Λευ. 17,1
|
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· |
Λευ. 17,1 |
Ελάλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν λέγων· |
Λευ. 17,2
|
λάλησον πρός Ἀαρὼν καὶ πρὸς τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ πρὸς πάντας υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τοῦτο τὸ ῥῆμα, ὃ ἐνετείλατο Κύριος, λέγων· |
Λευ. 17,2 |
“μίλησε προς τον Ααρών, προς τους υιούς του και προς όλους τους Ισραηλίτας και είπε προς αυτούς· Αυτή είναι, η εντολή, την οποίαν έδωσεν ο Κυριος· |
Λευ. 17,3
|
ἄνθρωπος ἄνθρωπος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἢ τῶν προσηλύτων τῶν προσκειμένων ἐν ὑμῖν, ὃς ἐὰν σφάξῃ μόσχον ἢ πρόβατον ἢ αἶγα ἐν τῇ παρεμβολῇ καὶ ὃς ἂν σφάξῃ ἔξω τῆς παρεμβολῆς, |
Λευ. 17,3 |
Εάν κανείς από τους Ισραηλίτας η ξένος που μένει μαζή σας, σφάξη μόσχον η, πρόβατον η αίγα εντός της κατασκηνώσεως η έξω από την κατασκήνωσιν και δεν φέρη αυτό εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου, ώστε να το προσφέρη η θυσίαν ολοκαυτώματος η εθυχαριστήριον ειρηνικήν θυσίαν, η οποία είναι δεκτή εις οσμήν ευωδίας από τον Κυριον, η εκείνος που θα σφάξη έξω από την κατασκήνωσιν |
Λευ. 17,4
|
καὶ ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου μὴ ἐνέγκῃ, ὥστε ποιῆσαι αὐτὸ εἰς ὁλοκαύτωμα ἢ σωτήριον Κυρίῳ δεκτὸν εἰς ὀσμὴν εὐωδίας, καὶ ὃς ἂν σφάξῃ ἔξω καὶ ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου μὴ ἐνέγκῃ αὐτό, ὥστε προσενέγκαι δῶρον τῷ Κυρίῳ ἀπέναντι τῆς σκηνῆς Κυρίου, καὶ λογισθήσεται τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ αἷμα· αἷμα ἐξέχεεν, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῆς· |
Λευ. 17,4 |
και δεν θα φέρη αυτό εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου, δια να το σφάξη εκεί και το προσφέρη δώρον προς τον Κυριον ενώπιον της Σκηνής του Κυρίου, θα θεωρηθή τόσον ένοχος, όσον και εκείνος που έχυσεν αίμα ανθρώπου. Επειδή θα θεωρηθή ως φονεύς, θα εξολοθρευθή ο άνθρωπος αυτός εκ μέσου του λαού. |
Λευ. 17,5
|
ὅπως ἀναφέρωσιν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὰς θυσίας αὐτῶν, ὅσας ἂν αὐτοὶ σφάξουσιν ἐν τοῖς πεδίοις, καὶ οἴσουσι τῷ Κυρίῳ ἐπὶ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου πρὸς τὸν ἱερέα καὶ θύσουσι θυσίαν σωτηρίου τῷ Κυρίῳ αὐτά. |
Λευ. 17,5 |
Αυτά νομοθετούνται, δια να φέρουν οι Ισραηλίται τα προς θυσίαν ζώα των, όσα μέχρι τώρα έσφαζον εις τας πεδιάδας, να τα φέρουν στον Κυριον, προς τον ιερέα, εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου, όπου και θα σφάζουν αυτά ως ειρηνικήν ευχαριστήριον θυσίαν στον Κυριον. |
Λευ. 17,6
|
καὶ προσχεεῖ ὁ ἱερεὺς τὸ αἷμα ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κύκλῳ ἀπέναντι Κυρίου παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀνοίσει τὸ στέαρ εἰς ὀσμὴν εὐωδίας Κυρίῳ. |
Λευ. 17,6 |
Ο ιερεύς θα χύση το αίμα κύκλω από το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων απέναντι από τον Κυριον πλησίον εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου και θα προσφέρη το λίπος εις οσμήν ευωδίας προς τον Κυριον. |
Λευ. 17,7
|
καὶ οὐ θύσουσιν ἔτι τὰς θυσίας αὐτῶν τοῖς ματαίοις, οἷς αὐτοὶ ἐκπορνεύουσιν ὀπίσω αὐτῶν· νόμιμον αἰώνιον ἔσται ὑμῖν εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν. |
Λευ. 17,7 |
Δεν θα προσφέρουν ποτέ πλέον οι Ισραηλίται τας θυσίας των εις τα είδωλα, με τα οποία πλανώνται και διαφθείρονται οι ακολουθούντες οπίσω από τα είδωλα αυτά. Αυτό θα είναι δια σας παντοτεινός και απαράβατος νόμος εις όλας τας γενεάς σας. |
Λευ. 17,8
|
Καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· ἄνθρωπος ἄνθρωπος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἢ ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν προσηλύτων τῶν προσκειμένων ἐν ὑμῖν, ὃς ἂν ποιήσῃ ὁλοκαύτωμα ἢ θυσίαν |
Λευ. 17,8 |
Θα είπης πάλιν προς αυτούς· Εάν Ισραηλίτης η ξένος από αυτούς, οι οποίοι μένουν μαζή σας, προσφέρη ολοκαύτωμα η κάποιαν άλλην θυσίαν |
Λευ. 17,9
|
καὶ ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου μὴ ἐνέγκῃ ποιῆσαι αὐτὸ τῷ Κυρίῳ, ἐξολοθρευθήσεται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. |
Λευ. 17,9 |
και δεν προσφέρη αυτήν εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου προς θυσίαν δια τον Κυριον, θα εξολοθρευθή ο άνθρωπος αυτός εκ μέσου του λαού του. |
Λευ. 17,10
|
Καὶ ἄνθρωπος ἄνθρωπος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἢ τῶν προσηλύτων τῶν προσκειμένων ἐν ὑμῖν, ὃς ἂν φάγῃ πᾶν αἷμα, καὶ ἐπιστήσω τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν ψυχὴν τὴν ἔσθουσαν τὸ αἷμα καὶ ἀπολῶ αὐτὴν ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῆς· |
Λευ. 17,10 |
Εάν ένας άνθρωπος από τους Ισραηλίτας η, από τους ξένους, που ευρίσκονται μαζή σας, φάγη αίμα, εγώ θα στρέψω ωργισμένος το πρόσωπόν μου εναντίον του ανθρώπου αυτού, ο οποίος έφαγεν αίμα, και θα εξοντώσω αυτόν εκ του λαού του. |
Λευ. 17,11
|
ἡ γὰρ ψυχὴ πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστι, καὶ ἐγὼ δέδωκα αὐτὸ ὑμῖν ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου ἐξιλάσκεσθαι περὶ τῶν ψυχῶν ὑμῶν· τὸ γὰρ αἷμα αὐτοῦ ἀντὶ ψυχῆς ἐξιλάσεται. |
Λευ. 17,11 |
Και τούτο, διότι η ζωή κάθε ζωντανού όντος υπάρχει στο αίμα αυτού. Εγώ δέ, ως χορηγός της ζωής, σας έχω νομοθετήσει ως καθήκον να χύνεται τούτο στο θυσιαστήριον, δια να εξιλεώνωνται αι αμαρτίαι των ψυχών σας. Δια του αίματος της θυσίας του ζώου εξιλεώνεται ο άνθρωπος δια τας αμαρτίας του. |
Λευ. 17,12
|
διὰ τοῦτο εἴρηκα τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· πᾶσα ψυχὴ ἐξ ὑμῶν οὐ φάγεται αἷμα, καὶ ὁ προσήλυτος ὁ προσκείμενος ἐν ὑμῖν οὐ φάγεται αἷμα. |
Λευ. 17,12 |
Δια τούτο είπα στους Ισραηλίτας· κανείς Ισραηλίτης και κανείς ξένος παρεπιδημών κοντά σας δεν θα φάγη αίμα. Το αίμα θα προσφέρεται προς εξιλέωσίν σας. |
Λευ. 17,13
|
καὶ ἄνθρωπος ἄνθρωπος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἢ τῶν προσηλύτων τῶν προσκειμένων ἐν ὑμῖν, ὃς ἂν θηρεύσῃ θήρευμα θηρίον ἢ πετεινόν, ὃ ἔσθεται, καὶ ἐκχεεῖ τὸ αἷμα καὶ καλύψει αὐτὸ τῇ γῇ· |
Λευ. 17,13 |
Εάν κανείς από τους Ισραηλίτας η από τους ξένους, που μένουν μαζή σας, συλλάβη δια κυνηγίου θηρίον τι η πτηνόν και πρόκειται να το φάγη, θα χύση το αίμα αυτού εις την γην και θα το σκεπάση με χώμα. |
Λευ. 17,14
|
ἡ γὰρ ψυχὴ πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστι. καὶ εἶπα τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· αἷμα πάσης σαρκὸς οὐ φάγεσθε, ὅτι ἡ ψυχὴ πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστι· πᾶς ὁ ἔσθων αὐτὸ ἐξολοθρευθήσεται. |
Λευ. 17,14 |
Διότι η ζωή παντός εμβίου όντος είναι στο αίμα αυτού. Δια τούτο είπα στους Ισραηλίτας, δεν θα φάγετε αίμα παντός εμβίου όντος, διότι η ζωή αυτού υπάρχει στο αίμα. Εκείνος που τρώγει το αίμα, θα εξολοθρευθή. |
Λευ. 17,15
|
Καὶ πᾶσα ψυχή, ἥτις φάγεται θνησιμαῖον ἢ θηριάλωτον ἐν τοῖς αὐτόχθοσιν ἢ ἐν τοῖς προσηλύτοις, πλυνεῖ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ λούσεται ὕδατι καὶ ἀκάθαρτος ἔσται ἕως ἑσπέρας καὶ καθαρὸς ἔσται. |
Λευ. 17,15 |
Καθε άνθρωπος, είτε εντόπιος Ισραηλίτης η από τους ξένους που θα φάγη ζώον θνησιμαίον η κατασπαραγθέν από θηρίον, είναι ένοχος. Θα πλύνη τα ενδύματα αυτού, θα λουσθή με νερό και θα είναι ακάθαρτος έως την εσπέραν. Κατόπιν θα είναι καθαρός. |
Λευ. 17,16
|
ἐὰν δὲ μὴ πλύνῃ τὰ ἱμάτια καὶ τὸ σῶμα μὴ λούσηται ὕδατι, καὶ λήψεται ἀνόμημα αὐτοῦ. |
Λευ. 17,16 |
Εάν δεν πλύνη τα ενδύματα αυτού και δεν λούση το σώμα αυτού με νερό, θα έχη ενοχήν δια την παραινομίαν του και θα τιμωρηθή. |
Λευ. 18,1
|
Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· |
Λευ. 18,1 |
Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν |
Λευ. 18,2
|
λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 18,2 |
“μίλησε προς τους Ισραηλίτας και είπε προς αυτούς· Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. |
Λευ. 18,3
|
κατά τὰ ἐπιτηδεύματα Αἰγύπτου, ἐν ᾗ κατῳκήσατε ἐπ᾿ αὐτῇ, οὐ ποιήσετε καὶ κατὰ τὰ ἐπιτηδεύματα γῆς Χαναάν, εἰς ἣν ἐγὼ εἰσάγω ὑμᾶς ἐκεῖ, οὐ ποιήσετε καὶ τοῖς νομίμοις αὐτῶν οὐ πορεύσεσθε. |
Λευ. 18,3 |
Τας αμαρτωλάς συνηθείας της Αιγύπτου, εις την οποίαν είχατε κατοικήσει, δεν θα τας ακολουθήσετε, και κατά τας αμαρτωλάς συνηθείας της χώρας Χαναάν, εις την οποίαν εγώ σας εισάγω, δεν θα ζήσετε και με τους νόμους αυτών δεν θα πορευθήτε. |
Λευ. 18,4
|
τὰ κρίματά μου ποιήσετε καὶ τὰ προστάγματά μου φυλάξεσθε καὶ πορεύεσθε ἐν αὐτοῖς· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 18,4 |
Τας ιδικάς μου αποφάσεις θα τηρήτε, τας εντολάς μου θα φυλάσσετε και θα πορεύεσθε σύμφωνα με αυτά. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. |
Λευ. 18,5
|
καὶ φυλάξεσθε πάντα τὰ προστάγματά μου καὶ πάντα τὰ κρίματά μου καὶ ποιήσετε αὐτά, ἃ ποιήσας αὐτά ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 18,5 |
Φυλάξατε όλας τας εντολάς μου και όλας τας αποφάσεις μου εφαρμόσατέ τας εις την ζωήν σας. Ανθρωπος ο οποίος θα εφαρμόση αυτά θα ζη ειρηνικός και ασφαλής μέσα εις αυτά. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. |
Λευ. 18,6
|
Ἄνθρωπος ἄνθρωπος πρὸς πάντα οἰκεῖα σαρκὸς αὐτοῦ οὐ προσελεύσεται ἀποκαλύψαι ἀσχημοσύνην· ἐγὼ Κύριος. |
Λευ. 18,6 |
Κανείς άνθρωπος δεν θα έλθη εις γάμον προς γυναίκα συγγενή του και δεν θα αποκαλύψη όσα δι' εντροπήν πρέπει να είναι κρυμμένα. Εγώ ο Κυριος διατάσσω. |
Λευ. 18,7
|
ἀσχημοσύνην πατρός σου καὶ ἀσχημοσύνην μητρός σου οὐκ ἀποκαλύψεις, μήτηρ γάρ σού ἐστιν, οὐκ ἀποκαλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς. |
Λευ. 18,7 |
Εκ σεβασμού και αιδούς προς τον πατέρα σου δεν θα έλθης εις σχέσιν γάμου με την μητέρα σου και δεν θα αποκαλύψης όσα δι' εντροπήν πρέπει να είναι κεκρυμμένα, διότι είναι μήτηρ σου. |
Λευ. 18,8
|
ἀσχημοσύνην γυναικὸς πατρός σου οὐκ ἀποκαλύψεις, ἀσχημοσύνη πατρὸς σού ἐστιν. |
Λευ. 18,8 |
Δεν θα έλθης εις σχέσιν γάμου με την γυναίκα του πατρός σου, διότι άλλως θα δείξης αδιαντροπιάν προς τον πατέρα σου. |
Λευ. 18,9
|
ἀσχημοσύνην τῆς ἀδελφῆς σου ἐκ πατρός σου ἢ ἐκ μητρός σου ἐνδογενοῦς ἢ γεγεννημένης ἔξω, οὐκ ἀποκαλύψεις ἀσχημοσύνην αὐτῶν. |
Λευ. 18,9 |
Δεν πρέπει να έλθης εις ισχέσιν γάμου με την αδελφήν σου, από τον ίδιο πατέρα η από την ίδια μητέρα, η οποία εγεννήθη εντός η εκτός του σπιτιού σας. Δεν θα αποκαλύψης όσα δι' αιδώ πρέπει να είναι γραμμένα. |
Λευ. 18,10
|
ἀσχημοσύνην θυγατρὸς υἱοῦ σου ἢ θυγατρὸς θυγατρός σου οὐκ ἀποκαλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῶν, ὅτι σὴ ἀσχημοσύνη ἐστίν. |
Λευ. 18,10 |
Δεν πρέπει να αποκαλύψης την γυμνότητα της θυγατρός του υιού σου η της θυγατρός της κόρης σου. Η εντροπή θα είναι ιδική σου. |
Λευ. 18,11
|
ἀσχημοσύνην θυγατρὸς γυναικὸς πατρός σου οὐκ ἀποκαλύψεις, ὁμοπατρία ἀδελφή σού ἐστιν, οὐκ ἀποκαλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς. |
Λευ. 18,11 |
Δεν θα έλθης εις σχέσιν γάμου με την κόρην της γυναικός του πατρός σου, με ετεροθαλή αδελφήν σου, διότι είναι ομοπατρία αδελφή σου. Δεν θα αποκαλύψης όσα δι' αιδώ πρέπει να είναι κεκρυμμένα. |
Λευ. 18,12
|
ἀσχημοσύνην ἀδελφῆς πατρός σου οὐκ ἀποκαλύψεις, οἰκεία γὰρ πατρός σού ἐστιν. |
Λευ. 18,12 |
Δεν θα έλθης εις συνάφειαν με την αδελφήν του πατρός σου, με την θείαν σου, διότι είναι συγγενής του πατρός σου. |
Λευ. 18,13
|
ἀσχημοσύνην ἀδελφῆς μητρός σου οὐκ ἀποκαλύψεις, οἰκεία γὰρ μητρός σού ἐστιν. |
Λευ. 18,13 |
Δεν θα έλθης εις συνάφειαν με την αδελφήν της μητρός σου, με την θείαν σου, διότι είναι συγγενής της μητρός σου. |
Λευ. 18,14
|
ἀσχημοσύνην ἀδελφοῦ τοῦ πατρός σου οὐκ ἀποκαλύψεις καὶ πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ οὐκ εἰσελεύσῃ, συγγενής γάρ σού ἐστιν. |
Λευ. 18,14 |
Συ, η ανεψιά, δεν θα έλθης εις συνάφειαν με τον αδελφόν του πατρός σου· και συ ο ανεψιός δεν θα έλθης εις συνάφειαν προς την γυναίκα του αδελφού του πατρός σου, διότι είναι συγγενής σου. |
Λευ. 18,15
|
ἀσχημοσύνην νύμφης σου οὐκ ἀποκαλύψεις, γυνὴ γὰρ υἱοῦ σού ἐστιν, οὐκ ἀποκαλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς. |
Λευ. 18,15 |
Δεν θα έλθη ς εις συνάφειαν με την νάμφην σου, διότι είναι σύζυγος του υιού σου. Δεν θα αποκαλύψης όσα δι' αιδώ πρέπει να μένουν κρυμμένα. |
Λευ. 18,16
|
ἀσχημοσύνην γυναικὸς ἀδελφοῦ σου οὐκ ἀποκαλύψεις, ἀσχημοσύνη ἀδελφοῦ σού ἐστιν. |
Λευ. 18,16 |
Δεν θα έλθης εις συνάφειαν με την γυναίκα του αδελφού σου, την νύμφην σου είναι σύζυγος του αδελφού σου. |
Λευ. 18,17
|
ἀσχημοσύνην γυναικὸς καὶ θυγατρὸς αὐτῆς οὐκ ἀποκαλύψεις· τὴν θυγατέρα τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ τὴν θυγατέρα τῆς θυγατρὸς αὐτῆς οὐ λήψῃ ἀποκαλύψαι τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῶν, οἰκεῖαι γὰρ σού εἰσιν· ἀσέβημά ἐστι. |
Λευ. 18,17 |
Δεν θα λάβης συγχρόνως ως συζύγους σου μητέρα και κόρην. Δεν θα λάβης ως σύζυγον την θυγατέρα του υιού της, ούτε την κόρην της θυγατρός της, διότι αυταί είναι συγγενείς σου. Η πράξις σου είναι ασέβεια. |
Λευ. 18,18
|
γυναῖκα ἐπ᾿ ἀδελφῇ αὐτῆς οὐ λήψῃ ἀντίζηλον ἀποκαλύψαι τήν ἀσχημοσύνην αὐτῆς ἐπ᾿ αὐτῇ, ἔτι ζώσης αὐτῆς. |
Λευ. 18,18 |
Δεν θα λάβης την αδελφήν της γυναικός σου ως σύζυγον, δια να μη καταστήσης αυτήν αντίζηλον της γυναικός σου, εφ' όσον η γυναίκα σου ζη. |
Λευ. 18,19
|
Καὶ πρὸς γυναῖκα ἐν χωρισμῷ ἀκαθαρσίας αὐτῆς οὐκ εἰσελεύσῃ ἀποκαλύψαι τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς. |
Λευ. 18,19 |
Δεν θα έλθης εις συνάφειαν με την σύζυγόν σου κατά το διάστημα, που αυτή είναι, εν απομονώσει λόγω της εμμήνου ακαθαρσίας της. |
Λευ. 18,20
|
καὶ πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου οὐ δώσεις κοίτην σπέρματός σου, ἐκμιανθῆναι πρὸς αὐτήν. |
Λευ. 18,20 |
Δεν θα έλθης εις συνάφειαν με την γυναίκα του πλησίον σου, ώστε να μολυνθής με αυτήν. |
Λευ. 18,21
|
καὶ ἀπὸ τοῦ σπέρματός σου οὐ δώσεις λατρεύειν ἄρχοντι καὶ οὐ βεβηλώσεις τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον· ἐγὼ Κύριος· |
Λευ. 18,21 |
Κανένα από τους απογόνους σου δεν πρέπει να αφιερώσης ως υπηρέτην εις ξένον άρχοντα και δεν θα μολύνης το άγιον Ονομά μου. Εγώ είμαι ο Κυριος. |
Λευ. 18,22
|
καὶ μετά ἄρσενος οὐ κοιμηθήσῃ κοίτην γυναικείαν, βέλυγμα γάρ ἐστι. |
Λευ. 18,22 |
Δεν θα κοιμηθής με άρρενα, όπως κοιμάσαι με γυναίκα, διότι η πράξις αυτή είναι μυσαρά. |
Λευ. 18,23
|
καὶ πρὸς πᾶν τετράπουν οὐ δώσεις τὴν κοίτην σου εἰς σπερματισμόν, ἐκμιανθῆναι πρὸς αὐτό. καὶ γυνὴ οὐ στήσεται πρὸς πᾶν τετράπουν βιβασθῆναι, μυσαρὸν γάρ ἐστι. |
Λευ. 18,23 |
Με κανένα ζώον δεν θα έλθης εις σαρκικήν συνάφειαν, ώστε να μολυνθής μαζή του. Ούτε η γυνή θα σταθή, ώστε να βιασθή από τετράποδον, διότι η πράξις αυτή είναι μυσαρά. |
Λευ. 18,24
|
Μὴ μιαίνεσθε ἐν πᾶσι τούτοις· ἐν πᾶσι γὰρ τούτοις ἐμιάνθησαν τὰ ἔθνη, ἃ ἐγὼ ἐξαποστέλλω πρὸ προσώπου ὑμῶν, |
Λευ. 18,24 |
Μη μολύνεσθε με όλα αυτά τα βρωμερά παραπτώματα. Με όλα αυτά εμολύνθησαν τα έθνη, τα οποία εγώ εκδιώκω από εμπρός σας. |
Λευ. 18,25
|
καὶ ἐξεμιάνθη ἡ γῆ, καὶ ἀνταπέδωκα ἀδικίαν αὐτοῖς δι᾿ αὐτήν, καὶ προσώχθισεν ἡ γῆ τοῖς ἐγκαθημένοις ἐπ᾿ αὐτῆς. |
Λευ. 18,25 |
Εμολύνθη η γη και εγώ ανταπέδωσα την πρέπουσαν τιμωρίαν δια την αμαρτίαν των αυτήν. Η γη εμίσησε τους κατοίκους της δια τα φοβερά αμαρτήματά των ! |
Λευ. 18,26
|
καὶ φυλάξεσθε πάντα τὰ νόμιμά μου καὶ πάντα τὰ προστάγματά μου, καὶ οὐ ποιήσετε ἀπὸ πάντων τῶν βδελυγμάτων τούτων, ὁ ἐγχώριος καὶ ὁ προσγενόμενος προσήλυτος ἐν ὑμῖν· |
Λευ. 18,26 |
Θα φυλάξετε όλους τους νόμους μου και όλας τας εντολάς μου και δεν θα πράξετε τίποτε από όλα τα μυσαρά αμαρτήματα των ειδωλολατρών, τόσον ο εντόπιος όσον και ο εκ της αλλοδαπής ξένος, που διαμένει μαζή σας· |
Λευ. 18,27
|
πάντα γὰρ τὰ βδελύγματα ταῦτα ἐποίησαν οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς οἱ ὄντες πρότερον ὑμῶν, καὶ ἐμιάνθη ἡ γῆ. |
Λευ. 18,27 |
διότι όλα αυτά τα συχαμερά αμαρτήματα έκαμαν οι άνθρωποι της χώρας, οι οποίοι ήσαν εις αυτήν ενωρίτερα από σας, και εμολύνθη εξ αιτίας των η γη. |
Λευ. 18,28
|
καὶ ἵνα μὴ προσοχθίσῃ ὑμῖν ἡ γῆ ἐν τῷ μιαίνειν ὑμᾶς αὐτήν, ὃν τρόπον προσώχθισε τοῖς ἔθνεσι τοῖς πρὸ ὑμῶν. |
Λευ. 18,28 |
Αποφύγετε τα διεφθαρμένα έργα εκείνων, δια να μη αγανακτήση εναντίον σας η γη, την οποίαν θα μιάνετε, όπως ηγανάκτησεν εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών, που ήσαν εκεί ενωρίτερα από σας. |
Λευ. 18,29
|
ὅτι πᾶς, ὃς ἐὰν ποιήσῃ ἀπὸ πάντων τῶν βδελυγμάτων τούτων, ἐξολοθρευθήσονται αἱ ψυχαὶ αἱ ποιοῦσαι ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῶν. |
Λευ. 18,29 |
Διότι οιοσδήποτε θα διαπράξη τα μυσαρά αυτά αμαρτήματα, θα εξολοθρευθή εκ μέσου του λαού του. |
Λευ. 18,30
|
καὶ φυλάξετε τὰ προστάγματά μου, ὅπως μὴ ποιήσητε ἀπὸ πάντων τῶν νομίμων τῶν ἐβδελυγμένων, ἃ γέγονε πρὸ τοῦ ὑμᾶς, καὶ οὐ μιανθήσεσθε ἐν αὐτοῖς, ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 18,30 |
Φυλάξατε τας εντολάς μου, δια να προφυλαχθήτε έτσι οι ίδιοι και μη παρασυρθήτε εις τας μυσαράς συνηθείας των ειδωλολατρών, οι οποίοι έζησαν εις την περιοχήν αυτήν ενωρίτερα από σας. Δεν θα μολυνθήτε μαζή με αυτούς. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος δίδω τας εντολάς αυτάς”. |
Λευ. 19,1
|
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· |
Λευ. 19,1 |
Ελάλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν λέγων· |
Λευ. 19,2
|
λάλησον τῇ συναγωγῇ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἅγιος ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 19,2 |
“μίλησε προς όλους τους Ισραηλίτας και ειπέ εις αυτούς· Γινετε άγιοι, διότι εγώ ο Κυριος και Θεός σας είμαι άγιος. |
Λευ. 19,3
|
ἕκαστος πατέρα αὐτοῦ καὶ μητέρα αὐτοῦ φοβείσθω, καὶ τὰ σάββατά μου φυλάξεσθε· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 19,3 |
Ο καθένας να σέβεται τον πατέρα του και την μητέρα του. Να τηρήτε τα σάββατά μου. Εγώ ο Κυριος και Θεός σας δίδω την εντολήν. |
Λευ. 19,4
|
οὐκ ἐπακολουθήσετε εἰδώλοις καὶ θεοὺς χωνευτοὺς οὐ ποιήσετε ὑμῖν· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 19,4 |
Δεν θα ακολουθήσετε και δεν θα προσκυνήσετε είδωλα και δεν θα κάμετε ποτέ δια τον εαυτόν σας θεούς χυτούς. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. |
Λευ. 19,5
|
καὶ ἐὰν θύσητε θυσίαν σωτηρίου τῷ Κυρίῳ, δεκτὴν ὑμῶν θύσετε. |
Λευ. 19,5 |
Εάν προσφέρετε θυσίαν ειρηνικήν και ευχαριστήριον στον Κυριον, να την προσφέρετε κατά τρόπον ευλαβή, ώστε να γίνη δεκτή. |
Λευ. 19,6
|
ᾗ ἂν ἡμέρᾳ θύσετε, βρωθήσεται καὶ τῇ αὔριον· καὶ ἐὰν καταλειφθῇ ἕως ἡμέρας τρίτης, ἐν πυρὶ κατακαυθήσεται. |
Λευ. 19,6 |
Η θυσία που θα προσφέρετε, πρέπει να φαγωθή κατά την ιδίαν ημέραν η και κατά την επομένην. Εάν όμως υπολειφθή κάτι μέχρι της τρίτης ημέρας, πρέπει να κατακαή. |
Λευ. 19,7
|
ἐὰν δὲ βρώσει βρωθῇ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ἄθυτόν ἐστιν, οὐ δεχθήσεται. |
Λευ. 19,7 |
Εάν όμως φαγωθή κατά την τρίτην ημέραν είναι σαν να μη έχη προσφερθή προς θυσίαν. Η προσφορά της ως θυσίας δεν θα είναι δεκτή από τον Θεόν. |
Λευ. 19,8
|
ὁ δὲ ἔσθων αὐτὸ ἁμαρτίαν λήψεται, ὅτι τὰ ἅγια Κυρίου ἐβεβήλωσε· καὶ ἐξολοθρευθήσονται αἱ ψυχαὶ αἱ ἔσθουσαι ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῶν. |
Λευ. 19,8 |
Εκείνος δε ο οποίος θα φάγη αυτό κατά την τρίτην ημέραν, θα αμαρτήση, διότι εμόλυνε τα άγια του Κυρίου. Θα εξολοθρευθούν εκ μέσου του λαού εκείνοι, οι οποίοι τρώγουν έτσι τας θυσίας. |
Λευ. 19,9
|
Καὶ ἐκθεριζόντων ὑμῶν τὸν θερισμὸν τῆς γῆς ὑμῶν, οὐ συντελέσετε τὸν θερισμὸν ὑμῶν τοῦ ἀγροῦ σου ἐκθερίσαι, καὶ τὰ ἀποπίπτοντα τοῦ θερισμοῦ σου οὐ συλλέξεις. |
Λευ. 19,9 |
Οταν θερίζετε τα χωράφια σας να μη κάμετε ολοκληρωτικόν και πλήρη τον θερισμόν των αγρών σας. Τα πίπτοντα κατά τον θερισμόν στάχυα δεν θα τα μαζεύσης. |
Λευ. 19,10
|
καὶ τὸν ἀμπελῶνά σου οὐκ ἐπανατρυγήσεις, οὐδὲ τὰς ῥῶγας τοῦ ἀμπελῶνός σου συλλέξεις· τῷ πτωχῷ καὶ τῷ προσηλύτῳ καταλείψεις αὐτά· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 19,10 |
Την άμπελόν σου δεν θα επανέλθης να την τρυγήσης δια δευτέραν φοράν ούτε τας ρώγας των κλημάτων σου θα συλλέξης. Θα αφήσης αυτά δια τον πτωχόν και τον ξένον. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, που δίδω αυτήν την εντολήν. |
Λευ. 19,11
|
Οὐ κλέψετε, οὐ ψεύσεσθε, οὐδὲ συκοφαντήσει ἕκαστος τὸν πλησίον. |
Λευ. 19,11 |
Δεν θα κλέψετε, δεν θα πήτε ψέματα, δεν θα συκοφαντήσετε ο ένας τον άλλον. |
Λευ. 19,12
|
καὶ οὐκ ὀμεῖσθε τῷ ὀνόματί μου ἐπ᾿ ἀδίκῳ καὶ οὐ βεβηλώσετε τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 19,12 |
Δεν θα ορκισθήτε ψευδώς στο όνομά μου, δεν θα αδικήσετε κάποιον, και δεν θα μολύνετε το άγιον όνομα του Θεού σας. Εγώ είμαι ο Κυριος και Θεός σας. |
Λευ. 19,13
|
οὐκ ἀδικήσεις τὸν πλησίον καὶ οὐχ ἁρπάσεις καὶ οὐ μὴ κοιμηθήσεται ὁ μισθὸς τοῦ μισθωτοῦ σου παρὰ σοὶ ἕως πρωΐ. |
Λευ. 19,13 |
Δεν θα αδικήσης τον πλησίον σου, δεν θα αρπάσης ο,τι του ανήκει. Το ημερομίσθιον του εργάτου σου δεν θα μείνη μαζή σου έως το πρωϊ. Θα πληρώσης αυτόν το ίδιο βράδυ. |
Λευ. 19,14
|
οὐ κακῶς ἐρεῖς κωφόν, καὶ ἀπέναντι τυφλοῦ οὐ προσθήσεις σκάνδαλον, καὶ φοβηθήσῃ Κύριον τὸν Θεόν σου· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 19,14 |
Δεν θα κακολογήσης τον κωφόν, και στον δρόμον του τυφλού δεν θα βάλης πρόσκομμα δια να σκοντάψη. Θα φοβηθής Κυριον τον Θεόν σου και θα αποφύγης αυτά. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σου. |
Λευ. 19,15
|
Οὐ ποιήσετε ἄδικον ἐν κρίσει· οὐ λήψῃ πρόσωπον πτωχοῦ, οὐδὲ μὴ θαυμάσῃς πρόσωπον δυνάστου· ἐν δικαιοσύνῃ κρινεῖς τὸν πλησίον σου. |
Λευ. 19,15 |
Δεν θα επιζητήσετε να αδικήσετε κανένα, όταν θα γίνεται δίκη. Ως δικαστής δεν θα επηρεασθής δυσμενώς από το πρόσωπον του πτωχού ούτε θα καταληφθής από θαυμασμόν και θα επηρεασθής ευμενώς από πρόσωπον άρχοντος. Δικαίως θα κρίνης τον πλησίον σου, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός. |
Λευ. 19,16
|
οὐ πορεύσῃ δόλῳ ἐν τῷ ἔθνει σου, οὐκ ἐπιστήσῃ ἐφ᾿ αἷμα τοῦ πλησίον σου· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 19,16 |
Δεν θα συμπεριφέρεσαι δολίως μεταξύ των ομοεθνών σου και ποτέ δεν θα λάβης φονικάς αποφάσεις εναντίον του πλησίον σου. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. |
Λευ. 19,17
|
οὐ μισήσεις τὸν ἀδελφόν σου τῇ διανοίᾳ σου· ἐλεγμῷ ἐλέγξεις τὸν πλησίον σου καί οὐ λήψῃ δι᾿ αὐτὸν ἁμαρτίαν. |
Λευ. 19,17 |
Δεν θα τρέφης εις την καρδίαν σου μίσος εναντίον του αδελφού σου. Θα ελέγξης τον πλησίον σου, εάν σου προτείνη κάτι κακόν και δεν θα θελήσης ποτέ να αναλάβης ενοχήν αμαρτίας προς χάριν αυτού. |
Λευ. 19,18
|
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι Κύριος. |
Λευ. 19,18 |
Δεν θα χειροδικής και δεν θα τρέφης οργήν εναντίον των συμπατριωτών σου. Θα αγαπήσης τον πλησίον σου όπως τον εαυτόν σου. Εγώ είμαι ο Κυριος, που διατάσσω αυτά. |
Λευ. 19,19
|
Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε· τὰ κτήνη σου οὐ κατοχεύσεις ἑτεροζύγῳ, καὶ τὸν ἀμπελῶνά σου οὐ κατασπερεῖς διάφορον, καὶ ἱμάτιον ἐκ δύο ὑφασμένον κίβδηλον οὐκ ἐπιβαλεῖς σεαυτῷ. |
Λευ. 19,19 |
Θα φυλάξετε τον Νομον μου. Δεν θα ζευγαρώσής προς ένωσιν ζώα διαφόρων γενών. Δεν θα σπείρης στον αμπελώνα σου διαφόρους άλλους σπόρους. Να μη ενδυθής ιμάτιον κίβδηλον, υφασμένον από νήματα διαφόρων ποιοτήτων. |
Λευ. 19,20
|
Καὶ ἐάν τις κοιμηθῇ μετὰ γυναικὸς κοίτην σπέρματος, καὶ αὕτη ᾖ οἰκέτις διαπεφυλαγμένη ἀνθρώπῳ, καὶ αὐτὴ λύτροις οὐ λελύτρωται, ἢ ἐλευθερία οὐκ ἐδόθη αὐτῇ, ἐπισκοπὴ ἔσται αὐτοῖς, οὐκ ἀποθανοῦνται, ὅτι οὐκ ἀπηλευθερώθη. |
Λευ. 19,20 |
Εάν ένας ανήρ έλθη, εις σαρκικήν συνάφειαν με γυναίκα δούλην, η οποία όμως ήτο προωρισμένη δι' άλλον άνθρωπον, εφ' όσον αυτή δεν είχεν εξαγορασθή με χρήματα, ούτε κατ' άλλον τινά τρόπον της εδόθη ελευθερία, θα υποβληθούν και οι δύο εις ανάκρισιν και δίκην, και θα τιμωρηθούν, όχι όμως δια θανάτου, διότι η δούλη αυτή γυνή δεν είχεν αποκτήσει την ελευθερίαν της. |
Λευ. 19,21
|
καὶ προσάξει τῆς πλημμελείας αὐτοῦ τῷ Κυρίῳ παρὰ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου κριὸν πλημμελείας· |
Λευ. 19,21 |
Ο εξαπατήσας αυτήν, εις ένδειξιν μετανοίας δια την κακήν του αυτήν πράξιν, θα προσφέρη εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου κριον της πλημμελείας του. |
Λευ. 19,22
|
καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ ὁ ἱερεὺς ἐν τῷ κριῷ τῆς πλημμελείας ἔναντι Κυρίου περὶ τῆς ἁμαρτίας, ἧς ἥμαρτε, καὶ ἀφεθήσεται αὐτῷ ἡ ἁμαρτία, ἣν ἥμαρτεν. |
Λευ. 19,22 |
Ο ιερεύς θα προσφέρη την εξιλεωτικήν θυσίαν υπέρ αυτού δια του κριου της πλημμελείας ενώπιον του Κυρίου και θα του συγχωρηθή η αμαρτία, την οποίαν διέπραξε. |
Λευ. 19,23
|
Ὅταν δὲ εἰσέλθητε εἰς τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν δίδωσιν ὑμῖν, καὶ καταφυτεύσετε πᾶν ξύλον βρώσιμον καὶ περικαθαριεῖτε τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτοῦ· ὁ καρπὸς αὐτοῦ τρία ἔτη ἔσται ὑμῖν ἀπερικάθαρτος, οὐ βρωθήσεται. |
Λευ. 19,23 |
Οταν εισέλθετε εις την γην, την οποίαν Κυριος ο Θεός θα σας δώση, θα καταφυτεύσετε εις αυτήν κάθε καρποφόρον δένδρον, τους δε πρώτους αυτού καρπούς θα τους απορρίψετε ως ακαθάρτους. Ο καρπός του νεοφυτευμένου δένδρου θα είναι ακάθαρτος επί τρία έτη και δεν πρέπει να τρώγεται. |
Λευ. 19,24
|
καὶ τῷ ἔτει τῷ τετάρτῳ ἔσται πᾶς ὁ καρπὸς αὐτοῦ ἅγιος αἰνετὸς τῷ Κυρίῳ. |
Λευ. 19,24 |
Κατά το τέταρτον έτος ο καρπός του θα είναι άγιος, άξιος να προσφερθή εις δόξαν του Κυρίου. |
Λευ. 19,25
|
ἐν δὲ τῷ ἔτει τῷ πέμπτῳ φάγεσθε τὸν καρπόν, πρόσθεμα ὑμῖν τὰ γενήματα αὐτοῦ· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 19,25 |
Κατά το πέμπτον έτος θα φάγετε σστον καρπόν και από του έτους αυτού και εφεξής τα προϊόντα αυτού θα προστίθενται εις τα εισοδήματά σας. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, που διατάσσω αυτά. |
Λευ. 19,26
|
Μὴ ἔσθετε ἐπὶ τῶν ὀρέων καὶ οὐκ οἰωνιεῖσθε, οὐδὲ ὀρνιθοσκοπήσεσθε. |
Λευ. 19,26 |
Μη αναβαίνετε εις τα όρη κατ' απομίμησιν των ειδωλολατρών, δια να τρώγετε εκεί. Μη δίδετε πίστιν εις την μαντείαν και μη προσπαθήτε να γνωρίσετε το μέλλον από το πέταγμα των πτηνών. |
Λευ. 19,27
|
οὐ ποιήσετε σισόην ἐκ τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς ὑμῶν, οὐδὲ φθερεῖτε τὴν ὄψιν τοῦ πώγωνος ὑμῶν. |
Λευ. 19,27 |
Δεν θα κάμετε εις την κεφαλήν σας κόρυμβον (κότσον) όπως οι ειδωλολάτραι και δεν θα ξυρίζετε το έμπροσθεν της γιενειάδος σας. |
Λευ. 19,28
|
καὶ ἐντομίδας οὐ ποιήσετε ἐπὶ ψυχῇ ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 19,28 |
Δεν θα κάμετε εντομάς στο σώμα σας, ούτε θα χαράξετε γράμματα στο δέρμα σας. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. |
Λευ. 19,29
|
οὐ βεβηλώσεις τὴν θυγατέρα σου ἐκπορνεῦσαι αὐτὴν καὶ οὐκ ἐκπορνεύσει ἡ γῆ, καὶ ἡ γῆ πλησθήσεται ἀνομίας. |
Λευ. 19,29 |
Δεν θα μολύνης την θυγατέρα σου εκδίδων αυτήν εις διαφθοράν, και δεν θα μολύνης την γην με τοιαύτα μυσαρά έργα, δια να μη γέμιση αυτή από αμαρτίας. |
Λευ. 19,30
|
Τὰ σάββατά μου φυλάξεσθε καὶ ἀπὸ τῶν ἁγίων μου φοβηθήσεσθε· ἐγώ εἰμι Κύριος. |
Λευ. 19,30 |
Θα φυλάξετε τα Σαββατα μου και θα τρέφετε σεβασμόν και φόβον προς τα άγιά μου πράγματα. Εγώ είμαι ο Κυριος ! |
Λευ. 19,31
|
οὐκ ἐπακολουθήσετε ἐγγαστριμύθοις καὶ τοῖς ἐπαοιδοῖς οὐ προσκολληθήσεσθε, ἐκμιανθῆναι ἐν αὐτοῖς· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 19,31 |
Δεν θα ακολουθήσετε τους εγγαστριμύθους και δεν θα προσκολληθήτε εις αυτούς, που ψάλλουν μαγικάς ωδάς. Προσέχετε να μη μολυνθήτε δι' αυτών. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. |
Λευ. 19,32
|
ἀπὸ προσώπου πολιοῦ ἐξαναστήσῃ καὶ τιμήσεις πρόσωπον πρεσβυτέρου καὶ φοβηθήσῃ τὸν Θεόν σου· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 19,32 |
Θα εγερθής με σεβασμόν ενώπιον ανθρώπου, που έχει λευκήν την κόμην, και θα τιμήσης το πρόσωπον του γέροντος, και θα φοβήσαι πάντοτε τον Θεόν σου. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεάς σας. |
Λευ. 19,33
|
Ἐὰν δέ τις προσέλθῃ ὑμῖν προσήλυτος ἐν τῇ γῇ ὑμῶν, οὐ θλίψετε αὐτόν· |
Λευ. 19,33 |
Εάν ξένος τις έλθη εις την χώραν σας, δεν θα τον θλίψετε. |
Λευ. 19,34
|
ὡς ὁ αὐτόχθων ἐν ὑμῖν ἔσται ὁ προσήλυτος ὁ προσπορευόμενος πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἀγαπήσεις αὐτὸν ὡς σεαυτόν, ὅτι προσήλυτοι ἐγενήθητε ἐν γῇ Αἰγύπτῳ· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 19,34 |
Ο ξένος αυτός ο ερχόμενος από άλλην χώραν προς σας θα είναι, όπως ο εντόπιος, ο συμπατριώτης σας. Θα αγαπήσης και αυτόν όπως τον εαυτόν σου, διότι και σεις υπήρξατε ξένοι εις την Αίγυπτον. Εγώ είμαι ο Κυριος ο Θεός σας, που διατάσσω αυτά. |
Λευ. 19,35
|
οὐ ποιήσετε ἄδικον ἐν κρίσει, ἐν μέτροις καὶ ἐν σταθμοῖς καὶ ἐν ζυγοῖς. |
Λευ. 19,35 |
Δεν θα αδικήσετε κανένα, ούτε στο δικαστήριον ούτε εις τα μέτρα μήκους, βάρους και χωρητικότητος· με κανένα από τα ζυγίσματά σας. |
Λευ. 19,36
|
ζυγὰ δίκαια καὶ σταθμία δίκαια καὶ χοῦς δίκαιος ἔσται ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου. |
Λευ. 19,36 |
Η ζυγαριά σας να είναι ακριβής, τα σταθμά δίκαια, το πήλινον μέτρον των υγρών προϊόντων πρέπει να είναι σωστόν. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος σας έβγαλα ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου. |
Λευ. 19,37
|
Καὶ φυλάξεσθε πάντα τὸν νόμον μου καὶ πάντα τὰ προστάγματά μου καὶ ποιήσετε αὐτά· ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. |
Λευ. 19,37 |
Θα φυλάξετε όλον τον νόμον και όλας τας εντολάς μου· θα εφαρμόσετε αυτάς. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, που σας δίδω αυτάς τας εντολάς. |
Λευ. 20,1
|
Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· |
Λευ. 20,1 |
Ελάλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν λέγων· |
Λευ. 20,2
|
καὶ τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ λαλήσεις· ἐάν τις ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἢ ἀπὸ τῶν γεγενημένων προσηλύτων ἐν Ἰσραήλ, ὃς ἂν δῷ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ ἄρχοντι, θανάτῳ θανατούσθω· τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις. |
Λευ. 20,2 |
“αυτά θα είπης στους Ισραηλίτας· Εάν κανείς από τους Ισραηλίτας, η από τους ξένους που εγεννήθησαν μεταξύ των Ισραηλιτών, δώση κάποιον εκ των απογόνων του εις ειδωλολάτρην άρχοντα, πρέπει να θανατώνεται. Η κοινωνία της περιοχής εκείνης πρέπει να τον φονεύση με λιθοβολισμόν. |
Λευ. 20,3
|
καὶ ἐγὼ ἐπιστήσω τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ ἀπολῶ αὐτὸν ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ὅτι τοῦ σπέρματος αὐτοῦ ἔδωκεν ἄρχοντι, ἵνα μιάνῃ τὰ ἅγιά μου καὶ βεβηλώσῃ τὸ ὄνομα τῶν ἡγιασμένων μοι. |
Λευ. 20,3 |
Εγώ θα στρέψω με οργήν το πρόσωπόν μου εναντίον του ανθρώπου αυτού και θα τον εξολοθρεύσω εκ μέσου του λαού του, διότι έδωσε εκ των απογόνων του εις ειδωλολάτρην άρχοντα και δια της πράξεώς του αυτής εμόλυνε τα άγιά μου, εβεβήλωσε το όνομα των ηγιασμένων και αφιερωμένων εις εμέ. |
Λευ. 20,4
|
ἐὰν δὲ ὑπερόψει ὑπερίδωσιν οἱ αὐτόχθονες τῆς γῆς τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, ἐν τῷ δοῦναι αὐτὸν τοῦ σπέρματος αὐτοῦ ἄρχοντι, τοῦ μὴ ἀποκτεῖναι αὐτόν, |
Λευ. 20,4 |
Εάν όμως δείξουν οι εντόπιοι αδιαφορίαν δια την πράξιν του ανθρώπου εκείνου, ο οποίος έδωκε απόγονόν του ως υπηρέτην εις ειδωλολάτρην άρχοντα και δεν τον θανατώσουν, |
Λευ. 20,5
|
καὶ ἐπιστήσω τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ τὴν συγγένειαν αὐτοῦ καὶ ἀπολῶ αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς ὁμονοοῦντας αὐτῷ, ὥστε ἐκπορνεύειν αὐτὸν εἰς τοὺς ἄρχοντας ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῶν. |
Λευ. 20,5 |
εγώ θα στρέψω με οργήν το πρόσωπόν μου εναντίον του ανθρώπου εκείνου και της συγγενείας του και θα εξολοθρεύσω αυτόν και όλους εκείνους, που συμφωνούν με αυτόν και συγκατατίθενται, ώστε αυτός αρνούμενος τον αληθινόν Θεόν να παραδοθή εις αλλοφύλους άρχοντας. |
Λευ. 20,6
|
καὶ ψυχή, ἣ ἐὰν ἐπακολουθήσῃ ἐγγαστριμύθοις ἢ ἐπαοιδοῖς, ὥστε ἐκπορνεῦσαι ὀπίσω αὐτῶν, ἐπιστήσω τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν ψυχὴν ἐκείνην καὶ ἀπολῶ αὐτὴν ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῆς. |
Λευ. 20,6 |
Εάν κανείς ακολουθήση εγγαστριμύθους η αυτούς που ψάλλουν μαγικάς ωδάς, ώστε αρνούμενος τον αληθινόν Θεόν να ακολουθή εκείνους, εγώ θα στραφώ εναντίον του και θα τον εξολοθρεύσω εκ μέσου του λαού του. |
Λευ. 20,7
|
καὶ ἔσεσθε ἅγιοι, ὅτι ἅγιος ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν· |
Λευ. 20,7 |
Αγιοι θα είσθε, διότι εγώ ο Κυριος και Θεός σας είμαι άγιος. |
Λευ. 20,8
|
καὶ φυλάξεσθε τὰ προστάγματά μου καὶ ποιήσετε αὐτά· ἐγὼ Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς. |
Λευ. 20,8 |
Θα φυλάξετε τας εντολάς μου και θα τας εφαρμόσετε. Εγώ είμαι ο Κυριος, ο οποίος σας αγιάζω. |
Λευ. 20,9
|
ἄνθρωπος ἄνθρωπος, ὃς ἂν κακῶς εἴπῃ τὸν πατέρα αὐτοῦ ἢ τὴν μητέρα αὐτοῦ, θανάτῳ θανατούσθω· πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα αὐτοῦ κακῶς εἶπεν; ἔνοχος ἔσται. |
Λευ. 20,9 |
Ανθρωπος, ο οποίος θα κακολογήση τον πατέρα του η την μητέρα του, να τυμωρηθή με θάνατον. Εκακολόγησεν ένας υιός τον πατέρα του η την μητέρα του; Είναι ένοχος θανάτου. |
Λευ. 20,10
|
ἄνθρωπος ὃς ἂν μοιχεύσηται γυναῖκα ἀνδρός, ἢ ὃς ἂν μοιχεύσηται γυναῖκα τοῦ πλησίον, θανάτῳ θανατούσθωσαν, ὁ μοιχεύων καὶ ἡ μοιχευομένη. |
Λευ. 20,10 |
Ανθρωπος, ο οποίος θα κοιμηθή με γυναίκα ύπανδρον η με την γυναίκα του πλησίον του, θα τιμωρηθούν και οι δύο με θάνατον και ο μοιχός και η μοιχαλίς. |
Λευ. 20,11
|
καὶ ἐάν τις κοιμηθῇ μετὰ γυναικὸς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἀσχημοσύνην τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἀπεκάλυψε, θανάτῳ θανατούσθωσαν, ἀμφότεροι ἔνοχοί εἰσι. |
Λευ. 20,11 |
Εάν κανείς κοιμηθή με την μητρυιάν του, προσέβαλε τον πατέρα του. Είναι και οι δύο ένοχοι θανάτου και πρέπει να θανατωθούν. |
Λευ. 20,12
|
καὶ ἐάν τις κοιμηθῇ μετὰ νύμφης αὐτοῦ, θανάτῳ θανατούσθωσαν ἀμφότεροι· ἠσεβήκασι γάρ, ἔνοχοί εἰσι. |
Λευ. 20,12 |
Εάν κανείς κοιμηθή με την νύμφην του, και οι δύο πρέπει να τιμωρηθούν με θάνατον. Διότι ησέβησαν και είναι ένοχοι. |
Λευ. 20,13
|
καὶ ὃς ἂν κοιμηθῇ μετά ἄρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα ἐποίησαν ἀμφότεροι· θανάτῳ θανατούσθωσαν, ἔνοχοί εἰσιν. |
Λευ. 20,13 |
Και εκείνος που εκοιμήθη με άρρενα, ως με γυναίκα, και οι δύο διέπραξαν μυσαράν αμαρτίαν. ΕΙναι ένοχοι και πρέπει να τιμωρηθούν με θάνατον. |
Λευ. 20,14
|
ὃς ἂν λάβῃ γυναῖκα καὶ τὴν μητέρα αὐτῆς, ἀνόμημά ἐστιν, ἐν πυρὶ κατακαύσουσιν αὐτὸν καὶ αὐτάς, καὶ οὐκ ἔσται ἀνομία ἐν ὑμῖν. |
Λευ. 20,14 |
Εκείνός που θα λάβη ως συζύγους κόρην και μητέρα, διαπράττει ανόμημα. Αυτός και εκείναι πρέπει να καούν, δια να μη υπάρχη τέτοια παρανομία μεταξύ σας. |
Λευ. 20,15
|
καὶ ὃς ἂν δῷ κοιτασίαν αὐτοῦ ἐν τετράποδι, θανάτῳ θανατούσθω, καὶ τὸ τετράπουν ἀποκτενεῖτε. |
Λευ. 20,15 |
Εκείνος ο οποίος θα διαπράξη κτηνοβασίαν, θα τιμωρηθή με θάνατον, το δε τετράποδον πρέπει να το φονεύσετε. |
Λευ. 20,16
|
καὶ γυνή, ἥτις προσελεύσεται πρὸς πᾶν κτῆνος βιβασθῆναι αὐτὴν ὑπ᾿ αὐτοῦ, ἀποκτενεῖτε τὴν γυναῖκα καὶ τὸ κτῆνος· θανάτῳ θανατούσθωσαν, ἔνοχοί εἰσιν. |
Λευ. 20,16 |
Η γυνή, η οποία ήθελε προσέλθει εις οιονδήποτε ζώον δια να αμαρτήση δι' αυτού, διαπράττει μεγάλην αμαρτίαν και πρέπει να θανατώσετε αυτήν και το κτήνος. Θα τιμωρηθούν δια θανάτου, διότι είναι ένοχοι. |
Λευ. 20,17
|
ὃς ἂν λάβῃ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ ἐκ πατρὸς αὐτοῦ ἢ ἐκ μητρὸς αὐτοῦ καὶ ἴδῃ τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς καὶ αὕτη ἴδῃ τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ, ὄνειδός ἐστιν, ἐξολοθρευθήσονται ἐνώπιον υἱῶν γένους αὐτῶν· ἀσχημοσύνην ἀδελφῆς αὐτοῦ ἀπεκάλυψεν, ἁμαρτίαν κομιοῦνται. |
Λευ. 20,17 |
Εκείνος ο οποίος ήθελε πλησιάσει την ομοπάτριον η ομομήτριον αδελφήν του δια να ίδη την ασχημοσύνην της και αυτή να ίδη την ασχημοσύνην εκείνου, διέπραξαν και οι δύο επονείδιστον πράξιν. Θα εξολοθρευθούν ενώπιον των συμπατριωτύν του, διότι αυτός απεκάλυψεν ο,τι δια λόγους αιδούς έπρεπε να είναι κεκρυμεμένον. Θα λάβουν την τιμωρίαν της αμαρτίας των. |
Λευ. 20,18
|
καὶ ἀνήρ, ὃς ἂν κοιμηθῇ μετὰ γυναικὸς ἀποκαθημένης καὶ ἀποκαλύψῃ τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς, τὴν πηγὴν αὐτῆς ἀπεκάλυψε, καὶ αὕτη ἀπεκάλυψε τὴν ῥύσιν τοῦ αἵματος αὐτῆς· ἐξολοθρευθήσονται ἀμφότεροι ἐκ τῆς γενεᾶς αὐτῶν. |
Λευ. 20,18 |
Εάν κάποιος άνδρας κουμηθή μετά γυναικός, η οποία ευρίσκεται εις την έμμηνον περίοδόν της, και ξεσικεπάση την ασχημοσύνην αυτής, την πηγήν της εκροής του αίματος, και αυτή εκουσίως απεκάλυψε την ροήν του αίματος αυτής, θα εξολοθρευθούν και οι δύο εκ μέσου της γενεάς αυτών. |
Λευ. 20,19
|
καὶ ἀσχημοσύνην ἀδελφῆς πατρός σου καὶ ἀδελφῆς μητρός σου οὐκ ἀποκαλύψεις· τὴν γὰρ οἰκειότητα ἀπεκάλυψεν, ἁμαρτίαν ἀποίσονται. |
Λευ. 20,19 |
Δεν θα ξεσκεπάσης την ασχημοσύνην της αδελφής του πατρός σου η της αδελφής της μητρός σου, της θείας σου (δια να έλθης εις γάμον με αυτήν). Αυτός διαπράττει μεγάλην αμαρτίαν, διότι απογυμνώνει στενήν συγγενή του. Και οι δύο φέρουν την ευθύνην της ανομίας των. |
Λευ. 20,20
|
ὃς ἂν κοιμηθῇ μετὰ τῆς συγγενοῦς αὐτοῦ, ἀσχημοσύνην τῆς συγγενείας αὐτοῦ ἀπεκάλυψεν, ἄτεκνοι ἀποθανοῦνται. |
Λευ. 20,20 |
Οιοσδηποτε θα κοιμηθή με συγγενικόν πρόσωπον και θα αποκαλύψη την ασχημοσύνην του συγγενούς αυτού, αυτός και εκείνη θα αποθάνουν άτεκνοι. |
Λευ. 20,21
|
ὃς ἐὰν λάβῃ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ἀκαθαρσία ἐστίν· ἀσχημοσύνην τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἀπεκάλυψεν, ἄτεκνοι ἀποθανοῦνται. |
Λευ. 20,21 |
Εκείνος ο οποίος θα λάβη ως σύζυγον την γυναίκα του αδελφού του, διαπράττει ακάθαρτον πράξιν. Απεκάλυψε την ασχημοσύνην του αδελφού του. Αυτός και εκείνη θα αποθάνουν άτεκνοι. |
Λευ. 20,22
|
Καὶ φυλάξασθε πάντα τὰ προστάγματά μου, καὶ τὰ κρίματά μου καὶ ποιήσετε αὐτά, καὶ οὐ μὴ προσοχθίσῃ ὑμῖν ἡ γῆ, εἰς ἣν ἐγὼ εἰσάγω ὑμᾶς ἐκεῖ κατοικεῖν ἐπ᾿ αὐτῆς. |
Λευ. 20,22 |
Προσέχετε ! Θα φυλάξετε όλας τας εντολάς μου και θα εφαρμόσετε όλας τας αποφάσεις μου, δια να μη αγανακτήση και σας μισήση η γη, εις την οποίαν εγώ σας οδηγώ δια να κατοικήσετε εις αυτήν. |
Λευ. 20,23
|
καὶ οὐχὶ πορεύεσθε τοῖς νομίμοις τῶν ἐθνῶν, οὓς ἐξαποστέλλω ἀφ᾿ ὑμῶν· ὅτι ταῦτα πάντα ἐποίησαν, καὶ ἐβδελυξάμην αὐτούς. |
Λευ. 20,23 |
Δεν θα πορευθήτε σύμφωνα με τα έθιμα των εθνών, τα οποία εγώ εκδιώκω από το πρόσωπόν σας. Επειδή ακριβώς τα έθνη αυτά διέπραξαν τοιαύτας μυσαράς πράξεις, τα εμίσησα. |
Λευ. 20,24
|
καὶ εἶπα ὑμῖν· ὑμεῖς κληρονομήσετε τὴν γῆν αὐτῶν, καὶ ἐγὼ δώσω ὑμῖν αὐτὴν ἐν κτήσει, γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, ὃς διώρισα ὑμᾶς ἀπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν. |
Λευ. 20,24 |
Και είπα προς σας· σεις θα κληρονομήσετε την χώρα των και εγώ θα δώσω εις σας ως ιδιοκτησίαν σας αυτήν, γην ρέουσαν γάλα και μέλι. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος σας εξεχώρισα και σας εξέλεξα από όλα τα έθνη. |
Λευ. 20,25
|
καὶ ἀφοριεῖτε αὐτοὺς ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν τῶν ἀκαθάρτων καὶ ἀνὰ μέσον τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ τῶν ἀκαθάρτων, καὶ οὐ βδελύξετε τὰς ψυχὰς ὑμῶν ἐν τοῖς κτήνεσι, καὶ ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἑρπετοῖς τῆς γῆς, ἃ ἐγὼ ἀφώρισα ὑμῖν ἐν ἀκαθαρσίᾳ. |
Λευ. 20,25 |
Σεις δε θα διαχωρίσετε τα καθαρά ζώα από τα ακάθαρτα, τα καθαρά πτηνά από τα ακάθαρτα και δεν θα μολύνετε την ζωήν σας τρώγοντες ακάθαρτα κτήνη και ακάθαρτα πτηνά και από όλα τα ερπετά της γης τα ακάθαρτα, τα οποία εγώ έχω ορίσει ως ακάθαρτα. |
Λευ. 20,26
|
καὶ ἔσεσθέ μοι ἅγιοι, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, ὁ ἀφορίσας ὑμᾶς ἀπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν, εἶναι ἐμοί. |
Λευ. 20,26 |
Θα είσθε άγιοι εις εμέ, διότι είμαι άγιος εγώ, ο Κυριος και ο Θεός σας, ο οποίος σας εξεχώρισα, από όλα τα έθνη, δια να είσθε ιδικοί μου. |
Λευ. 20,27
|
Καὶ ἀνὴρ ἢ γυνή, ὃς ἂν γένηται αὐτῶν ἐγγαστρίμυθος ἢ ἐπαοιδός, θανάτῳ θανατούσθωσαν ἀμφότεροι· λίθοις λιθοβολήσετε αὐτούς, ἔνοχοί εἰσι. |
Λευ. 20,27 |
Ανήρ η γυνή οι οποίοι ήθελον γίνει εγγαστρίμυθοι η μάγοι ψάλλοντες μαγικάς ωδάς, θα τιμωρηθούν και οι δύο δια θανάτου, θα τους εκτελέσετε δια λιθοβολισμού. Είναι ένοχοι. |