τῆς ποίμνης πολέμους, τὰς νίκας ἃς ἐν Χριστῷ σὺ νενίκηκας. Εἰπὲ τίσι τῶν νομῶν προσακτέον, ἐπὶ ποίας πηγὰς ἰτέον, καὶ τίνας φευκτέον, ἢ νομὰς, ἢ νάματα· τίνας ποιμαντέον τῇ βακτηρίᾳ, τίνας τῇ σύριγγι· πότε ἀκτέον ἐπὶ νομὰς, καὶ πότε ἀνακλητέον ἀπὸ νομῶν· πῶς πολεμητέον τοῖς λύκοις, καὶ πῶς τοῖς ποιμέσιν οὐ πολεμητέον· καὶ μάλιστα ἐν τῷ νῦν καιρῷ, ὅτε ποιμένες ἠφρονεύσαντο, καὶ δι έσπειραν τὰ πρόβατα τῆς νομῆς, ἵνα τοῖς ἁγιωτάτοις προφήταις τὰ αὐτὰ συνοδύρωμαι. Πῶς τὸ ἀσθενὲς ἐνισχύσω, καὶ τὸ πεπτωκὸς ἀναστήσω, καὶ τὸ πλανώμενον ἐπιστρέψω, καὶ τὸ ἀπολωλὸς ἐκζητήσω, καὶ φυλάξω τὸ ἰσχυρόν; Πῶς ταῦτα καὶ μάθω, καὶ φυλάξω κατὰ τὸν ὀρθὸν τῆς ποιμαντικῆς λόγον, καὶ τὸν ὑμέτερον· ἀλλὰ μὴ γένωμαι κακὸς ποιμὴν, τὸ γάλα κατεσθίων, καὶ τὰ ἔρια περιβαλλόμενος, καὶ τὰ παχύτερα κατασφάζων ἢ ἀπεμπολῶν͵ καὶ τὰ ἄλλα παρεὶς τοῖς θηρίοις καὶ τοῖς κρημνοῖς, ποιμαίνων ἐμαυτὸν, οὐ τὰ πρόβατα, ὅπερ ὠνειδίζοντο οἱ πά αι προεστῶτες τοῦ Ἰσραήλ. Ταῦτα διδάσκοιτέ με, καὶ τούτοις στηρίζοιτε τοῖς λόγοις, καὶ μετὰ τούτων ποιμαίνοιτε καὶ συμποιμαίνοιτε τῶν παραγγελμάτων, καὶ σώζοιτε, ὥσπερ τῇ διδασκαλίᾳ, οὕτω καὶ ταῖς εὐχαῖς, ἐμέ τε καὶ τὸ ἱερὸν τοῦτο ποίμνιον, εἰς ἀσφάλειαν ἐμοὶ, εἰς καύχημα ὑμῖν ἐν ἡμέρᾳ ἐπιφα νείας καὶ ἀποκαλύψεως τοῦ μεγάλου Θεοῦ, καὶ ἀρχιποιμένος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι΄ οὗ καὶ μεθ΄ οὗ ἡ δόξα Πατρὶ παντοκράτορι σὺν τῷ ἁγίῳ καὶ ζωοποιῷ Πνεύματι καὶ νῦν καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.