Μαρκ. 5,24 | καὶ ἀπῆλθε μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν. |
Μαρκ. 5,24 | Και ανεχώρησε μαζή του. Λαός δε πολύς τον ακολουθούσε και οι άνθρωποι τον εστρύμωχναν. |
Μαρκ. 5,25 | Καὶ γυνή τις οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἔτη δώδεκα, |
Μαρκ. 5,25 | Και μια γυναίκα, η οποία έπασχεν επί δώδεκα έτη από αιμορραγίαν |
Μαρκ. 5,26 | καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ᾿ ἑαυτῆς πάντα, καὶ μηδὲν ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα, |
Μαρκ. 5,26 | και είχε ταλαιπωρηθή πολύ από πολλούς ιατρούς, είχε δε εξοδεύσει όλα τα υπάρχοντά της, χωρίς να ίδη καμμίαν ωφέλειαν, αλλά μάλλον είχε έλθει στο χειρότερον, |
Μαρκ. 5,27 | ἀκούσασα περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· |
Μαρκ. 5,27 | όταν ήκουσε δια τα θαύματα που έκανε ο Ιησούς, ανεμίχθη με το πλήθος, ήλθε πίσω από τον Ιησούν και ήγγισε το ένδυμά του. |
Μαρκ. 5,28 | ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ ὅτι ἐὰν ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ, σωθήσομαι. |
Μαρκ. 5,28 | Διότι έλεγε μέσα της, ότι “εάν και μόνον εγγίσω τα ενδύματά του, θα σωθώ”. |
Μαρκ. 5,29 | καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος. |
Μαρκ. 5,29 | Και αμέσως εξηράθηκε και έκλεισεν η πηγή, από την οποίαν έτρεχε το αίμα της, και αντελήφθη από την βελτίωσίν που ήλθε στο σώμα της, ότι ιατρεύθη από το βάσανον εκείνο. |
Μαρκ. 5,30 | καὶ εὐθέως ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ ἔλεγε· τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων; |
Μαρκ. 5,30 | Και αμέσως ο Ιησούς αντελήφθη πολύ καλά, ως παντογνώστης, την δύναμιν που εβγήκεν από αυτόν και στραφείς στο πλήθος έλεγε· “ποιός ήγγισε τα ενδύματά μου; |
Μαρκ. 5,31 | καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις τίς μου ἥψατο; |
Μαρκ. 5,31 | Και έλεγον εις αυτόν οι μαθηταί του· “βλέπεις τον όχλον να σε σπρώχνη από όλα τα σημεία και ερωτάς ποιός σε ήγγισε;” |
Μαρκ. 5,32 | καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν. |
Μαρκ. 5,32 | Ο Ιησούς όμως περιέφερε γύρω το βλέμμα του, δια να ίδη αυτήν, που είχε κάμει αυτό. |
Μαρκ. 5,33 | ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ᾿ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. |
Μαρκ. 5,33 | Η δε γυναίκα φοβισμένη και τρέμουσα, επειδή είχε πλέον αντιληφθή πολύ καλά την θεραπείαν, που της είχε γίνει, ήλθε και έπεσεν εις τα γόνατα εμπρός του και του είπεν όλην την αλήθειαν. |
Μαρκ. 5,34 | ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου. |
Μαρκ. 5,34 | Εκείνος δε της είπε· “κόρη μου, η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρήνην εις την ψυχήν σου και να είσαι για πάντα υγιής και απηλλαγμένη από την βασανιστικήν ασθένειάν σου”. |