Γ Βασ. 14,1
|
Ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἠῤῥώστησεν Ἀβιὰ υἱὸς Ἱεροβοὰμ |
Γ Βασ. 14,1 |
Κατά τον καιρόν εκείνον αρρώστησεν ο Αβιά, ο υιός του Ιεροβοάμ. |
Γ Βασ. 14,2
|
καὶ εἶπεν ὁ Ἱεροβοὰμ πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· ἀνάστηθι καὶ ἀλλοιωθήσῃ, καὶ οὐ γνώσονται ὅτι σὺ γυνὴ Ἱεροβοάμ, καὶ πορευθήσῃ εἰς Σηλώ· καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ Ἀχιὰ ὁ προφήτης, αὐτὸς ἐλάλησεν ἐμὲ τοῦ βασιλεῦσαι ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον. |
Γ Βασ. 14,2 |
Ο Ιεροβοάμ είπεν εις την γυναίκα του· “σήκω, άλλαξε ενδύματα, ώστε να μη σε αναγνωρίσουν ότι είσαι η σύζυγος του Ιεροβοάμ, και πήγαινε εις την Σηλώ. Ιδού εκεί ευρίσκεται ο προφήτης Αχιά. Αυτός ωμίλησεν εις εμέ εκ μέρους του Θεού, ότι θα γίνω βασιλεύς των δέκα τούτων φύλων. |
Γ Βασ. 14,3
|
καὶ λαβὲ εἰς τὴν χεῖρά σου τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ ἄρτους καὶ κολλυρίδα τοῖς τέκνοις αὐτοῦ καὶ σταφίδας καὶ στάμνον μέλιτος, καὶ ἐλεύσῃ πρὸς αὐτόν. αὐτὸς ἀναγγείλῃ σοι τί ἔσται τῷ παιδί. |
Γ Βασ. 14,3 |
Παρε μαζή σου δια τον άνθρωπον αυτόν του Θεού ως δώρον άρτους και κουλλούρια δια τα τέκνα του και σταφίδες και μίαν στάμναν μέλι, και θα μεταβής προς αυτόν. Αυτός δε θα σου αναγγείλη, τι θα συμβή σχετικώς με την ασθένειαν του παιδιού μας”. |
Γ Βασ. 14,4
|
καὶ ἐποίησεν οὕτως γυνὴ Ἱεροβοάμ· καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη εἰς Σηλώ, καὶ εἰσῆλθεν ἐν οἴκῳ Ἀχιά· καὶ ὁ ἄνθρωπος πρεσβύτερος τοῦ ἰδεῖν, καὶ ἠμβλυώπουν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἀπὸ γήρους αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 14,4 |
Η γυναίκα του Ιεροβοάμ έκαμε, όπως εκείνος της είχε πη. Εσηκώθη, ητοιμάσθη και επορεύθη εις Σηλώ. Εισήλθεν στον οίκον του Αχιά. Ο άνθρωπος αυτός ήτο γέρων και θαμπά έβλεπαν τα μάτια του εξ αιτίας του γήρατός του. |
Γ Βασ. 14,5
|
καὶ Κύριος εἶπε πρὸς Ἀχιά· ἰδοὺ γυνὴ τοῦ Ἱεροβοὰμ εἰσέρχεται τοῦ ἐκζητῆσαι ῥῆμα παρὰ σοῦ περὶ υἱοῦ αὐτῆς, ὅτι ἄῤῥωστός ἐστι· κατὰ τοῦτο καὶ κατὰ τοῦτο λαλήσεις πρὸς αὐτήν. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἰσέρχεσθαι αὐτὴν καὶ αὐτὴ ἀπεξενοῦτο. |
Γ Βασ. 14,5 |
Ο Κυριος είπε προς τον Αχιά· “ιδού, έρχεται η γυνή του Ιεροβοάμ, δια να ζητήση την γνώμην σου σχετικώς με το παιδί της, που είναι άρρωστο. Ετσι και έτσι θα ομιλήσης προς αυτήν, όπως εγώ θα σου αποκαλύψω”. Οταν η γυνή του Ιεροβοάμ εισήλθεν στον οίκον του Αχιά, προσεποιείτο ότι δεν είναι σύζυγος του Ιεροβοάμ. |
Γ Βασ. 14,6
|
καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν Ἀχιὰ τὴν φωνὴν ποδῶν αὐτῆς, εἰσερχομένης αὐτῆς ἐν τῷ ἀνοίγματι, καὶ εἶπεν· εἴσελθε, γυνὴ Ἱεροβοάμ· ἱνατί σὺ τοῦτο ἀποξενοῦσαι; καὶ ἐγώ εἰμι ἀπόστολος πρός σε σκληρός. |
Γ Βασ. 14,6 |
Ο Αχιά, όταν ήκουσε τον θόρυβον των βημάτων της και καθ' ην στιγμήν εκείνη εισήρχετο δια της θύρας του οίκου, είπε προς αυτήν· “είσελθε, γυνή του Ιεροβοάμ· διατί προσπαθείς να παρουσιασθής ως άλλη γυναίκα; Εγώ είμαι διέ σε αγγελιαφόρος σκληρών ειδήσεων. |
Γ Βασ. 14,7
|
πορευθεῖσα εἰπὸν τῷ Ἱεροβοάμ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἀνθ᾿ οὗ ὅσον ὕψωσά σε ἀπὸ μέσου λαοῦ καὶ ἔδωκά σε ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ, |
Γ Βασ. 14,7 |
Πηγαινε και ειπέ στον Ιεροβοάμ· Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· εγώ σε ύψωσα και σε ανέδειξα εκ μέσου του λαού αυτού και σε κατέστησα βασιλέα επί τον λαόν μου τούτον των δέκα φυλών του Ισραήλ. |
Γ Βασ. 14,8
|
καὶ ἔῤῥηξα σὺν τὸ βασίλειον ἀπὸ τοῦ οἶκου Δαυὶδ καὶ ἔδωκα αὐτό σοι καὶ οὐκ ἐγένου ὡς ὁ δοῦλός μου Δαυίδ, ὃς ἐφύλαξε τὰς ἐντολάς μου καὶ ὃς ἐπορεύθη ὀπίσω μου ἐν πάσῃ καρδίᾳ αὐτοῦ ποιῆσαι ἕκαστος τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς μου |
Γ Βασ. 14,8 |
Διέρρηξα το βασίλειον του οίκου Δαυίδ και έδωσα αυτό εις σέ. Συ όμως δεν ανεδείχθης, όπως ο δούλος μου ο Δαυίδ, ο οποίος ετήρησε τας εντολάς μου και με ηκολούθησε με όλην του την καρδίαν, ώστε να πράττη το ορθόν πάντοτε ενώπιόν μου. |
Γ Βασ. 14,9
|
καὶ ἐπονηρεύσω τοῦ ποιῆσαι παρὰ παντός, ὅσοι ἐγένοντο εἰς πρόσωπόν σου καὶ ἐπορεύθης καὶ ἐποίησας σεαυτῷ θεοὺς ἑτέρους χωνευτὰ τοῦ παροργίσαι με καὶ ἐμὲ ἔῤῥιψας ὀπίσω σώματός σου· |
Γ Βασ. 14,9 |
Συ όμως διέπραξες πονηρίας μεγαλυτέρας από όλους τους Ισραηλίτας, οι οποίοι είχαν ζήσει προηγουμένως από σέ. Επορεύθης και κατεσκεύασες άλλους θεούς από μέταλλον, που εχύθη εις ειδικόν καλούπι, ώστε να με εξοργίσης εναντίον σου, επειδή με επέταξες έτσι όπισθέν σου. |
Γ Βασ. 14,10
|
διὰ τοῦτο ἐγὼ ἄγω κακίαν πρός σε εἰς οἶκον Ἱεροβοάμ· ἐξολοθρεύσω τοῦ Ἱεροβοὰμ οὐροῦντα πρὸς τοῖχον ἐχόμενον καὶ ἐγκαταλελειμμένον ἐν Ἰσραὴλ καὶ ἐπιλέξω οἴκου Ἱεροβοάμ, καθὼς ἐπιλέγεται ἡ κόπρος, ὡς τελειωθῆναι αὐτόν· |
Γ Βασ. 14,10 |
Δια τούτο εγώ αποστέλλω τιμωρίαν εναντίον σου και εναντίον του οίκου Ιεροβοάμ. Θα εξολοθρεύσω από την οικογένειαν του Ιεροβοάμ κάθε αρσενικόν, δούλον η ελεύθερον. Θα σαρώσω την οικογένειαν του Ιεροβοάμ, όπως σαρώνεται η κόπρος, έως ότου θα ολοκληρωθή η καταστροφή της. |
Γ Βασ. 14,11
|
οἱ τεθνηκότες τοῦ Ἱεροβοὰμ ἐν τῇ πόλει, καταφάγονται οἱ κύνες, καὶ τὸν τεθνηκότα ἐν τῷ ἀγρῷ καταφάγονται τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι Κύριος ἐλάλησε. |
Γ Βασ. 14,11 |
Οσοι εκ της οικογενείας του Ιεροβοάμ αποθνήσκουν μέσα εις την πόλιν, θα κατατρώγωνται από τους κύνας. Εκείνος δε ο οποίος πεθαίνει στον αγρόν, θα κατατρώγεται από τα πετεινά του ουρανού. Αυτά θα γίνουν, διότι ο Κυριος τα προανήγγειλε. |
Γ Βασ. 14,12
|
καὶ σὺ ἀναστᾶσα πορεύθητι εἰς τὸν οἶκόν σου· ἐν τῷ εἰσέρχεσθαι πόδα σου τὴν πόλιν, ἀποθανεῖται τὸ παιδάριον· |
Γ Βασ. 14,12 |
Συ, λοιπόν, σήκω τώρα και πήγαινε στον οίκον σου. Την ώραν, δε κατά την οποίαν το πόδι σου θα πατήση εις την πόλιν, το παιδί σου θα αποθάνη. |
Γ Βασ. 14,13
|
καὶ κόψονται αὐτὸν πᾶς Ἰσραὴλ καὶ θάψουσιν αὐτόν, ὅτι οὗτος μόνος εἰσελεύσεται τῷ Ἱεροβοὰμ πρὸς τάφον, ὅτι εὑρέθη ἐν αὐτῷ ῥῆμα καλὸν περὶ τοῦ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ ἐν οἴκῳ Ἱεροβοάμ· |
Γ Βασ. 14,13 |
Θα θρηνήσουν αυτό όλοι οι Ισραηλίται και θα το θάψουν, διότι αυτό μόνον από την οικογένειαν του Ιεροβοάμ θα ταφή κανονικά στον τάφον, επειδή δι' αυτό ευρέθη κάποιος καλός λόγος παρά Κυρίου του Θεού του Ισραήλ μεταξύ όλης της οικογενείας Ιεροβοάμ. |
Γ Βασ. 14,14
|
καὶ ἀναστήσει Κύριος ἑαυτῷ βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ, ὃς πλήξει τὸν οἶκον Ἱεροβοάμ ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ· καὶ τί καὶ νῦν; |
Γ Βασ. 14,14 |
Ο ίδιος δε ο Κυριος θα αναδείξη άλλο βασιλέα εις τας δέκα φυλάς του Ισραήλ, ο οποίος θα κτυπήση αποφασιστικά τον οίκον του Ιεροβοάμ κατά την ημέραν εκείνην. Αλλά τι λέγω; Εχει ήδη αρχίσει η τιμωρία αυτή. |
Γ Βασ. 14,15
|
Κύριος πλήξει τὸν Ἰσραήλ, καθὰ κινεῖται ὁ ἄνεμος ἐν τῷ ὕδατι, καὶ ἐκτελεῖ τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ ἄνω τῆς χθονὸς τῆς ἀγαθῆς ταύτης, ἧς ἔδωκε τοῖς πατράσιν αὐτῶν, καὶ λικμήσει αὐτοὺς ἀπὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ· ἀνθ᾿ οὗ ὅσον ἐποίησαν τὰ ἄλση αὐτῶν παροργίζοντες τὸν Κύριον· |
Γ Βασ. 14,15 |
Ο Κυριος θα πλήξη τον ισραηλιτικόν λαόν, όπως αναταράσσει η θύελλα τα ύδατα, και θα ξερριζώση το βασίλειον του Ισραήλ από αυτήν την γην την εύφορον και γόνιμον, την οποίαν έδωκεν στους προπάτοράς του, και θα τους διασκορπίση πέραν από τον ποταμόν Ευφράτην. Τούτο δέ, διότι οικοδόμησαν ειδωλικούς ναούς και κατεσκεύασαν είδωλα μέσα εις ιερά άλση και παρώργισαν έτσι τον Κυριον. |
Γ Βασ. 14,16
|
καὶ παραδώσει Κύριος τὸν Ἰσραὴλ χάριν ἁμαρτιῶν Ἱεροβοάμ, ὃς ἥμαρτε καὶ ὃς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ. |
Γ Βασ. 14,16 |
Θα παραδώση δε ο Κυριος τον ισραηλιτικόν λαόν εις αυτάς τας τιμωρίας εξ αιτίας των αμαρτιών του Ιεροβοάμ, ο οποίος ημάρτησεν ο ίδιος, αλλά και τον ισραηλιτικόν λαόν παρέσυρεν εις αμαρτίαν”. |
Γ Βασ. 14,17
|
καὶ ἀνέστη ἡ γυνὴ Ἱεροβοὰμ καὶ ἐπορεύθη εἰς γῆν Σαριρά· καὶ ἐγένετο ὡς εἰσῆλθεν ἐν τῷ προθύρῳ τοῦ οἴκου καὶ τὸ παιδάριον ἀπέθανε. |
Γ Βασ. 14,17 |
Η γυνή του Ιεροβοάμ εσηκώθη και επέστρεψεν εις την πόλιν Σαριρά. Οταν δε εισήλθον στο κατώφλι του σπιτιού της, το παιδί απέθανε. |
Γ Βασ. 14,18
|
καὶ ἔθαψαν αὐτὸν καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς Ἰσραήλ, κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν ἐν χειρὶ δούλου αὐτοῦ Ἀχιὰ τοῦ προφήτου. |
Γ Βασ. 14,18 |
Εθαψαν αυτό και το εθρήνησαν όλοι οι Ισραηλίται σύμφωνα με τον λόγον, τον οποίον είπεν ο Κυριος δια του δούλου αυτού του προφήτου Αχιά. |
Γ Βασ. 14,19
|
καὶ περισσὸν ῥημάτων Ἱεροβοάμ, ὅσα ἐπολέμησε καὶ ὅσα ἐβασίλευσεν, ἰδοὺ αὐτὰ γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίου ῥημάτων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων Ἰσραὴλ. |
Γ Βασ. 14,19 |
Τα δε άλλα έργα του Ιεροβοάμ, τα πολεμικά του έργα και όσα άλλα έργα έκαμε κατά το διάστημα της βασιλείας του, όλα αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίον, που επιγράφεται “έργα και ημέραι των βασιλέων του Ισραήλ”. |
Γ Βασ. 14,20
|
καὶ αἱ ἡμέραι, ἃς ἐβασίλευσεν Ἱεροβοὰμ εἴκοσι δύο ἔτη· καὶ ἐκοιμήθη μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐβασίλευσε Ναβὰτ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.] |
Γ Βασ. 14,20 |
Τα έτη δέ, κατά τα οποία εβασίλευσεν ο Ιεροβοάμ, ανήλθαν εις είκοσι δύο. Απέθανε και ετάφη με τους πατέρας αυτού και τον διεδέχθη στον βασιλικόν θρόνον ο υιός του, ο Ναβάτ. |
Γ Βασ. 14,21
|
Καὶ Ῥοβοὰμ υἱὸς Σαλωμὼν ἐβασίλευσεν ἐπὶ Ἰούδαν· υἱὸς τεσσαράκοντα καὶ ἑνὸς ἐνιαυτῶν Ῥοβοὰμ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἑπτακαίδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλὴμ τῇ πόλει, ἣν ἐξελέξατο Κύριος θέσθαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκεῖ ἐκ πασῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ· καὶ τὸ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Νααμὰ ἡ Ἀμμωνῖτις. |
Γ Βασ. 14,21 |
Βασιλεύς στο βασίλειον του Ιούδα ήτο τότε ο Ροβοάμ, ο υιός του Σολομώντος. Τεσσαράκοντα και ενός ετών ήτο, όταν αυτός ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον. Εβασίλευσε δεκαεπτά έτη εις την πόλιν Ιερουσαλήμ, την οποίαν ο Κυριος εξέλεξεν από όλας τας ισραηλιτικάς πόλεις, δια να δοξάζεται και λατρεύεται εκεί το Ονομά του. Το όνομα της μητρός του Ροβοάμ ήτο Νααμά. Αυτή δε κατήγετο από την φυλήν των Αμμωνιτών. |
Γ Βασ. 14,22
|
καὶ ἐποίησε Ῥοβοὰμ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ παρεζήλωσεν αὐτὸν ἐν πᾶσιν, οἷς ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτῶν ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν, αἷς ἥμαρτον, |
Γ Βασ. 14,22 |
Και ο Ροβοάμ διέπραξεν επίσης πονηρά ενώπιον του Κυρίου και εξώργισε τον Θεόν εναντίον του περισότερον, από όσον τον είχαν εξοργίσει οι προπάτορές του με τας ιδικάς των αμαρτίας, τας οποίας είχαν διαπράξει. |
Γ Βασ. 14,23
|
καὶ ᾠκοδόμησαν ἑαυτοῖς ὑψηλὰ καὶ στήλας καὶ ἄλση ἐπὶ πάντα βουνὸν ὑψηλὸν καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου συσκίου. |
Γ Βασ. 14,23 |
Αυτοί εξέλεξαν υψώματα, όπου έστησαν ειδωλικάς στήλας και αγάλματα ειδωλικών θεών εις κάθε υψηλόν λόφον και κάτω από ευσκιόφυλλα δένδρα. |
Γ Βασ. 14,24
|
καὶ σύνδεσμος ἐγενήθη ἐν τῇ γῇ, καὶ ἐποίησαν ἀπὸ πάντων τῶν βδελυγμάτων τῶν ἐθνῶν, ὧν ἐξῇρε Κύριος ἀπὸ προσώπου υἱῶν Ἰσραήλ. |
Γ Βασ. 14,24 |
Ετσι ολόκληρος η χώρα παρεσύρθη εις την ειδωλολατρείαν και αποστασίαν, διότι κατεσκεύασαν συχαμερά είδωλα όλων των ειδωλικών θεοτήτων, που είχαν τα άλλα έθνη, και τα οποία είδωλα ο Κυριος είχεν εξαφανίσει εκ μέσου των Ισροηλιτών. |
Γ Βασ. 14,25
|
καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ πέμπτῳ βασιλεύοντος Ῥοβοάμ, ἀνέβη Σουσακὶμ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ |
Γ Βασ. 14,25 |
Κατά το πέμπτον έτος της βασιλείας του Ροβοάμ ανέβη από την Αίγυπτον ο βασιλεύς Σουσακίμ και εισήλθεν εις την Ιερουσαλήμ. |
Γ Βασ. 14,26
|
καὶ ἔλαβε πάντας τοὺς θησαυροὺς οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ τὰ δόρατα τὰ χρυσᾶ, ἃ ἔλαβε Δαυὶδ ἐκ χειρὸς τῶν παίδων Ἀδραζὰρ βασιλέως Σουβά, καὶ εἰσήνεγκεν αὐτὰ εἰς Ἱερουσαλὴμ τὰ πάντα, ἃ ἔλαβεν, ὅπλα τὰ χρυσᾶ, ὅσα ἐποίησε Σαλωμών, καὶ ἐπήνεγκεν αὐτὰ εἰς Αἴγυπτον. |
Γ Βασ. 14,26 |
Νικητής δε καθώς ήτο, επήρεν όλους τους θησαυρούς από τον ναόν του Κυρίου και τους θησαυρούς από το ανάκτορον του βασιλέως και τα χρυσά δόρατα, τα οποία ο Δαυίδ είχε πάρει από τα χέρια των δούλων του Αδραζάρ, βασιλέως Σουβά, και τα οποία είχε φέρει εις την Ιερουσαλήμ. Ολα αυτά τα επήρεν ο Σουσακίμ, όπλα χρυσά όσα έκαμεν ο Σολομών, και τα έφερεν εις την Αίγυπτον. |
Γ Βασ. 14,27
|
καὶ ἐποίησε Ῥοβοὰμ ὁ βασιλεὺς ὅπλα χαλκᾶ ἀντ᾿ αὐτῶν. καὶ ἐπέθεντο ἐπ᾿ αὐτὸν οἱ ἡγούμενοι τῶν παρατρεχόντων οἱ φυλάσσοντες τὸν πυλῶνα οἴκου βασιλέως. |
Γ Βασ. 14,27 |
Ο Ροβοάμ κατεσκεύασεν αντί αυτών των χρυσών όπλων χάλκινα όπλα. Αυτά δε οι αρχηγοί της βασιλικής σωματοφυλακής, οι οποίοι εφρουρούσαν την πύλην του βασιλικού ανακτόρου, τα ετοποθέτησαν εις την θέσιν, όπου προηγουμένως υπήρχον τα χρυσά όπλα. |
Γ Βασ. 14,28
|
καὶ ἐγένετο ὅτε εἰσεπορεύετο ὁ βασιλεὺς εἰς οἶκον Κυρίου, καὶ ᾖρον αὐτὰ οἱ παρατρέχοντες καὶ ἀπηρείδοντο αὐτὰ εἰς τὸ θεὲ τῶν παρατρεχόντων. |
Γ Βασ. 14,28 |
Καθε φοράν δε που ο βασιλεύς εν επισήμω πομπή εισήρχετο στον ναόν του Κυρίου, οι σωματοφύλακες οι συνοδεύοντες αυτόν ελάμβανον τα όπλα. Μετά δε την επίσημον πομπήν, τα ετοποθετούσαν πάλιν εις την αίθουσαν των φρουρών. |
Γ Βασ. 14,29
|
καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ῥοβοὰμ καὶ πάντα, ἃ ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα; |
Γ Βασ. 14,29 |
Τα υπόλοιπα έργα του Ροβοάμ και όλα όσα έκαμεν, αυτά δεν περιέχονται εις τα χρονικά των βασιλέων του βασιλείου Ιούδα; |
Γ Βασ. 14,30
|
καὶ πόλεμος ἦν ἀνὰ μέσον Ῥοβοὰμ καὶ ἀνὰ μέσον Ἱεροβοὰμ πάσας τὰς ἡμέρας. |
Γ Βασ. 14,30 |
Πολεμος δε υπήρχε μεταξύ του Ροβοάμ και του Ιεροβοάμ όλας τας ημέρας της βασιλείας των. |
Γ Βασ. 14,31
|
καὶ ἐκοιμήθη Ῥοβοὰμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐβασίλευσεν Ἀβιοὺ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 14,31 |
Απέθανεν ο Ροβοάμ και ετάφη, όπου είχον ταφή οι πατέρες του, εις την πόλιν Δαυίδ. Αντ' αυτού δε έγινε βασιλεύς ο υιός του, ο Αβιού. |
Γ Βασ. 15,1
|
Καὶ ἐν τῷ ὀκτωκαιδεκάτῳ ἔτει βασιλεύοντος Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, βασιλεύει Ἀβιοὺ υἱὸς Ῥοβοὰμ ἐπὶ Ἰούδαν. |
Γ Βασ. 15,1 |
Ο Αβιού, ο υιός του Ροβοάμ, έγινε βασιλεύς της Ιουδαίας κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του Ιεροβοάμ, του υιού του Ναβάτ. |
Γ Βασ. 15,2
|
καὶ τρία ἔτη ἐβασίλευσεν ἐπὶ Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μααχά, θυγάτηρ Ἀβεσσαλώμ, |
Γ Βασ. 15,2 |
Αυτός εβασίλευσε τρία έτη επί της Ιουδαίας έχων πρωτεύουσάν του την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Μααχά και ήτο εγγονή του Αβεσσαλώμ. |
Γ Βασ. 15,3
|
καὶ ἐπορεύθη ἐν ταῖς ἁμαρτίαις τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, αἷς ἐποίησεν ἐνώπιον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ τελεία μετὰ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ ὡς ἡ καρδία τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 15,3 |
Αλλά και ο Αβιού επορεύθη εις τας αμαρτίας, τας οποίας είχε διαπράξει και ο πατήρ του προ αυτού. Ετσι δε η καρδία του δεν ήτο τελεία απέναντι του Θεού, όπως ήτο η καρδία του προπάτορός του Δαυίδ. |
Γ Βασ. 15,4
|
ὅτι διὰ Δαυὶδ ἔδωκεν αὐτῷ Κύριος κατάλειμμα, ἵνα στήσῃ τὰ τέκνα αὐτοῦ μετ᾿ αὐτὸν καὶ στήσῃ τὴν Ἱερουσαλήμ, |
Γ Βασ. 15,4 |
Προς χάριν όμως του Δαυίδ έδωκεν εις αυτόν ο Κυριος υιόν ως διάδοχον του βασιλικού θρόνου, δια να αναδείξη έτσι τέκνα ύστερα από αυτόν ως βασιλείς και να σταθεροποιήση την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσαν του βασιλείου του. |
Γ Βασ. 15,5
|
ὡς ἐποίησε Δαυὶδ τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ ἐξέκλινεν ἀπὸ πάντων, ὧν ἐνετείλατο αὐτῷ, πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 15,5 |
Διότι ο Δαυίδ έπραξε το ορθόν ενώπιον του Κυρίου και όλας τας ημέρας της ζωής του δεν παρεξέκλινεν από όλα, όσα είχε διατάξει εις αυτόν ο Κυριος. |
Γ Βασ. 15,7
|
καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἀβιοὺ τὰ πάντα, ἃ ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα; καὶ πόλεμος ἦν ἀνὰ μέσον Ἀβιοὺ καὶ ἀνὰ μέσον Ἱεροβοάμ. |
Γ Βασ. 15,7 |
Ολα τα άλλα έργα του Αβιού, όλα όσα έκαμε δεν υπάρχουν αυτά γραμμένα στο βιβλίον “Εργα και ημέραι των βασιλέων του Ιούδα;» Πολεμος δε υπήρχε κατά το διάστημα της ζωής των μεταξύ Αβιού και μεταξύ Ιεροβοάμ. |
Γ Βασ. 15,8
|
καὶ ἐκοιμήθη Ἀβιοὺ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν τῷ εἰκοστῷ καὶ τετάρτῳ ἔτει τοῦ Ἱεροβοὰμ καὶ θάπτεται μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ βασιλεύει Ἀσὰ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 15,8 |
Απέθανεν ο Αβιού και ετάφη μαζή με τους προγόνους αυτού κατά το εικοστόν τέταρτον έτος της βασιλείας του Ιεροβοάμ και ετάφη, όπου και οι πρόγονοί του εις την πόλιν Δαυίδ. Εβασίλευσε δε αντ' αυτού ο υιός του ο Ασά. |
Γ Βασ. 15,9
|
Ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τετάρτῳ καὶ εἰκοστῷ τοῦ Ἱεροβοὰμ βασιλέως Ἰσραὴλ βασιλεύει Ἀσὰ ἐπὶ Ἰούδαν |
Γ Βασ. 15,9 |
Κατά το εικοστόν τέταρτον έτος της βασιλείας του Ιεροβοάμ, βασιλέως του Ισραήλ, έγινε βασιλεύς στο βασίλειον του Ιούδα ο Ασά. |
Γ Βασ. 15,10
|
καὶ τεσσαράκοντα καὶ ἓν ἔτος ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Ἀνὰ θυγάτηρ Ἀβεσσαλώμ. |
Γ Βασ. 15,10 |
Αυτός με πρωτεύουσαν την Ιερουσαλήμ εβασίλευσεν επί τεσσαράκοντα και εν έτη. Η μητέρα του ωνομάζετο Ανά, ήτο δε απόγονος του Αβεσσαλώμ. |
Γ Βασ. 15,11
|
καὶ ἐποίησεν Ἀσὰ τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου ὡς Δαυὶδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 15,11 |
Ο Ασά έπραξε το ορθόν ενώπιον του Κυρίου, όπως και ο προπάτωρ αυτού ο Δαυίδ. |
Γ Βασ. 15,12
|
καὶ ἀφεῖλε τὰς τελετὰς ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἐξαπέστειλε πάντα τὰ ἐπιτηδεύματα, ἃ ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 15,12 |
Κατήργησε τας ειδωλολατρικάς τελετάς από την χώραν του και απεμάκρυνε όλα τα είδωλα και τας ειδωλολατρικάς συνηθείας, τας οποίας είχαν εισαγάγει οι πρόγονοί του. |
Γ Βασ. 15,13
|
καὶ τὴν Ἀνὰ τὴν μητέρα ἑαυτοῦ μετέστησε τοῦ μὴ εἶναι ἡγουμένην, καθὼς ἐποίησε σύνοδον ἐν τῷ ἄλσει αὐτῆς, καὶ ἐξέκοψεν Ἀσὰ τὰς καταδύσεις αὐτῆς καὶ ἐνέπρησε πυρὶ ἐν τῷ χειμάῤῥῳ Κέδρων. |
Γ Βασ. 15,13 |
Από δε την μητέρα του την Ανά αφήρεσε κάθε εξουσίαν, ώστε να μη κατέχη αυτή κααμίαν εξέχουσαν θέσιν και τούτο διότι κατεσκεύασεν αύτη ευκτήριον οίκον στο άλσος και ετοποθέτησεν ειδωλικόν θεόν. Ο Ασά κατέστρεψε τα μυστικά σπήλαια της λατρείας των ειδώλων και παρέδωσεν στο πυρ τα είδωλα στον χείμαρρον των Κέδρων. |
Γ Βασ. 15,14
|
τὰ δὲ ὑψηλὰ οὐκ ἐξῇρε· πλὴν ἡ καρδία Ἀσὰ ἦν τελεία μετὰ Κυρίου πάσας τὰς ἡμέρας αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 15,14 |
Τους υψηλούς όμως ειδωλολατρικούς τόπους δεν κατέστρεψεν. Εν τούτοις η καρδία του Ασά ήτο καθ' όλον τον χρόνον της ζωής του αφιερωμένη στον Κυριον. |
Γ Βασ. 15,15
|
καὶ εἰσήνεγκε τοὺς κίονας τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ τοὺς κίονας αὐτοῦ εἰσήνεγκεν εἰς τὸν οἶκον Κυρίου, ἀργυροῦς καὶ χρυσοῦς καὶ σκεύη. |
Γ Βασ. 15,15 |
Ο Ασά επανέφερεν στον ναόν του Κυρίου τους κίονας του πατρός του και τους ιδικούς του αργυρούς και χρυσούς κίονας, όπως και τα ιερά σκεύη. |
Γ Βασ. 15,16
|
καὶ πόλεμος ἦν ἀνὰ μέσον Ἀσὰ καὶ ἀνὰ μέσον Βαασὰ βασιλέως Ἰσραὴλ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν. |
Γ Βασ. 15,16 |
Αλλά μεταξύ του Ασά και του Βαασά, βασιλέως του βασιλείου Ισραήλ, εσυνεχίζετο πόλεμος όλας τας ημέρας της ζωής των. |
Γ Βασ. 15,17
|
καὶ ἀνέβη Βαασὰ βασιλεὺς Ἰσραὴλ ἐπὶ Ἰούδαν καὶ ᾠκοδόμησε τὴν Ῥαμὰ τοῦ μὴ εἶναι ἐκπορευόμενον καὶ εἰσπορευόμενον τῷ Ἀσὰ βασιλεῖ Ἰούδα. |
Γ Βασ. 15,17 |
Ο Βαασά, ο βασιλεύς του Ισραηλιτικού βασιλείου, εξεστράτευσεν εναντίον του βασιλείου Ιούδα και ωχύρωσε την Ραμά, ώστε να μη ημπορή κανείς άνθρωπος του Ασά, του βασιλέως Ιούδα, να εισέρχεται και να εξέρχεται εις την χώραν του. |
Γ Βασ. 15,18
|
καὶ ἔλαβεν Ἀσὰ σύμπαν τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον τὸ εὑρεθὲν ἐν τοῖς θησαυροῖς οἴκου Κυρίου καὶ ἐν τοῖς θησαυροῖς τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ ἔδωκεν αὐτὰ εἰς χεῖρας παίδων αὐτοῦ, καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς Ἀσὰ πρὸς υἱὸν Ἄδερ υἱὸν Ταβερεμμὰν υἱοῦ Ἀζὶν βασιλέως Συρίας τοῦ κατοικοῦντος ἐν Δαμασκῷ λέγων· |
Γ Βασ. 15,18 |
Επήρε τότε ο Ασά όλον το αργύριον και το χρυσίον, που υπήρχεν στο θησαυροφυλάκιον του ναού του Κυρίου και στο θησαυροφυλάκιον του βασιλικού του ανακτόρου, παρέδωσεν αυτά εις τα χέρια εμπίστων δούλων του και τα έστειλεν ο βασιλεύς Ασά προς τον υιόν Αδερ, υιόν του Ταβερεμμάν, υιού του Αζίν βασιλέως της Συρίας, ο οποίος κατοικούσεν εις την Δαμασκόν και του παρήγγειλε· |
Γ Βασ. 15,19
|
διάθου διαθήκην ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ πατρός μου καὶ τοῦ πατρός σου· ἰδοὺ ἐξαπέσταλκά σοι δῶρα ἀργύριον καὶ χρυσίον, δεῦρο διασκέδασον τὴν διαθήκην σου τὴν πρὸς Βαασὰ βασιλέα Ἰσραήλ, καὶ ἀναβήσεται ἀπ᾿ ἐμοῦ. |
Γ Βασ. 15,19 |
“ας συνάψωμεν συμφωνίαν φιλίας μεταξύ μας ομοίαν προς εκείνην, η οποία υπήρχε μεταξύ του ιδικού μου πατρός και του ιδικού σου πατρός. Ιδού, σου έστειλα ως δώρα αργύριον και χρυσίον. Εμπρός, λοιπόν, διάλυσε την συμφωνίαν σου με τον Βαασά, τον βασιλέα Ισραήλ, δια να απομακρυνθή έτσι αυτός από την χώραν μου”. |
Γ Βασ. 15,20
|
καὶ ἤκουσεν υἱὸς Ἄδερ τοῦ βασιλέως Ἀσὰ καὶ ἀπέστειλε τοὺς ἄρχοντας τῶν δυνάμεων αὐτοῦ ταῖς πόλεσι τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἐπάταξαν τὴν Ἀΐν, τὴν Δὰν καὶ τὴν Ἀβελμαὰ καὶ πᾶσαν τὴν Χεννερὲθ ἕως πάσης τῆς γῆς Νεφθαλί. |
Γ Βασ. 15,20 |
Ο υιός Αδερ ήκουσε και εδέχθη την πρότασιν του βασιλέως Ασά και απέστειλε τους αρχηγούς των στρατιωτικών του δυνάμεων εναντίον των πόλεων του βασιλείου Ισραήλ. Εκείνοι δε προσέβαλαν και κατέλαβαν την πόλιν Αΐν, την Δαν, την Αβελμαά και όλην την περιοχήν της Γεννησαρέτ μέχρι και όλης της χώρας, η οποία ανήκεν εις την φυλήν Νεφθαλί. |
Γ Βασ. 15,21
|
καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσε Βαασά, καὶ διέλιπε τοῦ οἰκοδομεῖν τὴν Ῥαμὰ καὶ ἀνέστρεψεν εἰς Θερσά. |
Γ Βασ. 15,21 |
Ο Βαασά όταν ήκουσε τα γεγονότα αυτά, εσταμάτησε πλέον να οχυρώνη την Ραμά και επέστρεψεν εις την πόλιν Θερσά. |
Γ Βασ. 15,22
|
καὶ ὁ βασιλεὺς Ἀσὰ παρήγγειλε παντὶ Ἰούδα εἰς Αἰνακίμ, καὶ αἴρουσι τοὺς λίθους τῆς Ῥαμὰ καὶ τὰ ξύλα αὐτῆς, ἃ ᾠκοδόμησε Βαασά, καὶ ᾠκοδόμησεν ἐν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς Ἀσὰ πᾶν βουνὸν Βενιαμὶν καὶ τὴν σκοπιάν. |
Γ Βασ. 15,22 |
Τοτε δε ο βασιλεύς Ασά έδωσεν εντολήν εις όλους τους άνδρας της φυλής Ιούδα εις Αινακίμ, να σηκώσουν και να μεταφέρουν τους λίθους της Ραμά και τα ξύλα αυτής, τα οποία είχε χρησιμοποιήσει προς οχύρωσίν της ο Βαασά. Δι' αυτών δε ωχύρωσεν ο βασιλεύς Ασά όλους τους λόφους και τα υψώματα της φυλής Βενιαμίν και την σκοπιάν. |
Γ Βασ. 15,23
|
καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἀσὰ καὶ πᾶσα ἡ δυναστεία αὐτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ τὰς πόλεις, ἃς ᾠκοδόμησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐστὶν ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα; πλὴν ἐν τῷ καιρῷ τοῦ γήρως αὐτοῦ ἐπόνεσε τοὺς πόδας αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 15,23 |
Τα δε αλλά έργα του Ασά και όλα τα μεγάλα αυτού κατορθώματα, που είχε πράξει, και αι πόλεις τας οποίας ωχύρωσε, όλα αυτά δεν είναι γραμμένα στο βιβλίον των λόγων και των έργων των βασιλέων Ιούδα; Αλλά κατά τον καιρόν των γηρατείων του υπέφερεν αυτός από πόνους των ποδών του. |
Γ Βασ. 15,24
|
καὶ ἐκοιμήθη Ἀσὰ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυὶδ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ βασιλεύει Ἰωσαφὰτ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 15,24 |
Ο Ασά εκοιμήθη και προσετέθη στους προγόνους του και ετάφη στους τάφους των προγόνων του εις την πόλιν Δαυίδ, του προπάτορός του. Αντ' αυτού δε εβασίλευσεν στο βασίλειον του Ιούδα ο υιός του ο Ιωσαφάτ. |
Γ Βασ. 15,25
|
Καὶ Ναδὰβ υἱὸς Ἱεροβοὰμ βασιλεύει ἐπὶ Ἰσραήλ ἐν ἔτει δευτέρῳ τοῦ Ἀσὰ βασιλέως Ἰούδα καὶ ἐβασίλευσεν ἐν Ἰσραὴλ ἔτη δύο. |
Γ Βασ. 15,25 |
Ο Ναδάβ, ο υιός του Ιεροβοάμ, εβασίλευσεν στο βασίλειον του Ισραήλ κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του Ασά, βασιλέως του βασιλείου Ιούδα. Εβασίλευσε δε δύο έτη στο βασίλειον του Ισραήλ. |
Γ Βασ. 15,26
|
καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐπορεύθη ἐν ὁδῷ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ, αἷς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραὴλ. |
Γ Βασ. 15,26 |
Αυτός όμως διέπραξε το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου και επορεύθη τον δρόμον των αμαρτιών του πατρός του, δια των οποίων εκείνος είχε παρασύρει τους Ισραηλίτας προς την αμαρτίαν. |
Γ Βασ. 15,27
|
καὶ περιεκάθισεν αὐτὸν Βαασὰ υἱὸς Ἀχιὰ ἐπὶ τὸν οἶκον Βελαὰν καὶ ἐχάραξεν αὐτὸν ἐν Γαβαθὼν τῇ τῶν ἀλλοφύλων, καὶ Ναδὰβ καὶ πᾶς Ἰσραὴλ περιεκάθητο ἐπὶ Γαβαθών. |
Γ Βασ. 15,27 |
Ο Βαασά, υιός του Αχιά, περιεκύκλωσε τον Ναδάβ ευρισκόμενον στον ειδωλολατρικόν ναόν Βεελάν και δι' οχυρώματος περιέκλεισεν αυτόν εις την Γαβαθών, την πόλιν των αλλοφύλων. Ο δε Ναδάβ και όλος ο ισραηλιτικός λαός είχον τότε περικυκλώσει την Γαβαθών. |
Γ Βασ. 15,28
|
καὶ ἐθανάτωσεν αὐτὸν Βαασὰ ἐν ἔτει τρίτῳ τοῦ Ἀσὰ υἱοῦ Ἀβιοὺ βασιλέως Ἰούδα καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 15,28 |
Ο Βαασά εθανάτωσε τον Ναδάβ κατά το τρίτον έτος της βασιλείας του Ασά, υιού Αβιού του βασιλέως Ιούδα και εβασίλευσεν αυτός αντί εκείνου. |
Γ Βασ. 15,29
|
καὶ ἐγένετο ὡς ἐβασίλευσε, καὶ ἐπάταξεν ὅλον τὸν οἶκον Ἱεροβοὰμ καὶ οὐχ ὑπελίπετο πᾶσαν πνοὴν τοῦ Ἱεροβοὰμ ἕως τοῦ ἐξολοθρεῦσαι αὐτὸν κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν ἐν χειρὶ δούλου αὐτοῦ Ἀχιὰ τοῦ Σηλωνίτου |
Γ Βασ. 15,29 |
Οταν δε αυτός έγινε βασιλεύς, εξωλόθρευσεν όλην την οικογένειαν του Ιεροβοάμ. Δεν αφήκε κανένα μέλος της οικογενείας του Ιεροβοάμ εις την ζωήν. Τους εξωλόθρευσεν όλους σύμφωνα με την προφητείαν του Κυρίου, την οποίαν είχεν είπει δια μέσου του δούλου του, του προφήτου Αχιά του Σηλωνίτου. |
Γ Βασ. 15,30
|
περὶ τῶν ἁμαρτιῶν Ἱεροβοάμ, ὡς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ, καὶ ἐν τῷ παροργισμῷ αὐτοῦ, ᾧ παρώργισε τὸν Κύριον Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ. |
Γ Βασ. 15,30 |
Η φοβερά αυτή τιμωρία είχε προφητευθή τότε εξ αιτίας των αμαρτιών του Ιεροβοάμ και διότι αυτός είχε παροργίσει τον Κυριον τον Θεόν του Ισραηλιτικού λαού, με το να παρακινήση και να εξωθήση τον λαόν εις την ειδωλολατρείαν. |
Γ Βασ. 15,31
|
καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ναδὰβ καὶ πάντα, ἃ ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐστὶν ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν Ἰσραήλ; |
Γ Βασ. 15,31 |
Τα υπόλοιπα έργα του Ναδάβ, όλα όσα έκαμε, ιδού, δεν είναι γραμμένα στο βιβλίον “έργα και ημέραι των βασιλέων του Ισραήλ”; |
Γ Βασ. 15,33
|
Καὶ ἐν τῷ ἔτει τῷ τρίτῳ τοῦ Ἀσὰ βασιλέως Ἰούδα βασιλεύει Βαασὰ υἱὸς Ἀχιὰ ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Θερσὰ εἴκοσι καὶ τέσσαρα ἔτη. |
Γ Βασ. 15,33 |
Κατά δε το τρίτον έτος της βασιλείας του Ασά, βασιλέως του βασιλείου του Ιούδα, εβασίλευσεν ο Βαασά, ο υιός του Αχιά, στο βασίλειον του Ισραήλ με πρωτεύουσαν την Θερσά επί είκοσι τέσσαρα έτη. |
Γ Βασ. 15,34
|
καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐπορεύθη ἐν ὁδῷ Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ, ὡς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ. |
Γ Βασ. 15,34 |
Και αυτός όμως έπραξε το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου. Παρεσύρθη εις την ειδωλολατρείαν και εβάδισε τον δρόμον του Ιεροβοάμ, του υιού του Ναβάτ, υποπεσών εις τας ιδίας αμαρτίας, δια των οποίων εκείνος είχεν οδηγήσει τον ισραηλιτικόν λαόν εις την ειδωλολατρείαν. |
Γ Βασ. 16,1
|
Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου ἐν χειρὶ Ἰοὺ υἱοῦ Ἀνανὶ πρὸς Βαασά· |
Γ Βασ. 16,1 |
Ο Κυριος δια του Ιού, υιού του Ανανί, ωμίλησε προς τον βασιλέα Βαασά και είπεν· |
Γ Βασ. 16,2
|
ἀνθ᾿ ὧν ὕψωσά σε ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἔδωκά σε ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραὴλ καὶ ἐπορεύθης ἐν τῇ ὁδῷ Ἱεροβοὰμ καὶ ἐξήμαρτες τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ, τοῦ παροργίσαι με ἐν τοῖς ματαίοις αὐτῶν, |
Γ Βασ. 16,2 |
“Ενώ εγώ σε ανέδειξα εκ του μηδενός και σε εγκατέστησα βασιλέα του Ισραηλιτικού μου λαού, συ ηκολούθησες τον αμαρτωλόν δρόμον του Ιεροβοάμ και παρέσυρες τον λαόν μου εις την αμαρτίαν, δια να με παροργίσουν έτσι οι Ισραηλίται με την ειδωλολατρείαν των. |
Γ Βασ. 16,3
|
ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω ὀπίσω Βαασὰ καὶ ὄπισθεν τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ δώσω τὸν οἶκόν σου ὡς τὸν οἶκον Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ· |
Γ Βασ. 16,3 |
Δια τούτο θα αναδείξω εγώ έπειτα από σε και την οικογένειάν σου άλλον βασιλέα και θα παραδώσω εις όλεθρον την οικογένειάν σου, όπως παρέδωσα την οικογένειαν Ιεροβοάμ του υιού Ναβάτ. |
Γ Βασ. 16,4
|
τὸν τεθνηκότα τοῦ Βαασὰ ἐν τῇ πόλει καταφάγονται αὐτὸν οἱ κύνες, καὶ τὸν τεθνηκότα αὐτοῦ ἐν τῷ πεδίῳ καταφάγονται αὐτὸν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. |
Γ Βασ. 16,4 |
Οσοι από την οικογένειαν του Βαασά θα πεθαίνουν εις την πόλιν θα τους κατατρώγουν τα σκυλιά. Τους νεκρούς δε στους αγρούς θα τους φάγουν τα σαρκοβόρα όρνεα του ουρανού”. |
Γ Βασ. 16,5
|
καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Βαασὰ καὶ πάντα ἃ ἐποίησε, καὶ αἱ δυναστεῖαι αὐτοῦ, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων Ἰσραήλ; |
Γ Βασ. 16,5 |
Τα υπόλοιπα από τα έργα του Βαασά, που έκαμε, και τα κατορθώματά του είναι γραμμένα στο βιβλίον λόγων και έργων των βασιλέων του Ισραήλ. |
Γ Βασ. 16,6
|
καὶ ἐκοιμήθη Βαασὰ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται ἐν Θερσά, καὶ βασιλεύει Ἠλὰ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ ἐν τῷ εἰκοστῷ ἔτει βασιλέως Ἀσά. |
Γ Βασ. 16,6 |
Ο Βαασά εκοιμήθη με τους πατέρας αυτού και ετάφη εις Θερσά. Αντ' αυτού δε εβασίλευσεν ο Ηλά, ο υιός του, κατά το εικοστόν έτος της βασιλείας του Ασά. |
Γ Βασ. 16,7
|
καὶ ἐν χειρὶ Ἰοὺ υἱοῦ Ἀνανὶ ἐλάλησε Κύριος ἐπὶ Βαασὰ καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ πᾶσαν τὴν κακίαν, ἣν ἐποίησεν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ παροργίσαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτοῦ, τοῦ εἶναι κατὰ τὸν οἶκον Ἱεροβοάμ, καὶ ὑπὲρ τοῦ πατάξαι αὐτόν. |
Γ Βασ. 16,7 |
Ο Κυριος δια του στόματος του Ιού, υιού του Ανανί, ωμίλησεν εναντίον του Βαασά και της οικογενείας του εξ αιτίας της κακίας, την οποίαν έπραξεν αυτός ενώπιον του Κυρίου, ώστε να παροργίση αυτόν, με εκείνα που έκαμε, γενόμενος όμοιος με τον Ιεροβοάμ, του οποίου την οικογένειαν αυτός ούτος ο Βαασά είχεν εξολοθρεύσει. |
Γ Βασ. 16,8
|
Καὶ Ἠλὰ υἱὸς Βαασὰ ἐβασίλευσεν ἐπὶ Ἰσραὴλ δύο ἔτη ἐν Θερσά. |
Γ Βασ. 16,8 |
Ο Ηλά, ο υιός του Βαασά, έγινε βασιλεύς του ισραηλιτικού βασιλείου επί δύο έτη εις την πόλιν Θερσά. |
Γ Βασ. 16,9
|
καὶ συνέστρεψεν ἐπ᾿ αὐτὸν Ζαμβρὶ ὁ ἄρχων τῆς ἡμίσους τῆς ἵππου, καὶ αὐτὸς ἦν ἐν Θερσὰ πίνων μεθύων ἐν τῷ οἴκῳ Ὡσὰ τοῦ οἰκονόμου ἐν Θερσά. |
Γ Βασ. 16,9 |
Ο Ζαμβρί, ο αρχηγός του ημίσεος του ιππικού, συνωμότησεν εναντίον του Ηλά. Ο Ηλά έμενεν εις την πόλιν Θερσά πίνων και μεθύων στον οίκον Ωσά, ο οποίος ήτο ο αρχιοικονόμος του βασιλικού οίκου εις Θερσά. |
Γ Βασ. 16,10
|
καὶ εἰσῆλθε Ζαμβρὶ καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ ἐθανάτωσεν αὐτὸν καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 16,10 |
Ο Ζαμβρί εισήλθεν στον οίκον, εκτύπησε τον βασιλέα, τον εφόνευσε και εβασίλευσεν αυτός αντί εκείνου. |
Γ Βασ. 16,11
|
καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ βασιλεῦσαι αὐτὸν ἐν τῷ καθίσαι αὐτὸν ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ ἐπάταξεν ὅλον τὸν οἶκον Βαασὰ |
Γ Βασ. 16,11 |
Οταν δε ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, εξωλόθρευσεν όλην την οικογένειαν του Βαασά, |
Γ Βασ. 16,12
|
κατὰ τὸ ῥῆμα, ὃ ἐλάλησε Κύριος ἐπὶ τὸν οἶκον Βαασά, πρὸς Ἰοὺ τὸν προφήτην |
Γ Βασ. 16,12 |
σύμφωνα με τον λόγον, τον οποίον ο Κυριος είχεν εξαγγείλλει δια του προφήτου Ιού εναντίον της οικογενείας Βαασά. |
Γ Βασ. 16,13
|
περὶ πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν Βαασὰ καὶ Ἠλὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὡς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραὴλ τοῦ παροργίσαι Κύριον τὸν Θεὸν Ἰσραὴλ ἐν τοῖς ματαίοις αὐτῶν. |
Γ Βασ. 16,13 |
Ετιμωρήθη δε σκληρώς η οικογένεια αυτή εξ αιτίας των αμαρτιών του Βαασά και του υιού του Ηλά, ο οποίος και παρέσυρε τον ισραηλιτικόν λαόν εις την ειδωλολατρείαν, ώστε να παροργίση Κυριον τον Θεόν. |
Γ Βασ. 16,14
|
καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἠλά, ἃ ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων Ἰσραήλ; |
Γ Βασ. 16,14 |
Τα άλλα από τα έργα, τα οποία έκαμεν ο Ηλά, υπάρχουν γραμμένα στο βιβλίον των έργων και των λόγων των βασιλέων του Ισραήλ. |
Γ Βασ. 16,15
|
Καὶ Ζαμβρὶ ἐβασίλευεν ἐν Θερσὰ ἡμέρας ἑπτά. καὶ ἡ παρεμβολὴ Ἰσραὴλ ἐπὶ Γαβαθὼν τὴν τῶν ἀλλοφύλων, |
Γ Βασ. 16,15 |
Ο Ζαμβρί εβασίλευσεν εις Θερσά μόνον επτά ημέρας. Διότι ο στρατός των Ισραηλιτών ευρίσκετο στρατοπεδευμένος απέναντι της πόλεως Γαβαθών, η οποία ανήκεν στους αλλοφύλους, στους Φιλισταίους. |
Γ Βασ. 16,16
|
καὶ ἤκουσεν ὁ λαὸς ἐν τῇ παρεμβολῇ λεγόντων· συνεστράφη Ζαμβρὶ καὶ ἔπαισε τὸν βασιλέα· καὶ ἐβασίλευσαν ἐν Ἰσραὴλ τὸν Ἀμβρὶ τὸν ἡγούμενον τῆς στρατιᾶς ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐν τῇ παρεμβολῇ. |
Γ Βασ. 16,16 |
Ο στρατός, λοιπόν, ο οποίος ευρίσκετο εκεί στρατοπεδευμένος, έμαθε την είδησιν αυτήν, ότι δηλαδή ο Ζαμβρί είχε συνωμοτήσει και εφόνευσε τον βασιλέα και τότε οι στρατιώται ανεκήρυξαν ως βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού τον Αμβρί, ο οποίος ήτο αρχηγός της στρατιάς του Ισραήλ κατά την ημέραν εκείνην στο στρατόπεδον. |
Γ Βασ. 16,17
|
καὶ ἀνέβη Ἀμβρὶ καὶ πᾶς Ἰσραὴλ μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ Γαβαθὼν καὶ περιεκάθισαν ἐπὶ Θερσά. |
Γ Βασ. 16,17 |
Ο Αμβρί και όλος ο ισραηλιτικός στρατός, που ήτο μαζή του, ανέβησαν από την Γαβαθών και επολιόρκησαν την Θερσά. |
Γ Βασ. 16,18
|
καὶ ἐγενήθη ὡς εἶδε Ζαμβρὶ ὅτι προκατείληπται αὐτοῦ ἡ πόλις, καὶ πορεύεται εἰς ἄντρον τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ ἐνεπύρισεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως καὶ ἀπέθανεν |
Γ Βασ. 16,18 |
Οταν ο Ζαμβρί είδεν ότι είχε καταληφθή από τον Αμβρί η πόλις, κατέφυγεν εις ένα πύργον του βασιλικού ανακτόρου, έβαλεν εις αυτόν φωτιάν και εκάη και ο ίδιος μαζή με τον πύργον. |
Γ Βασ. 16,19
|
ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ ὧν ἐποίησε, τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου πορευθῆναι ἐν ὁδῷ Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ, ὡς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ. |
Γ Βασ. 16,19 |
Ο σκληρός αυτός θάνατος επήλθεν εναντίον του εξ αιτίας των αμαρτιών, τας οποίας είχε διαπράξει, ώστε να βαδίση τον δρόμον του αμαρτωλού Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, ο οποίος και ο ίδιος ημάρτησε και τον λαόν είχε παρασύρει εις την αμαρτίαν. |
Γ Βασ. 16,20
|
καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ζαμβρὶ καὶ τὰς συνάψεις αὐτοῦ, ἃς συνῆψεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων Ἰσραήλ; |
Γ Βασ. 16,20 |
Τα υπόλοιπα από τα έργα του Ζαμβρί και αι συγκρούσεις, τας οποίας αυτός εναντίον άλλων έκαμεν είναι γραμμένα στο βιβλίον των έργων των βασιλέων του Ισραήλ. |
Γ Βασ. 16,21
|
Τότε μερίζεται ὁ λαὸς Ἰσραήλ· ἥμισυ τοῦ λαοῦ γίνεται ὀπίσω Θαμνὶ υἱοῦ Γωνὰθ τοῦ βασιλεῦσαι αὐτόν, καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ λαοῦ γίνεται ὀπίσω Ἀμβρί. |
Γ Βασ. 16,21 |
Τοτε δε εξ αιτίας, προφανώς, των γεγονότων αυτών εδιχάσθη το βασίλειον το ισραηλιτικόν. Το ήμισυ του λαού ηκολούθησε τον Θαμνί, υιόν Γωνάθ, και ανέδειξεν αυτόν βασιλέα. Το δε άλλο ήμισυ ηκολούθησε τον Αμβρί. |
Γ Βασ. 16,22
|
ὁ λαὸς ὁ ὢν ὀπίσω Ἀμβρὶ ὑπερεκράτησε τὸν λαὸν τὸν ὀπίσω Θαμνὶ υἱοῦ Γωνάθ, καὶ ἀπέθανε Θαμνὶ καὶ Ἰωρὰμ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, καὶ ἐβασίλευσεν Ἀμβρὶ μετὰ Θαμνί. |
Γ Βασ. 16,22 |
Ο λαός, ο οποίος ηκολούθησε τον Αμβρί, υπερίσχυσεν εναντίον της μερίδος που ήτο με τον Θαμνί, τον υιόν Γωνάθ. Ο Θαμνί εφονεύθη, όπως και ο αδελφός του Ιωράμ κατά την εποχήν εκείνην. Ετσι δε έγινε βασιλεύς μετά τον Θαμνί ο Αμβρί. |
Γ Βασ. 16,23
|
ἐν τῷ ἔτει τῷ τριακοστῷ καὶ πρώτῳ τοῦ βασιλέως Ἀσὰ βασιλεύει Ἀμβρὶ ἐπὶ Ἰσραὴλ δώδεκα ἔτη. ἐν Θερσὰ βασιλεύει ἓξ ἔτη· |
Γ Βασ. 16,23 |
Οταν διήνυε το τριακοστόν πρώτον έτος της βασιλείας του ο Ασά, ο βασιλεύς του Ιούδα, εβασίλευσεν επί του βασιλείου του Ισραήλ επί δώδεκα έτη ο Αμβρί. Εξ έτη εβασίλευσεν εις την Θερσά. |
Γ Βασ. 16,24
|
καὶ ἐκτήσατο Ἀμβρὶ τὸ ὄρος τὸ Σεμερὼν παρὰ Σεμὴρ τοῦ κυρίου τοῦ ὄρους δύο ταλάντων ἀργυρίου καὶ ᾠκοδόμησε τὸ ὄρος καὶ ἐπεκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ ὄρους, οὗ ᾠκοδόμησεν, ἐπὶ τῷ ὀνόματι Σεμὴρ τοῦ κυρίου τοῦ ὄρους Σαεμηρών. |
Γ Βασ. 16,24 |
Ο Αμβρί ηγόρασε το όρος της Σαμαρείας από τον Σεμήρ, στον οποίον ανήκε το όρος, αντί δύο ταλάντων αργυρίου και οικοδόμησεν στο όρος πόλιν. Εκάλεσε δε το όνομα του όρους, επί του οποίου είχεν οικοδομήσει την πόλιν, εκ του ονόματος Σεμήρ, του κυρίου του όρους, Σαμάρειαν. |
Γ Βασ. 16,25
|
καὶ ἐποίησεν Ἀμβρὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐπονηρεύσατο ὑπὲρ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθεν αὐτοῦ· |
Γ Βασ. 16,25 |
Αλλά και ο Αμβρί διέπραξε το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου. Εξετράπη εις ασεβείας πολύ χειροτέρας από εκείνας, που είχαν διαπράξει οι προηγηθέντες από αυτόν ασεβείς βασιλείς. |
Γ Βασ. 16,26
|
καὶ ἐπορεύθη ἐν πάσῃ ὁδῷ Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ, αἷς ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραὴλ τοῦ παροργίσαι τὸν Κύριον Θεὸν Ἰσραὴλ ἐν τοῖς ματαίοις αὐτῶν. |
Γ Βασ. 16,26 |
Ηκολούθησεν εξ ολοκλήρου τον δρόμον του αμαρτωλού Ιεροβοάμ υιού Ναβάτ εις τας αμαρτίας αυτού, με τας οποίας και τον ισραηλιτικόν λαόν παρέσυρεν εις την αμαρτίαν, ώστε οι Ισραηλίται να εξοργίσουν εναντίον των Κυριον τον Θεόν του Ισραήλ δια την ειδωλολατρείαν των και τας αμαρτωλάς ειδωλολατρικάς πράξεις των. |
Γ Βασ. 16,27
|
καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἀμβρὶ καὶ πάντα, ἃ ἐποίησε, καὶ πᾶσα ἡ δυναστεία αὐτοῦ, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων Ἰσραήλ; |
Γ Βασ. 16,27 |
Τα υπόλοιπα από τα έργα του Αμβρί και όλα όσα έκαμεν και όλα τα μεγάλα του κατορθώματα είναι γραμμένα στο βιβλίον των λόγων και των έργων των βασιλέων του Ισραήλ. |
Γ Βασ. 16,28
|
καὶ ἐκοιμήθη Ἀμβρὶ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται ἐν Σαμαρείᾳ, καὶ βασιλεύει Ἀχαὰβ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 16,28 |
Απέθανεν ο Αμβρί και ανεπαύθη μαζή με τους πατέρας του και ετάφη εις Σαμάρειαν. Αντί δε αυτού έγινε βασιλεύς ο υιός του ο Αχαάβ. |
Γ Βασ. 16,28α
|
Καὶ ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει τοῦ Ἀμβρὶ βασιλεύει Ἰωσαφὰτ υἱὸς Ἀσὰ ἐτῶν τριάκοντα καὶ πέντε ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ, καὶ εἴκοσι πέντε ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Γαζουβὰ θυγάτηρ Σελί. |
Γ Βασ. 16,28α |
Κατά δε το ενδέκατον έτος της βασιλείας του Αμβρί ανεδείχθη βασιλεύς εις την Ιερουσαλήμ ο Ιωσαφάτ, υιός του Ασά. Ητο δε τότε τριάκοντα πέντε ετών και εβασίλευσεν εις την Ιερουσαλήμ επί είκοσι πέντε έτη. Η μητέρα του ωνομάζετο Γαζουβά, ήτο δε θυγάτηρ του Σελί. |
Γ Βασ. 16,28γ
|
καὶ ἃ συνέθετο Ἰωσαφὰτ μετὰ βασιλέως Ἰσραὴλ καὶ πᾶσα ἡ δυναστεία, ἣν ἐποίησε, καὶ οὓς ἐπολέμησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων Ἰούδα; |
Γ Βασ. 16,28γ |
Τα της συνθήκης του Ιωσαφάτ με τον βασιλέα του Ισραήλ και όλα τα κατορθώματα, τα οποία αυτός επραγματοποίησεν, όπως και οι πόλεμοι, τους οποίους διεξήγαγεν, είναι γραμμένα στο βιβλίον των λόγων και των έργων των βασιλέων του Ιούδα. |
Γ Βασ. 16,28δ
|
καὶ τὰ λοιπὰ τῶν συμπλοκῶν, ἃς ἐπέθεντο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἀσὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐξῇρεν ἀπὸ τῆς γῆς. |
Γ Βασ. 16,28δ |
Και τας υπολειφθείσας ιεροδούλους γυναίκας, αι οποίαι είχαν προστεθή κατά τας ημέρας του πατρός του Ασά, εξεδίωξεν από την χώραν του. |
Γ Βασ. 16,28ε
|
καὶ βασιλεὺς οὐκ ἦν ἐν Συρίᾳ Νασίβ. |
Γ Βασ. 16,28ε |
Βασιλεύς δε τότε δεν υπήρχεν εις την Συρίαν· δεν υπήρχεν εκεί αρχηγός. |
Γ Βασ. 16,28ζ
|
καὶ ὁ βασιλεὺς Ἰωσαφὰτ ἐποίησε ναῦν εἰς Θαρσὶς πορεύεσθαι εἰς Σωφὶρ ἐπὶ τὸ χρυσίον· καὶ οὐκ ἐπορεύθη, ὅτι συνετρίβη ἡ ναῦς ἐν Γασιὼν Γαβέρ. |
Γ Βασ. 16,28ζ |
Ο βασιλεύς Ιωσαφάτ εναυπήγησε μεγάλο πλοίον εις Θαρσίς, δια να πλεύση αυτός εις Σωφίρ, όπου υπήρχε το χρυσίον. Το πλοίον όμως δεν επορεύθη, διότι συνετρίβη εις Γασιών Γαβέρ. |
Γ Βασ. 16,28η
|
τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς Ἰσραὴλ πρὸς Ἰωσαφάτ· ἐξαποστελῶ τοὺς παῖδάς σου καὶ τὰ παιδάριά μου ἐν τῇ νηῖ· καὶ οὐκ ἐβούλετο Ἰωσαφάτ. |
Γ Βασ. 16,28η |
Τοτε ο Οχοζίας, ο βασιλεύς του ισραηλιτικού βασιλείου, είπε προς Ιωσαφάτ· “εγώ είμαι πρόθυμος να στείλω με τους υπηρέτας σου και τους ανθρώπους μου στο ναυτικόν σου”. Ο Ιωσαφάτ όμως δεν συγκατετέθη. |
Γ Βασ. 16,28θ
|
καὶ ἐκοιμήθη Ἰωσαφὰτ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ θάπτεται μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἐβασίλευσεν Ἰωρὰμ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 16,28θ |
Εκοιμήθη δέ, όπως και οι πατέρες του, και ετάφη στους τάφους των πατέρων του εις την πόλιν Δαυίδ. Βασιλεύς δε αντ' αυτού έγινεν ο υιός του, ο Ιωράμ. |
Γ Βασ. 16.28β
|
καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ ὁδῷ Ἀσὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐξέκλινεν ἀπ᾿ αὐτῆς τοῦ ποιεῖν τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου· πλὴν τῶν ὑψηλῶν οὐκ ἐξῇραν, ἔθυον ἐν τοῖς ὑψηλοῖς, καὶ ἐθυμίων. |
Γ Βασ. 16.28β |
|
Γ Βασ. 16,29
|
Ἐν ἔτει δευτέρῳ τοῦ Ἰωσαφὰτ βασιλέως Ἰούδα βασιλεύει Ἀχαὰβ υἱὸς Ἀμβρί· ἐβασίλευσεν ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ εἴκοσι καὶ δύο ἔτη. |
Γ Βασ. 16,29 |
Κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ, βασιλέως του ιουδαϊκού βασιλείου, έγινε βασιλεύς στο ισραηλιτικόν βασίλειον ο Αχαάβ, ο υιός του Αμβρί. Αυτός εβασίλευσεν στο Ισραήλ με πρωτεύουσαν την Σαμάρειαν επί είκοσι δύο έτη. |
Γ Βασ. 16,30
|
καὶ ἐποίησεν Ἀχαὰβ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐπονηρεύσατο ὑπὲρ πάντας τοὺς ἔμπροσθεν αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 16,30 |
Ο Αχαάβ διέπραξε το πονηρόν ενώπιον του Κυρίου και εξέκλινεν εις ασέβειαν και αμαρτωλότητα χειροτέραν από τους προκατόχους του ασεβείς βασιλείς. |
Γ Βασ. 16,31
|
καὶ οὐκ ἦν αὐτῷ ἱκανὸν τοῦ πορεύεσθαι ἐν ταῖς ἁμαρτίαις Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβάτ, καὶ ἔλαβε γυναῖκα τὴν Ἰεζάβελ θυγατέρα Ἰεθεβαὰλ βασιλέως Σιδωνίων καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐδούλευσε τῷ Βάαλ καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ, |
Γ Βασ. 16,31 |
Και δεν του ήτο αρκετόν ότι εβάδισε τον δρόμον του αμαρτωλού Ιεροβοάμ, υιού του Ναβάτ, αλλά επήρε και ως σύζυγόν του την Ιεζάβελ θυγατέρα του Ιεθεβαάλ, βασιλέως των Σιδωνίων, επορεύθη και ελάτρευσε τον Βααλ και προσεκύνησεν αυτόν. |
Γ Βασ. 16,32
|
καὶ ἔστησε θυσιαστήριον τῷ Βάαλ ἐν οἴκῳ τῶν προσοχθισμάτων αὐτοῦ, ὃν ᾠκοδόμησεν ἐν Σαμαρείᾳ, |
Γ Βασ. 16,32 |
Ανοικοδόμησε δε προς τιμήν του ειδώλου Βααλ θυσιαστήριον, το οποίον έθεσεν στον οίκον των ειδωλολατρικών βδελυγμάτων του, εις αυτόν που είχεν ανοικοδομήσει εις την Σαμάρειαν. |
Γ Βασ. 16,33
|
καὶ ἐποίησεν Ἀχαὰβ ἄλσος, καὶ προσέθεκεν Ἀχαὰβ τοῦ ποιῆσαι παροργίσματα τοῦ παροργίσαι τὸν Κύριον Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τοῦ ἐξολοθρευθῆναι· ἐκακοποίησεν ὑπὲρ πάντας τοὺς βασιλεῖς Ἰσραὴλ τοὺς γενομένους ἔμπροσθεν αὐτοῦ. |
Γ Βασ. 16,33 |
Εις δε το ειοωλολατρικόν ιερόν άλσος έστησεν ο Αχαάβ άγαλμα την Αστάρτην, διέπραξε δε και άλλας πονηράς ειδωλολατρικάς πράξεις, δια των οποίων παρώργισε Κυριον τον Θεόν του ισραηλιτικού λαού εναντίον του, ώστε να αυτοκαταδικασθή έτσι εις εξολόθρευσιν. Εξετράπη δε στο κακόν περισσότερον από όλους τους άλλους βασιλείς του Ισραήλ, οι οποίοι ποοηγήθησαν από αυτόν, |
Γ Βασ. 16,34
|
καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ᾠκοδόμησεν Ἀχιὴλ ὁ Βαιθηλίτης τὴν Ἱεριχώ· ἐν τῷ Ἀβιρὼν προτοτόκῳ αὐτοῦ ἐθεμελίωσεν αὐτὴν καὶ τῷ Σεγοὺβ τῷ νεωτέρῳ αὐτοῦ ἐπέστησε θύρας αὐτῆς κατὰ τὸ ῥῆμα Κυρίου, ὃ ἐλάλησεν ἐν χειρὶ Ἰησοῦ υἱοῦ Ναυῆ. |
Γ Βασ. 16,34 |
Κατά τας ημέρας του Αχαάβ, ο Αχιήλ ο οποίος κατήγετο από την Βαιθήλ, ανοικοδόμησε την Ιεριχώ. Οταν έθετε τα θεμέλιά της, απέθανεν ο πρωτότοκος υιός του, ο Αβιρών. Απέθανε δε και ο νεώτερος υιός του ο Σεγούβ, όταν απεπεράτωσεν αυτήν και έθεσε τας πύλας του τείχους της. Τούτο δε έγινεν ως θεία τιμωρία, δια να εκπληρωθή ο λόγος, τον οποίον ο Κυριος είχεν εξαγγείλει δια του Ιησού, του υιού του Ναυη, ότι δεν έπρεπε να ανοικοδομηθούν ποτέ τα τείχη της Ιεριχούς. |