Σοφ. Σειρ. 40,1
|
Ἀσχολία μεγάλη ἔκτισται παντὶ ἀνθρώπῳ καὶ ζυγὸς βαρὺς ἐπὶ υἱοὺς Ἀδὰμ ἀφ᾿ ἡμέρας ἐξόδου ἐκ γαστρὸς μητρὸς αὐτῶν ἕως ἡμέρας ἐπιστροφῆς εἰς μητέρα πάντων· |
Σοφ. Σειρ. 40,1 |
Μεγάλη και πολυμέριμνος απασχόλησις έχει επιβληθή εις κάθε άνθρωπον. Βαρύς ζυγός επάνω στους υιούς του Αδάμ από της ημέρας, από της οποίας ο καθένας γεννάται μέχρι της ημέρας, που θα επιστρέψη εις την γην, την μητέρα όλων. |
Σοφ. Σειρ. 40,2
|
τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν καὶ φόβον καρδίας, ἐπίνοια προσδοκίας, ἡμέρα τελευτῆς. |
Σοφ. Σειρ. 40,2 |
Εκείνο που εμβάλλει μελαγχολίαν στους διαλογισμούς του και φόβον εις την καρδίαν, είναι η σκέψις και η αγωνιώδης προσμονή της ημέρας του θανάτου. |
Σοφ. Σειρ. 40,3
|
ἀπὸ καθημένου ἐπὶ θρόνου ἐν δόξῃ καὶ ἕως τεταπεινωμένου ἐν γῇ καὶ σποδῷ, |
Σοφ. Σειρ. 40,3 |
Εις όλους συμβαίνει αυτό, από τον άνθρωπον ο οποίος κάθεται επάνω εις ένδοξον θρόνον, μέχρι τον άθλιον πτωχόν που κάθεται επάνω στο χώμα και την στάκτην, |
Σοφ. Σειρ. 40,4
|
ἀπὸ φοροῦντος ὑάκινθον καὶ στέφανον καὶ ἕως περιβαλλομένου ὠμόλινον, |
Σοφ. Σειρ. 40,4 |
από τον άρχοντα που φορεί πολύτιμον κυανούν χιτώνα και στεφάνι στο κεφάλι και έως εκείνον, που φορεί ως ιμάτιον ένα χονδροκαμωμένον λίνον ύφασμα· |
Σοφ. Σειρ. 40,5
|
θυμὸς καὶ ζῆλος καὶ ταραχὴ καὶ σάλος καὶ φόβος θανάτου καὶ μηνίαμα καὶ ἔρις· καὶ ἐν καιρῷ ἀναπαύσεως ἐπὶ κοίτης ὕπνος νυκτὸς ἀλλοιοῖ γνῶσιν αὐτοῦ. |
Σοφ. Σειρ. 40,5 |
ο θυμός, η ζηλοφθονία, η ταραχή, η αναστάτωσις, ο φόβος του θανάτου, η οργή και η έρις, ταράσσουν και συγκλονίζουν όλους τους ανθρώπους. Και όταν ο άνθρωπος αναπαύεται κατά την νύκτα εις την κλίνην του, ο νυκτερινός ύπνος αλλοιώνει και επιδεινώνει τας σκέψεις και ανησυχίας. |
Σοφ. Σειρ. 40,6
|
ὀλίγον ὡς οὐδὲν ἐν ἀναπαύσει, καὶ ἀπ᾿ ἐκείνου ἐν ὕπνοις ὡς ἐν ἡμέρᾳ σκοπιᾶς τεθορυβημένος ἐν ὁράσει καρδίας αὐτοῦ, ὡς ἐκπεφευγὼς ἀπὸ προσώπου πολέμου. |
Σοφ. Σειρ. 40,6 |
Αναπαύεται ολίγον, που ισοδυναμεί μάλλον με το τίποτε, και κατά το ελάχιστον αυτό χρονικόν διάστημα του φαίνεται ωσάν να είναι επάνω εις φυλάκιον περιστοιχιζόμενος από εχθρούς. Αναστατώνεται από τα φαντάσματα αυτά του πνεύματός του, ευρίσκεται ακόμη υπό το κράτος του τρόμου, ως εάν έχη διαφύγει από φονικήν μάχην. |
Σοφ. Σειρ. 40,7
|
ἐν καιρῷ σωτηρίας αὐτοῦ ἐξηγέρθη καὶ ἀποθαυμάζων εἰς οὐδένα φόβον. |
Σοφ. Σειρ. 40,7 |
Κατά την στιγμήν δέ που νομίζει εν τω ονείρω του ότι διεσώθη αυτό την φονικήν μάχην, απορεί και ο ίδιος δια τον αδικαιολόγητον και ανύπαρκτον φόβον του. |
Σοφ. Σειρ. 40,8
|
μετὰ πάσης σαρκὸς ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους, καὶ ἐπὶ ἁμαρτωλῶν ἑπταπλάσια πρὸς ταῦτα· |
Σοφ. Σειρ. 40,8 |
Ολα αυτά συμβαίνουν εις κάθε έμβιον ον, από του ανθρώπου μέχρι του ζώου. Εις τους αμαρτωλούς όμως είναι αυτά επτά φορές περισσότερα. |
Σοφ. Σειρ. 40,9
|
θάνατος καὶ αἷμα καὶ ἔρις καὶ ῥομφαία, ἐπαγωγαί, λιμὸς καὶ σύντριμμα καὶ μάστιξ, |
Σοφ. Σειρ. 40,9 |
Διότι ο βίαιος και πρόωρος θάνατος, ο φόνος, η διχόνοια, η μάχαιρα, αι θεομηνίαι, ο λιμός, ο όλεθρος και αι άλλαι μάστιγες, |
Σοφ. Σειρ. 40,10
|
ἐπὶ τοὺς ἀνόμους ἐκτίσθη ταῦτα πάντα, καὶ δι᾿ αὐτοὺς ἐγένετο ὁ κατακλυσμός. |
Σοφ. Σειρ. 40,10 |
όλα αυτά έχουν προορισθή δια τους παρανόμους, προς τιμωρίαν των οποίων άλλωστε εις την παλαιάν εποχήν έγινε και ο κατακλυσμός. |
Σοφ. Σειρ. 40,11
|
πάντα, ὅσα ἀπὸ γῆς, εἰς γῆν ἀναστρέφει, καὶ ἀπὸ ὑδάτων εἰς θάλασσαν ἀνακάμπτει. |
Σοφ. Σειρ. 40,11 |
Ολα όσα προέρχονται από την γην, επιστρέφουν εις την γην. Ολα όσα εξέρχονται από τα ύδατα επιστρέφουν εις την θάλασσαν. |
Σοφ. Σειρ. 40,12
|
Πᾶν δῶρον καὶ ἀδικία ἐξαλειφθήσεται, καὶ πίστις εἰς τὸν αἰῶνα στήσεται. |
Σοφ. Σειρ. 40,12 |
Παράνομα δώρα, δωροδοκίαι και αδικίαι δεν θα πιάσουν τόπον· θα εξαλειφθούν. Η αξιοπιστία όμως μένει στους αιώνας των αιώνων. |
Σοφ. Σειρ. 40,13
|
χρήματα ἀδίκων ὡς ποταμὸς ξηρανθήσεται καὶ ὡς βροντὴ μεγάλη ἐν ὑετῷ ἐξηχήσει. |
Σοφ. Σειρ. 40,13 |
Τα πλούτη των αδίκων ανθρώπων θα ξηρανθούν, όπως το νερό του χειμάρρου, όπως η μεγάλη βροντή η οποία αντηχεί εις ώραν βροχής και έπειτα σβήνει ο ήχός της. |
Σοφ. Σειρ. 40,14
|
ἐν τῷ ἀνοῖξαι αὐτὸν χεῖρας εὐφρανθήσεται, οὕτως οἱ παραβαίνοντες εἰς συντέλειαν ἐκλείψουσιν. |
Σοφ. Σειρ. 40,14 |
Οπως όταν ανοίγη κανείς το χέρι του, δια να λάβη κάτι, προς στιγμήν ευχαριστείται, αλλά δεν λαμβάνει, έτσι και εκείνοι που παραβαίνουν τον νόμον του Θεού, προς στιγμήν ευφραίνονται και κατόπιν θα εκλείψουν τελείως. |
Σοφ. Σειρ. 40,15
|
ἔκγονα ἀσεβῶν οὐ πληθύνει κλάδους, καὶ ῥίζαι ἀκάθαρτοι ἐπ᾿ ἀκροτόμου πέτρας· |
Σοφ. Σειρ. 40,15 |
Οι απόγονοι των ασεβών δεν θα πληθύνουν τους κλάδους του γεννεαλογικού των δένδρου, διότι αι ακάθαρτοι ρίζαι των ανθρώπων αυτών είναι επάνω εις κατάξηρον απότομον βράχον. |
Σοφ. Σειρ. 40,16
|
ἄχει ἐπὶ παντὸς ὕδατος καὶ χείλους ποταμοῦ πρὸ παντὸς χόρτου ἐκτιλήσεται. |
Σοφ. Σειρ. 40,16 |
Οπως τα υδρόβια φυτά, που φυτρώνουν και ταχέως αναπτύσσονται κοντά εις τα νερά και εις τας όχθας των ποταμών ξερριζώνονται εύκολα η κόβονται ενωρίτερα από κάθε άλλο χόρτον, έτσι και οι ασεβείς. |
Σοφ. Σειρ. 40,17
|
χάρις ὡς παράδεισος ἐν εὐλογίαις, καὶ ἐλεημοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα διαμένει. |
Σοφ. Σειρ. 40,17 |
Η φιλανθρωπία όμως και η ελεημοσύνη είναι ωσάν ένας κήπος ευλογημένος, η δε ελεημοσύνη παραμένει στον αιώνα. |
Σοφ. Σειρ. 40,18
|
Ζωὴ αὐτάρκους ἐργάτου γλυκανθήσεται, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα ὁ εὑρίσκων θησαυρόν. |
Σοφ. Σειρ. 40,18 |
Η ζωή του εργατικού και αυτάρκους ανθρώπου είναι γλυκεία. Περισσότερον όμως τυχηρός και από τους δύο είναι εκείνος, που ευρίσκει θησαυρόν. |
Σοφ. Σειρ. 40,19
|
τέκνα καὶ οἰκοδομὴ πόλεως στηρίζουσιν ὄνομα, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα γυνὴ ἄμωμος λογίζεται. |
Σοφ. Σειρ. 40,19 |
Η απόκτησις πολλών τέκνων και η ανοικοδόμησις μιας πόλεως στηρίζουν και διαιωνίζουν το καλόν όνομα του ανθρώπου. Ανωτέρα όμως και από τα δύο αυτά θεωρείται η άμεμπτος σύζυγος. |
Σοφ. Σειρ. 40,20
|
οἶνος καὶ μουσικὰ εὐφραίνουσι καρδίαν, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα ἀγάπησις σοφίας. |
Σοφ. Σειρ. 40,20 |
Ο οίνος και η μουσική, που υπάρχουν εις τα συμπόσια, ευφραίνουν την καρδίαν περισσότερον όμως και από τα δύο αυτά ευφραίνει η αγάπη της σοφίας. |
Σοφ. Σειρ. 40,21
|
αὐλὸς καὶ ψαλτήριον ἡδύνουσι μέλι, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα γλῶσσα ἡδεῖα. |
Σοφ. Σειρ. 40,21 |
Ο αυλός και το ψαλτήρι αναδίδουν ήχους γλυκείς ωσάν το μέλι· ανώτερον όμως και από τα δύο αυτά μουσικά όργανα είναι η γλυκεία γλώσσα. |
Σοφ. Σειρ. 40,22
|
χάριν καὶ κάλλος ἐπιθυμήσει ὁ ὀφθαλμός σου, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα χλόην σπόρου. |
Σοφ. Σειρ. 40,22 |
Το μάτι σου επιθυμεί και αρέσκεται να βλέπη χάριν και κάλλος στους ανθρώπους· περισσότερον όμως και από τα δύο ευχαριστείται, όταν βλέπη την βλαστάνουσαν από τους σπόρους χλόην, την ωραιότητα δηλαδή της φύσεως. |
Σοφ. Σειρ. 40,23
|
φίλος καὶ ἑταῖρος εἰς καιρὸν ἀπαντῶντες, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα γυνὴ μετὰ ἀνδρός. |
Σοφ. Σειρ. 40,23 |
Ωραίον είναι, όταν στον κατάλληλον μάλιστα καιρόν συναντώνται ο φίλος και ο σύντροφος, αν και από τα δύο αυτά ανωτέρα είναι η συνάντησις της γυναικός μετά του συζύγου της. |
Σοφ. Σειρ. 40,24
|
ἀδελφοὶ καὶ βοήθεια εἰς καιρὸν θλίψεως, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα ἐλεημοσύνη ῥύσεται. |
Σοφ. Σειρ. 40,24 |
Οι αδελφοί και η βοήθεια εκ μέρους αγαπητών προοώπων, εις καιρόν μάλιστα θλίψεως, είναι κάτι το ωραίον. Περισσότερον όμως και από τα δύο αυτά θα βοηθήση τον άνθρωπον η ελεημοσύνη. |
Σοφ. Σειρ. 40,25
|
χρυσίον καὶ ἀργύριον ἐπιστήσουσι πόδα, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα βουλὴ εὐδοκιμεῖται. |
Σοφ. Σειρ. 40,25 |
Ο χρυσός και ο άργυρος, (δηλ. πλούτη και αγαθά) στηρίζουν τους πόδας των ανθρώπων· περισσότερον όμως από τα δύο αυτά στηρίζει και συνεργεί εις την ευδσκίμησιν μια καλή συμβουλή. |
Σοφ. Σειρ. 40,26
|
χρήματα καὶ ἰσχὺς ἀνυψώσουσι καρδίαν, καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα φόβος Κυρίου· οὐκ ἔστιν ἐν φόβῳ Κυρίου ἐλάττωσις, καὶ οὐκ ἔστιν ἐπιζητῆσαι ἐν αὐτῷ βοήθειαν· |
Σοφ. Σειρ. 40,26 |
Τα χρήματα και η δύναμις ανυψώνουν και στηρίζουν τας καρδίας των ανθρώπων· περισσότερον όμως και από τα δύο αυτά στηρίζει και δοξάζει τον άνθρωπον ο φόβος του Κυρίου. Οπου υπάρχει η ευλάβεια προς τον Κυριον, εκεί δεν απαντάται πτωχεία και στέρησις. Ο φοβούμενος τον Κυριον δεν θα ευρεθή εις την ανάγκην να ζητήση από τους άλλους βοήθειαν. |
Σοφ. Σειρ. 40,27
|
φόβος Κυρίου ὡς παράδεισος εὐλογίας, καὶ ὑπὲρ πᾶσαν δόξαν ἐκάλυψαν αὐτόν. |
Σοφ. Σειρ. 40,27 |
Ο φόβος του Κυρίου ομοιάζει προς πλουσιόκαρπον κήπον. Τον ευσεβή τον καλύπτει ο Θεός με δόξαν, ανωτέραν από πάσαν άλλην. |
Σοφ. Σειρ. 40,28
|
Τέκνον, ζωὴν ἐπαιτήσεως μὴ βιώσῃς· κρεῖσσον ἀποθανεῖν ἢ ἐπαιτεῖν. |
Σοφ. Σειρ. 40,28 |
Παιδί μου, πρόσεχε μη ζήσης ποτέ την ζωήν του επαίτου. Καλύτερον είναι να αποθάνη κανείς, παρά να επαιτή. |
Σοφ. Σειρ. 40,29
|
ἀνὴρ βλέπων εἰς τράπεζαν ἀλλοτρίαν, οὐκ ἔστιν αὐτοῦ ὁ βίος ἐν λογισμῷ ζωῆς, ἀλισγήσει ψυχὴν αὐτοῦ ἐν ἐδέσμασιν ἀλλοτρίοις· ἀνὴρ δὲ ἐπιστήμων καὶ πεπαιδευμένος φυλάξεται. |
Σοφ. Σειρ. 40,29 |
Δεν είναι ζωή αξιοπρεπής η ζωή εκείνου, ο οποίος βλέπει με βουλιμίαν την ξένην τράπεζαν. Αυτός θα μολύνη την ψυχήν του με τα ξένα φαγητά, που θα τρώγη. Ο μορφωμένος όμως και συνετός άνθρωπος θα φυλαχθή από αυτό το κατάντημα. |
Σοφ. Σειρ. 40,30
|
ἐν στόματι ἀναιδοῦς γλυκανθήσεται ἐπαίτησις, καὶ ἐν κοιλίᾳ αὐτοῦ πῦρ καήσεται. |
Σοφ. Σειρ. 40,30 |
Εις το στόμα του αναιδούς είναι γλυκεία η επαιτεία, αλλά στο εσωτερικόν του είναι μία αναμμένη φωτιά. |
Σοφ. Σειρ. 41,1
|
Ὦ θάνατε, ὡς πικρόν σου τὸ μνημόσυνόν ἐστιν ἀνθρώπῳ εἰρηνεύοντι ἐν τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ ἀνδρὶ ἀπερισπάστῳ καὶ εὐοδουμένῳ ἐν πᾶσι καὶ ἔτι ἰσχύοντι ἐπιδέξασθαι τροφήν. |
Σοφ. Σειρ. 41,1 |
Ω θάνατε, πόσον πικρά είναι η ανάμνησίς σου εις άνθρωπον, ο οποίος ζη ειρηνικώς ανάμεσα εις τα αγαθά του, αμέριμνος και προοδεύων εις όλα· εις άνθρωπον, ο οποίος έχει ισχύν και υγείαν, ώστε να τρώγη με όρεξιν τα φαγητά! |
Σοφ. Σειρ. 41,2
|
ὦ θάνατε, καλόν σου τὸ κρίμα ἐστὶν ἀνθρώπῳ ἐπιδεομένῳ καὶ ἐλασσουμένῳ ἰσχύϊ, ἐσχατογήρῳ καὶ περισπωμένῳ περὶ πάντων καὶ ἀπειθοῦντι καὶ ἀπολωλεκότι ὑπομονήν. |
Σοφ. Σειρ. 41,2 |
Ω θάνατε, κρίνεσαι καλός δια τον πτωχόν, δια τον σωματικώς ασθενή και αδύνατον, δι' εκείνον που έχει φθάσει εις βαθύ γήρας, δι' αυτόν ο οποίος περισπάται εις πολλάς και βαρείας μερίμνας και ο οποίος επαναστατεί δια την κατάστασίν του και έχει χάσει πλέον την υπομονήν. |
Σοφ. Σειρ. 41,3
|
μὴ εὐλαβοῦ κρίμα θανάτου, μνήσθητι προτέρων σου καὶ ἐσχάτων· |
Σοφ. Σειρ. 41,3 |
Αλλά συ, ω άνθρωπε, εις οιανδήποτε και αν ευρίσκεσαι κατάστασιν, μη φοβήσαι την ώραν του θανάτου. Ενθυμήσου εκείνους που έζησαν πριν από σέ, και εκείνους που θα ζήσουν ύστερα από σέ. |
Σοφ. Σειρ. 41,4
|
τοῦτο τὸ κρίμα παρὰ Κυρίου πάσῃ σαρκί, καὶ τί ἀπαναίνῃ ἐν εὐδοκίᾳ Ὑψίστου; εἴτε δέκα εἴτε ἑκατὸν εἴτε χίλια ἔτη, οὐκ ἔστιν ἐν ᾅδου ἐλεγμὸς ζωῆς. |
Σοφ. Σειρ. 41,4 |
Αυτή είναι η απόφασις του Κυρίου δια κάθε άνθρωπον, ο θάνατος. Διατί να ανθίσταται κανείς εις την αγαθήν αυτήν απόφασιν του Υψίστου; Είτε δέκα, είτε εκατόν, είτε χίλια έτη και αν έζησε κανείς, κάτω στον άδην δεν θα τον ελέγξη κανείς δια τον αριθμόν των ετών της ζωής του. |
Σοφ. Σειρ. 41,5
|
Τέκνα βδελυκτὰ γίνεται τέκνα ἁμαρτωλῶν καὶ συναναστρεφόμενα παροικίαις ἀσεβῶν. |
Σοφ. Σειρ. 41,5 |
Βδελυρά γίνονται τα τέκνα των αμαρτωλών, τα οποία συχνάζουν και συναναστρέφονται εις τας οικίας ασεβών ανθρώπων. |
Σοφ. Σειρ. 41,6
|
τέκνων ἁμαρτωλῶν ἀπολεῖται κληρονομία, καὶ μετὰ τοῦ σπέρματος αὐτῶν ἐνδελεχιεῖ ὄνειδος. |
Σοφ. Σειρ. 41,6 |
Η κληρονομία των αμαρτωλών τέκνων χάνεται, εις δε τους απογόνους των παραμένει πάντοτε ο εξευτελισμός και η ανυποληψία. |
Σοφ. Σειρ. 41,7
|
πατρὶ ἀσεβεῖ μέμψεται τέκνα, ὅτι δι᾿ αὐτὸν ὀνειδισθήσονται. |
Σοφ. Σειρ. 41,7 |
Τον ασεβή πατέρα θα τον μέμφωνται τα τέκνα του, διότι εξ αιτίας αυτού, θα ονειδίζωνται. |
Σοφ. Σειρ. 41,8
|
οὐαὶ ὑμῖν, ἄνδρες ἀσεβεῖς, οἵτινες ἐγκατελίπετε νόμον Θεοῦ Ὑψίστου· |
Σοφ. Σειρ. 41,8 |
Αλλοίμονον εις σας, ω ασεβείς άνδρες, οι οποίοι έχετε εγκαταλείψει τον νόμον του Υψίστου Θεού. |
Σοφ. Σειρ. 41,9
|
καὶ ἐὰν γεννηθῆτε, εἰς κατάραν γεννηθήσεσθε, καὶ ἐὰν ἀποθάνητε, εἰς κατάραν μερισθήσεσθε. |
Σοφ. Σειρ. 41,9 |
Και εάν έχετε γεννηθή, δια την κατάραν εγεννηθήκατε και όταν αποθάνετε, η κατάρα θα είναι το μερίδιον και η κληρονομία σας. |
Σοφ. Σειρ. 41,10
|
πάντα ὅσα ἐκ γῆς, εἰς γῆν ἀπελεύσεται, οὕτως ἀσεβεῖς ἀπὸ κατάρας εἰς ἀπώλειαν. |
Σοφ. Σειρ. 41,10 |
Ολα όσα προέρχονται από την γην, εις την γην θα επανέλθουν. Ετσι και οι ασεβείς, από την κατάραν θα καταντήσουν εις την απώλειαν. |
Σοφ. Σειρ. 41,11
|
Πένθος ἀνθρώπων ἐν σώμασιν αὐτῶν, ὄνομα δὲ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀγαθὸν ἐξαλειφθήσεται. |
Σοφ. Σειρ. 41,11 |
Το πένθος των ανθρώπων αναφέρεται στον σωματικόν θάνατον· το κακόν όμως όνομα των αμαρτωλών ποτέ δεν θα εξαλειφθή. |
Σοφ. Σειρ. 41,12
|
φρόντισον περὶ ὀνόματος, αὐτὸ γάρ σοι διαμένει ἢ χίλιοι μεγάλοι θησαυροὶ χρυσίου. |
Σοφ. Σειρ. 41,12 |
Φρόντισε δια το καλόν όνομά σου, διότι αυτό θα παραμείνη ως ισοβιον κτήμα σου, παρά χίλιοι μεγάλοι θησαυροί χρυσού. |
Σοφ. Σειρ. 41,13
|
ἀγαθῆς ζωῆς ἀριθμὸς ἡμερῶν, καὶ ἀγαθὸν ὄνομα εἰς αἰῶνα διαμενεῖ. |
Σοφ. Σειρ. 41,13 |
Και αυτής ακόμη της καλής ζωής είναι μετρημέναι αι ημέραι. Το καλόν όμως όνομα μένει πάντοτε. |
Σοφ. Σειρ. 41,14
|
παιδείαν ἐν εἰρήνῃ συντηρήσατε, τέκνα· σοφία δὲ κεκρυμμένη καὶ θησαυρὸς ἀφανής, τίς ὠφέλεια ἐν ἀμφοτέροις; |
Σοφ. Σειρ. 41,14 |
Παιδιά μου, προσέξατε και κρατήσατε την ειρηνικήν διδασκαλίαν και μόρφωσιν. Σοφία κρυμμένη και θησαυρός αφανής, ποίαν ωφέλειαν ημπορούν και τα δυο να φέρουν; |
Σοφ. Σειρ. 41,15
|
κρείσσων ἄνθρωπος ἀποκρύπτων τὴν μωρίαν αὐτοῦ ἢ ἄνθρωπος ἀποκρύπτων τὴν σοφίαν αὐτοῦ. |
Σοφ. Σειρ. 41,15 |
Καλύτερος είναι ενας άνθρωπος, που κρύπτει την μωρίαν του, παρά ένας σοφός που κρύπτει την σοφίαν του. |
Σοφ. Σειρ. 41,16
|
τοιγαροῦν ἐντράπητε ἐπὶ τῷ ῥήματί μου· οὐ γάρ ἐστι πᾶσαν αἰσχύνην διαφυλάξαι καλόν, καὶ οὐ πάντα πᾶσιν ἐν πίστει εὐδοκιμεῖται. |
Σοφ. Σειρ. 41,16 |
Λοιπόν, και σεις εντραπήτε δια τα λόγια, τα οποία σας είπα και θα σας είπω. Δεν είναι βέβαια καλόν να συστέλλεται κανείς εις κάθε είδος εντροπής και όλα τα πράγματα δεν εκτιμώνται με ακρίβειαν εκ μέρους των ανθρώπων. |
Σοφ. Σειρ. 41,17
|
αἰσχύνεσθε ἀπὸ πατρὸς καὶ μητρὸς περὶ πορνείας καὶ ἀπὸ ἡγουμένου καὶ δυνάστου περὶ ψεύδους, |
Σοφ. Σειρ. 41,17 |
Ιδού, που πρέπει να αισθάνεσθε εντροπήν· να εντρέπεσθε την πορνείαν ενώπιον μάλιστα του πατρός και της μητρός σας· το ψεύδος ενώπιον του ηγεμόνος και του κατέχοντος εξουσίαν, |
Σοφ. Σειρ. 41,18
|
ἀπὸ κριτοῦ καὶ ἄρχοντος περὶ πλημμελείας, ἀπὸ συναγωγῆς καὶ λαοῦ περὶ ἀνομίας, |
Σοφ. Σειρ. 41,18 |
καταπάτησιν του Νομου ενώπιον δικαστού και άρχοντος και την κατηγορίαν εναντίον σας περί αδικίας εκ μέρους συγκεντρώσεως και λαού ολοκλήρου. |
Σοφ. Σειρ. 41,19
|
ἀπὸ κοινωνοῦ καὶ φίλου περὶ ἀδικίας καὶ ἀπὸ τόπου, οὗ παροικεῖς, περὶ κλοπῆς, |
Σοφ. Σειρ. 41,19 |
Να αισθάνεσθε εντροπήν δι' αδικίαν απέναντι του συντρόφου και φίλου σας, δια κλοπήν εις την πόλιν, όπου συ κατοικείς. |
Σοφ. Σειρ. 41,20
|
ἀπὸ ἀληθείας Θεοῦ καὶ διαθήκης καὶ ἀπὸ πήξεως ἀγκῶνος ἐπ᾿ ἄρτοις, |
Σοφ. Σειρ. 41,20 |
Εντροπήν επίσης εμπρός εις την αλήθειαν και την διαθήκην του Θεού και ακόμη δια το στήριγμα του αγκώνος της χειρός σας όταν παρακάθεσθε εις τράπεζαν φαγητού. |
Σοφ. Σειρ. 41,21
|
ἀπὸ σκορακισμοῦ λήψεως καὶ δόσεως καὶ ἀπὸ ἀσπαζομένων περὶ σιωπῆς, |
Σοφ. Σειρ. 41,21 |
Να εντρέπεσθε τας παρανόμους δοσοληψίας, και όταν οι άλλοι σας χαιρετούν, σεις δε σιωπάτε. |
Σοφ. Σειρ. 41,22
|
ἀπὸ ὁράσεως γυναικὸς ἑταίρας καὶ ἀπὸ ἀποστροφῆς προσώπου συγγενοῦς, |
Σοφ. Σειρ. 41,22 |
Εντροπή είναι να παρατηρής μίαν γυναίκα διεφθαρμένην και να αποστρέφης το πρόσωπόν σου από συγγενή σου. |
Σοφ. Σειρ. 41,23
|
ἀπὸ ἀφαιρέσεως μερίδος καὶ δόσεως καὶ ἀπὸ κατανοήσεως γυναικὸς ὑπάνδρου, |
Σοφ. Σειρ. 41,23 |
Να αφαιρής από κάποιον το δίκαιον μερίδιόν του η το δώρον του, και να περιεργάζεσαι με πονηρίαν γυναίκα ύπανδρον. |
Σοφ. Σειρ. 41,24
|
ἀπὸ περιεργείας παιδίσκης αὐτοῦ, καὶ μὴ ἐπιστῇς ἐπὶ τὴν κοίτην αὐτῆς· |
Σοφ. Σειρ. 41,24 |
Εντροπή είναι, να έχης μεγάλην οικειότητα με την υπηρέτριάν σου· πρόσεξε μη πλησίασης εις την κλίνην της. |
Σοφ. Σειρ. 41,25
|
ἀπὸ φίλων περὶ λόγων ὀνειδισμοῦ, καὶ μετὰ τὸ δοῦναι μὴ ὀνείδιζε, |
Σοφ. Σειρ. 41,25 |
Να εντραπής δια προσβλητικούς λόγους εναντίον των φίλων σου, όταν δε εκείνοι ευρεθούν εις ανάγκην, συ δε τους βοηθήσης, πρόσεξε μη θίξης την αξιοπρέπειάν των. |
Σοφ. Σειρ. 41,26
|
ἀπὸ δευτερώσεως καὶ λόγου ἀκοῆς, καὶ ἀπὸ ἀποκαλύψεων λόγων κρυφίων· |
Σοφ. Σειρ. 41,26 |
Θεώρει εντροπήν σου το να επαναλαμβάνης και να διηγήσαι κάθε τι, το οποίον ακούεις, και προ παντός να αποκαλύψης εκείνα, τα οποία ως μυστικά σου έχουν λεχθή. |
Σοφ. Σειρ. 41,27
|
καὶ ἔσῃ αἰσχυντηρὸς ἀληθινῶς καὶ εὑρίσκων χάριν ἔναντι παντὸς ἀνθρώπου. |
Σοφ. Σειρ. 41,27 |
Ετσι φερόμενος θα απκτησης την αληθινήν και αξιέπαινον εντροπήν και θα ευρίσκης πάντοτε χάριν και εκτίμησιν εκ μέρους όλων των ανθρώπων. |
Σοφ. Σειρ. 42,1
|
Μὴ περὶ τούτων αἰσχυνθῇς, καὶ μὴ λάβῃς πρόσωπον τοῦ ἁμαρτάνειν· |
Σοφ. Σειρ. 42,1 |
Δι' αυτά όμως, τα οποία εν συνεχεία θα σου είπω, δεν πρέπει ποτέ να εντρέπεσαι· και μη επηρεασθής από πρόσωπα, οιαδήποτε και αν είναι, ώστε να παρεκκλίνης εις την αμαρτίαν. |
Σοφ. Σειρ. 42,2
|
περὶ νόμου Ὑψίστου καὶ διαθήκης καὶ περὶ κρίματος δικαιῶσαι τὸν ἀσεβῆ, |
Σοφ. Σειρ. 42,2 |
Να μη αισθάνεσαι εντροπήν, όταν πρόκειται περί του σεβασμού προς τον νόμον του Υψίστου και προς την διαθήκην του. Μη εντραπής να εκδώσης ορθήν απόφασιν, η οποία αποδίδει το δίκαιον και προς αυτόν ακόμη τον ασεβή. |
Σοφ. Σειρ. 42,3
|
περὶ λόγου κοινωνοῦ καὶ ὁδοιπόρων καὶ περὶ δόσεως κληρονομίας ἑταίρων, |
Σοφ. Σειρ. 42,3 |
Μη εντραπής, να κάμης δικαίους λογαριασμούς με τον σύντροφόν σου και προς αυτούς ακόμη τους διαβάτας, όπως επίσης και όταν πρόκειται να αποδώσης ο,τι ανήκει στους φίλους σου. |
Σοφ. Σειρ. 42,4
|
περὶ ἀκριβείας ζυγοῦ καὶ σταθμίων, περὶ κτήσεως πολλῶν καὶ ὀλίγων, |
Σοφ. Σειρ. 42,4 |
Φρόντιζε να είναι ακριβής η ζυγαριά και τα ζύγια της και να αποκτήσης πολλά η ολίγα, αδιάφορον, με δικαιοσύνην όμως. |
Σοφ. Σειρ. 42,5
|
περὶ διαφόρου πράσεως ἐμπόρων καὶ περὶ παιδείας τέκνων πολλῆς καὶ οἰκέτῃ πονηρῷ πλευρὰν αἱμάξαι. |
Σοφ. Σειρ. 42,5 |
Μη εντραπής δια το νόμιμον κέρδος εκ της πωλήσεως στους εμπόρους, δια την πλήρη και ορθήν διαπαιδαγώγησιν των τέκνων, δια την σκληράν μέχρις αιματώσεως τιμωρίαν του πονηρού δούλου. |
Σοφ. Σειρ. 42,6
|
ἐπὶ γυναικὶ πονηρᾷ καλὸν σφραγίς, καὶ ὅπου χεῖρες πολλαί, κλεῖσον· |
Σοφ. Σειρ. 42,6 |
Εάν στο σπίτι υπάρχη φιλοπερίεργος και κακή γυναίκα, καλόν είναι να τίθεται κλειδί εις τα διάφορα είδη του οίκου· επίσης έχε όλα κλειδωμένα εκεί, όπου υπάρχουν πολλά χέρια, έτοιμα να αρπάξουν. |
Σοφ. Σειρ. 42,7
|
ὃ ἐὰν παραδίδως, ἐν ἀριθμῷ καὶ σταθμῷ, καὶ δόσις καὶ λῆψις, πάντα ἐν γραφῇ· |
Σοφ. Σειρ. 42,7 |
Μη εντραπής να μετράς και να ζυγίζης με ακρίβειαν κάθε τι, που δίδεις στους ανθρώπους σου, και να καταγράφης κάθε δοσοληψίαν σου. |
Σοφ. Σειρ. 42,8
|
περὶ παιδείας ἀνοήτου καὶ μωροῦ καὶ ἐσχατογήρου κρινομένου πρὸς νέους· καὶ ἔσῃ πεπαιδευμένος ἀληθινῶς καὶ δεδοκιμασμένος ἔναντι παντὸς ζῶντος. |
Σοφ. Σειρ. 42,8 |
Μη εντραπής, να ελέγχης τον μωρόν και τον ανόητον, όπως επίσης και άνθρωπον, ο οποίος αν και ευρίσκεται εις βαθύ γήρας, φιλονεικεί με νεαρούς. Ετσι θα αναδειχθής πράγματι μορφωμένος και θα αποκτήσης την εκτίμησιν εκ μέρους όλων των ανθρώπων. |
Σοφ. Σειρ. 42,9
|
Θυγάτηρ πατρὶ ἀπόκρυφος ἀγρυπνία, καὶ ἡ μέριμνα αὐτῆς ἀφιστᾷ ὕπνον· ἐν νεότητι αὐτῆς μήποτε παρακμάσῃ, καὶ συνῳκηκυῖα μήποτε μισηθῇ· |
Σοφ. Σειρ. 42,9 |
Η κόρη είναι δια τον πατέρα κρυφή μεγάλη φροντίς, και η μέριμνα δι' αυτήν του διώχνει τον ύπνον. Ανησυχεί ο πατέρας, μήπως τυχόν και παρέλθη η νεότης, το άνθος της ηλικίας της, και μείνη ανύπανδρος· ακόμη δε μήπως και μισηθή από τον άνδρα, τον οποίον έχει συζευχθή. |
Σοφ. Σειρ. 42,10
|
ἐν παρθενίᾳ μήποτε βεβηλωθῇ καὶ ἐν τοῖς πατρικοῖς αὐτῆς ἔγκυος γένηται· μετὰ ἀνδρὸς οὖσα μήποτε παραβῇ, καὶ συνῳκηκυῖα, μήποτε στειρωθῇ. |
Σοφ. Σειρ. 42,10 |
Μηπως κατά τον χρόνον της παρθενικής της ζωής διαφθαρή και καταστή έγκυος στο πατρικό της σπίτι· μήπως, όταν νόμιμος σύζυγος πλέον ανδρός, καταπατήση την συζυγικήν πίστιν η συνοικούσα με τον άνδρα της μείνη στείρα. |
Σοφ. Σειρ. 42,11
|
ἐπὶ θυγατρὶ ἀδιατρέπτῳ στερέωσον φυλακήν, μήποτε ποιήσῃ σε ἐπίχαρμα ἐχθροῖς, λαλιὰν ἐν πόλει καὶ ἔκκλητον λαοῦ, καὶ καταισχύνῃ σε ἐν πλήθει πολλῶν. |
Σοφ. Σειρ. 42,11 |
Να έχης συνεχή και αυστηράν προσοχήν εις αδιάντροπον κόρην σου, δια να μη σε κάμη καταγέλαστον στους εχθρούς σου, κακόν μολόγημα εις την πόλιν, διασυρμόν υπό των πολιτών και σε κατεντροπιάση εν μέσω πλήθους ανθρώπων. |
Σοφ. Σειρ. 42,12
|
παντὶ ἀνθρώπῳ μὴ ἔμβλεπε ἐν κάλλει καὶ ἐν μέσῳ γυναικῶν μὴ συνέδρευε· |
Σοφ. Σειρ. 42,12 |
Μη βλέπης γοητευμένος το κάλλος οιουδήποτε ανθρώπου και μη κάθεσαι ανάμεσα εις γυναίκας, |
Σοφ. Σειρ. 42,13
|
ἀπὸ γὰρ ἱματίων ἐκπορεύεται σὴς καὶ ἀπὸ γυναικὸς πονηρία γυναικός. |
Σοφ. Σειρ. 42,13 |
διότι όπως από τα ενδύματα βγαίνη ο σκόρος, έτσι και από την γυναίκα πηγάζει η γυναικεία πονηρία. |
Σοφ. Σειρ. 42,14
|
κρείσσων πονηρία ἀνδρὸς ἢ ἀγαθοποιὸς γυνή, καὶ γυνὴ καταισχύνουσα εἰς ὀνειδισμόν. |
Σοφ. Σειρ. 42,14 |
Προτιμοτέρα είναι η φανερά κακία του ανδρός, παρά η υποκριτική εξυπηρετική γυναίκα, και ακόμη περισσότερον γυναίκα, η οποία κατεντροπιάζει και εξευτελίζει τον άνδρα. |
Σοφ. Σειρ. 42,15
|
Μνησθήσομαι δὴ τὰ ἔργα Κυρίου, καὶ ἃ ἑώρακα ἐκδιηγήσομαι· ἐν λόγοις Κυρίου τὰ ἔργα αὐτοῦ. |
Σοφ. Σειρ. 42,15 |
Και τώρα θα φέρω εις την μνήμην μου τα θαυμαστά έργα του Κυρίου. Θα διηγηθώ εκείνα, τα οποία είδα και έμαθα. Με τα παντοδύναμα προστάγματά του εδημιούργησεν ο Κυριος πάντα τα έργα του. |
Σοφ. Σειρ. 42,16
|
ἥλιος φωτίζων κατὰ πᾶν ἐπέβλεψε, καὶ τῆς δόξης αὐτοῦ πλῆρες τὸ ἔργον αὐτοῦ. |
Σοφ. Σειρ. 42,16 |
Ο ήλιος φωτίζει τα πάντα και καθιστά φανερά τα πάντα, ώστε να φαίνεται το πλήρες δόξης έργον του Θεού. |
Σοφ. Σειρ. 42,17
|
οὐκ ἐνεποίησε τοῖς ἁγίοις Κύριος ἐκδιηγήσασθαι πάντα τὰ θαυμάσια αὐτοῦ, ἃ ἐστερέωσε Κύριος ὁ παντοκράτωρ στηριχθῆναι ἐν δόξῃ αὐτοῦ τὸ πᾶν. |
Σοφ. Σειρ. 42,17 |
Ο Κυριος δεν έδωσε την απαιτουμένην δύναμιν ούτε εις αυτούς τους αγίους, να διηγούνται όλα αυτού τα θαυμαστά έργα, τα οποία ο Κυριος ο παντοκράτωρ εστερέωσεν, ώστε το σύμπαν να υφίσταται, δια να διηγήται την δόξαν του Θεού. |
Σοφ. Σειρ. 42,18
|
ἄβυσσον καὶ καρδίαν ἐξίχνευσε καὶ ἐν πανουργεύμασιν αὐτῶν διενοήθη· ἔγνω γὰρ ὁ Κύριος πᾶσαν εἴδησιν καὶ ἐνέβλεψεν εἰς σημεῖον αἰῶνος, |
Σοφ. Σειρ. 42,18 |
Ο Κυριος εξιχνιάζει τους ωκεανούς και τας καρδίας των ανθρώπων, γνωρίζει επακριβώς όλας τας σκέψεις και τα έργα αυτών· διότι ο Κυριος κατέχει κάθε γνώσιν και βλέπει όλα τα χρονικά σημεία των αιώνων. |
Σοφ. Σειρ. 42,19
|
ἀπαγγέλλων τὰ παρεληλυθότα καὶ ἐπεσόμενα καὶ ἀποκαλύπτων ἴχνη ἀποκρύφων. |
Σοφ. Σειρ. 42,19 |
Αναγγέλλει παρελθόντα και μέλλοντα, αποκαλύπτει τα απόκρυφα πράγματα μέχρι και του τελευταίου ίχνους των. |
Σοφ. Σειρ. 42,20
|
οὐ παρῆλθεν αὐτὸν πᾶν διανόημα, οὐκ ἐκρύβη ἀπ᾿ αὐτοῦ οὐδὲ εἷς λόγος. |
Σοφ. Σειρ. 42,20 |
Καμμία σκέψις ανθρώπων δεν του διαφεύγει· κανένας λόγος δεν μένει κρυμμένος από αυτόν. |
Σοφ. Σειρ. 42,21
|
τὰ μεγαλεῖα τῆς σοφίας αὐτοῦ ἐκόσμησε, καὶ ὡς ἔστι πρὸ τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς τὸν αἰῶνα· οὔτε προσετέθη οὔτε ἠλαττώθη, καὶ οὐ προσεδεήθη οὐδενὸς συμβούλου. |
Σοφ. Σειρ. 42,21 |
Τα μεγαλειώδη έργα της πανσοφίας του διεκόσμησε και ενηρμόνισε. Αυτός υπάρχει αναλλοίωτος προ πάντων των αιώνων και αυτός θα μείνη ανά τους αιώνας· ούτε προσετέθη τίποτε στο άπειρον μεγαλείον του, ούτε και αφηρέθη, ούτε και έχει ανάγκην από κανένα σύμβουλον. |
Σοφ. Σειρ. 42,22
|
ὡς πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐπιθυμητὰ καὶ ὡς σπινθῆρός ἐστι θεωρῆσαι. |
Σοφ. Σειρ. 42,22 |
Ποσον επιθυμητά είναι όλα τα μεγαλειώδη έργα του! Αλλά ο,τι είναι ενας σπινθήρ απέναντι του ηλίου, έτσι είναι αυτά που βλέπομεν, έναντι εκείνων που δεν βλέπομεν. |
Σοφ. Σειρ. 42,23
|
πάντα ταῦτα ζῇ καὶ μένει εἰς τὸν αἰῶνα ἐν πάσαις χρείαις, καὶ πάντα ὑπακούει. |
Σοφ. Σειρ. 42,23 |
Ολα αυτά ζουν και μένουν στους αιώνας δι' όλας τας ανάγκας, και τα πάντα υπακούουν εις αυτόν. |
Σοφ. Σειρ. 42,24
|
πάντα δισσά, ἓν κατέναντι τοῦ ἑνός, καὶ οὐκ ἐποίησεν οὐδὲν ἐλλεῖπον· |
Σοφ. Σειρ. 42,24 |
Τα πάντα είναι ανά δύο, το ένα απέναντι του άλλου. Και κανένα δεν το εδημιούργησεν ατελές. |
Σοφ. Σειρ. 42,25
|
ἓν τοῦ ἑνὸς ἐστερέωσε τὰ ἀγαθά, καὶ τίς πλησθήσεται ὁρῶν δόξαν αὐτοῦ; |
Σοφ. Σειρ. 42,25 |
Το ένα συμπληρώνει και υπογραμμίζει την ωραιότητα των άλλων αγαθών. Ποιός ποτέ θα χορτάση βλέπων την δόξαν του Κυρίου; |