Παλαιά Διαθήκη - Καινή Διαθήκη
Ἁγία Γραφή
Δευτ. 30,1 Καὶ ἔσται ὡς ἂν ἔλθωσιν ἐπὶ σὲ πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα, ἡ εὐλογία καὶ ἡ κατάρα, ἣν ἔδωκα πρὸ προσώπου σου, καὶ δέξῃ εἰς τὴν καρδίαν σου ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, οὗ ἐὰν διασκορπίσῃ σε Κύριος ἐκεῖ,
Δευτ. 30,1 Οταν όλα αυτά τα λόγια του Θεού πραγματοποιηθούν εις σας, η ευλογία του Θεού και η κατάρα που εγώ παρουσίασα ενώπιόν σας, και αποδεχθήτε αυτά με όλην σας την καρδίαν εκεί εις τα έθνη, εις τα οποία θα σας έχη διασκορπίσεις δια τας αμαρτίας σας ο Κυριος,
Δευτ. 30,2 καὶ ἐπιστραφήσῃ ἐπὶ Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς αὐτοῦ κατὰ πάντα, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου,
Δευτ. 30,2 και εν μετανοία επιστρέψετε προς Κυριον τον Θεόν σας, υπακούοντες με όλην σας την καρδίαν και με όλην σας την ψυχήν εις εκείνα, τα οποία εγώ σήμερον σας διατάσσω,
Δευτ. 30,3 καὶ ἰάσεται Κύριος τὰς ἁμαρτίας σου καὶ ἐλεήσει σε καὶ πάλιν συνάξει σε ἐκ πάντων τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς διεσκόρπισέ σε Κύριος ἐκεῖ.
Δευτ. 30,3 ο Κυριος θα συγχωρήση και θα θεραπεύση τας αμαρτίας σας, θα σας ελεήση και θα σας συγκεντρώση πάλιν εις την πατρίδα σας από όλα τα έθνη, ανάμεσα εις τα οποία σας είχε διασκορπίσει.
Δευτ. 30,4 ἐὰν ᾖ ἡ διασπορά σου ἀπ᾿ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ, ἐκεῖθεν συνάξει σε Κύριος ὁ Θεός σου, καὶ ἐκεῖθεν λήψεταί σε Κύριος ὁ Θεός σου·
Δευτ. 30,4 Και αν ακόμη έχετε διασκορπισθή από το ένα έως το άλλο άκρον του ουρανού, και από εκεί θα σας επαναφέρη Κυριος ο Θεός σας εις την πατρίδα σας και από εκεί θα σας παραλάβη.
Δευτ. 30,5 καὶ εἰσάξει σε ὁ Θεός σου ἐκεῖθεν εἰς τὴν γῆν, ἣν ἐκληρονόμησαν οἱ πατέρες σου, καὶ κληρονομήσεις αὐτήν· καὶ εὖ σε ποιήσει καὶ πλεοναστόν σε ποιήσει ὑπὲρ τοὺς πατέρας σου.
Δευτ. 30,5 Ο Θεός σας θα σας επαναφέρη και θα σας εισαγάγη από εκεί εις την χώραν, την οποίαν εκληρονόμησαν οι πρόγονοί σας, και την οποίαν θα κληρονομήσετε τώρα σεις. Θα σας ευλογήση ο Θεός και θα σας αναδείξη πολύ περισσοτέρους εις αριθμόν, παρ' όσον τους προπάτοράς σας.
Δευτ. 30,6 καὶ περικαθαριεῖ Κύριος τὴν καρδίαν σου καὶ τὴν καρδίαν τοῦ σπέρματός σου, ἀγαπᾶν Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, ἵνα ζῇς σύ.
Δευτ. 30,6 Ο Κυριος θα καθαρίση και θα εξαγνίση την καρδίαν σας και την καρδίαν των απογόνων σας, δια να αγαπάτε Κυριον τον Θεόν σας με όλην σας την καρδίαν και με όλην σας την ψυχήν, και να σας δώσει έτσι ο Θεός μακρότητα βίου.
Δευτ. 30,7 καὶ δώσει Κύριος ὁ Θεός σου τὰς ἀρὰς ταύτας ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ ἐπὶ τοὺς μισοῦντάς σε, οἳ ἐδίωξάν σε.
Δευτ. 30,7 Εάν σεις μετανοήσετε και συμμορφωθήτε προς το θείον θέλημα, τότε ο Κυριος θα εξαποστείλη αυτάς τας κατάρας εναντίον των εχθρών σας, εναντίον εκείνων που σας μισούν και σας έχουν καταδιώξει.
Δευτ. 30,8 καὶ σὺ ἐπιστραφήσῃ καὶ εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ ποιήσεις τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον,
Δευτ. 30,8 Σεις δε θα επιστρέψετε εν μετανοία προς το Κυριον, θα υπακούσετε εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σας και θα τηρήσετε τα εντολάς του, αυτάς τας οποίας εγώ σήμερον σας δίδω,
Δευτ. 30,9 καὶ πολυωρήσει σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐν παντὶ ἔργῳ τῶν χειρῶν σου, ἐν τοῖς ἐκγόνοις τῆς κοιλίας σου καὶ ἐν τοῖς ἐκγόνοις τῶν κτηνῶν σου καὶ ἐν τοῖς γενήμασι τῆς γῆς σου· ὅτι ἐπιστρέψει Κύριος ὁ Θεός σου εὐφρανθῆναι ἐπὶ σοὶ εἰς ἀγαθά, καθότι εὐφράνθη ἐπὶ τοῖς πατράσι σου,
Δευτ. 30,9 ο δε Κυριος θα ενδιαφερθή, θα φροντίση και θα ευλογήση σας εις όλα τα έργα των χειρών σας, εκ τα παιδιά σας, εις τα γεννήματα των ζώων σας και εις τα προϊόντα της χώρας σας. Διότι Κυριος ο Θεός σας θα επιστρέψη με ευλογίας προς σας και θα ευφρανθή με τα αγαθά που θα σας δώση, όπως ηυφράνθη με τα αγαθά που είχε δώσει στους προπάτοράς σας.
Δευτ. 30,10 ἐὰν εἰσακούσῃς τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, φυλάσσεσθαι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ καὶ τὰς κρίσεις αὐτοῦ τὰς γεγραμμένας ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ νόμου τούτου, ἐὰν ἐπιστραφῇς ἐπὶ Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου.
Δευτ. 30,10 Αυτά θα γίνουν, εάν υπακούσετε εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σας και τηρήσετε τας εντολάς αυτού, τον νόμον του και τα προστάγματά του, που είναι γραμμένα στο βιβλίον του Νομου τούτου, εάν δηλαδή επιστρέψετε προς Κυριον τον Θεόν σας με όλην σας την καρδίαν και με όλην σας την ψυχήν.
Δευτ. 30,11 Ὅτι ἡ ἐντολὴ αὕτη, ἣν ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, οὐχ ὑπέρογκός ἐστιν οὐδὲ μακρὰν ἀπὸ σοῦ ἐστιν.
Δευτ. 30,11 Αυτή δε η εντολή, την οποίαν εγώ σήμερον σας δίδω, δεν είναι βαρεία και υπερβολική, ούτε ευρίσκεται μακράν από σας.
Δευτ. 30,12 οὐκ ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω ἐστὶ λέγων· τίς ἀναβήσεται ἡμῖν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ λήψεται ἡμῖν αὐτήν, καὶ ἀκούσαντες αὐτὴν ποιήσομεν;
Δευτ. 30,12 Δεν είναι επάνω στον ουρανόν, ώστε να αναγκασθήτε να είπητε· Ποιός είναι δυνατόν να ανεβή στον ουρανόν, να πάρη την εντολήν αυτήν, να μας την ανακοινώση, και ημείς ακούσαντες να την εφαρμόσωμεν;
Δευτ. 30,13 οὐδὲ πέραν τῆς θαλάσσης ἐστὶ λέγων· τίς διαπεράσει ἡμῖν εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης καὶ λήψεται ἡμῖν αὐτήν, καὶ ἀκουστὴν ἡμῖν ποιήσῃ αὐτήν, καὶ ποιήσομεν;
Δευτ. 30,13 Ούτε ευρίσκεται πέραν από την θάλασσαν, ώστε να είπη κανείς· Ποιός θα διαπλεύση προς χάριν ημών στο άλλο άκρον της θαλάσσης, δια να πάρη προς χάριν μας την εντολήν, να μας την καταστήση γνωστήν, ώστε ημείς να την εφαρμόσωμεν;
Δευτ. 30,14 ἐγγύς σού ἐστι τὸ ῥῆμα σφόδρα ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ταῖς χερσί σου ποιεῖν αὐτό.
Δευτ. 30,14 Ο λόγος του Κυρίου είναι πολύ πλησίον σας, στο στόμα σας δια να τον ομολογήτε, εις την καρδίαν σας δια να τον πιστεύετε, εις τα χέρια σας δια να τον εφαρμόζετε.
Δευτ. 30,15 ᾿Ἰδοὺ δέδωκα πρὸ προσώπου σου σήμερον τὴν ζωήν καὶ τὸν θάνατον, τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ κακόν.
Δευτ. 30,15 Ιδού έχω θέσει ενώπιόν σας σήμερον την ζωήν και τον θάνατον, το αγαθόν και το κακόν.
Δευτ. 30,16 ἐὰν εἰσακούσῃς τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἀγαπᾶν Κύριον τὸν Θεόν σου, πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ φυλάσσεσθαι τὰ δικαιώματα αὐτοῦ καὶ τὰς κρίσεις αὐτοῦ, καὶ ζήσεσθε, καὶ πολλοὶ ἔσεσθε, καὶ εὐλογήσει σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν.
Δευτ. 30,16 Εάν υπακούσετε εις τας εντολάς Κυρίου του Θεού σας, τας οποίας εγώ σήμερον σας δίδω, να αγαπάτε δηλαδή Κυριον τον Θεόν σας, να πορεύεσθε εις όλας τας οδούς αυτού, να τηρήτε τους νόμους του και τας διατάξστου, τότε θα ζήσετε και θα γίνετε πολυάριθμοι θα σας ευλογήση Κυριος ο Θεός σας εις όλην την χώραν, εις την οποίαν εισέρχεσθε, δια να την καταλάβετε.
Δευτ. 30,17 καὶ ἐὰν μεταστῇ ἡ καρδία σου καὶ μὴ εἰσακούσῃς καὶ πλανηθεὶς προσκυνήσῃς θεοῖς ἑτέροις καὶ λατρεύσῃς αὐτοῖς,
Δευτ. 30,17 Εάν όμως αλλάξη η καρδία σας και δεν υπακούσετε τον Κυριον σας, πλανώμενοι δε προσκυνήσετε και λατρεύσετε θεούς άλλους,
Δευτ. 30,18 ἀναγγέλλω σοι σήμερον ὅτι ἀπωλείᾳ ἀπολεῖσθε καὶ οὐ μὴ πολυήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν Ἰορδάνην ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν.
Δευτ. 30,18 αναγγέλλω σήμερον προς σας ότι ολακληρωτικώς θα καταστραφήτε και δεν θα ζήσετε επί πολύ εις την χώραν, προς την οποίαν διαβαίνοντες τον Ιορδάνην ποταμόν πηγαίνετε να την κληρονομήσετε.
Δευτ. 30,19 διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον τόν τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν ζωὴν καὶ τὸν θάνατον δέδωκα πρὸ προσώπου ὑμῶν, τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν κατάραν· ἔκλεξαι τὴν ζωὴν σύ, ἵνα ζήσῃς σὺ καὶ τὸ σπέρμα σου,
Δευτ. 30,19 Επικαλούμαι σήμερον ενώπιόν σας μάρτυρας τον ουρανόν και την γην, ότι έχω θέσει εμπρός εις σας την ζωήν και τον θάνατον, την ευλογίαν και την κατάραν. Διαλέξετε λοιπόν την ζωήν, δια να ζήσετε ευτυχισμένοι, σεις και οι απόγονοί σας.
Δευτ. 30,20 ἀγαπᾶν Κύριον τὸν Θεόν σου, εἰσακούειν τῆς φωνῆς αὐτοῦ καὶ ἔχεσθαι αὐτοῦ· ὅτι τοῦτο ἡ ζωή σου καὶ ἡ μακρότης τῶν ἡμερῶν σου, κατοικεῖν ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσι σου Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ δοῦναι αὐτοῖς.
Δευτ. 30,20 Μα αγαπάτε Κυριον τον Θεόν σας, να υπακούετε εις την φωνήν του, να μένετε με σταθερότητα κοντά του. Διότι αυτό είναι η ζωη σας, η μακροβιότης σας, η παραμονή σας και η μόνιμος εγκατάστασίς σας εις την χώραν, την οποίαν ο Κυριος ωρκίσθη στους προπάτοράς σας, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, ότι θα δώση εις αυτούς.
Δευτ. 31,1 Καὶ συνετέλεσε Μωυσῆς λαλῶν πάντας τοὺς λόγους τούτους πρὸς πάντας υἱοὺς Ἰσραήλ,
Δευτ. 31,1 Ο Μωϋσής ετελείωσε διδάσκων όλα αυτά τα λόγια του Θεού προς όλους τους Ισραηλίτας.
Δευτ. 31,2 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἑκατὸν καὶ εἴκοσιν ἐτῶν ἐγώ εἰμι σήμερον· οὐ δυνήσομαι ἔτι εἰσπορεύεσθαι καὶ ἐκπορεύεσθαι, Κύριος δὲ εἶπε πρός με· οὐ διαβήσῃ τὸν Ἰορδάνην τοῦτον.
Δευτ. 31,2 Κατόπιν δε είπε προς αυτούς· “εγώ είμαι σήμερον εκατόν είκοσι έτων· δεν ημπορώ πλέον να πηγαινοέρχομαι. Εξ άλλου ο Κυριος μου είχε πει· Δεν θα διαβής συ αυτόν τον Ιορδάνην ποταμόν.
Δευτ. 31,3 Κύριος ὁ Θεός σου ὁ προπορευόμενος πρὸ προσώπου σου, αὐτὸς ἐξολοθρεύσει τὰ ἔθνη ταῦτα ἀπὸ προσώπου σου, καὶ κατακληρονομήσεις αὐτούς· καὶ Ἰησοῦς ὁ προπορευόμενος πρὸ προσώπου σου, καθὰ ἐλάλησε Κύριος.
Δευτ. 31,3 Επαναλαμβάνω προς σας και πάλιν· Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος προπορεύεται ενώπιόν σας, αυτός θα εξολοθρεύση από εμπρός σας αυτά τα έθνη, και σεις θα τα κληρονομήσετε. Ο δε Ιησούς του Ναυή θα είναι πλέον ο αρχηγός σας, όπως είπε προς εμέ ο Κυριος.
Δευτ. 31,4 καὶ ποιήσει Κύριος ὁ Θεός σου αὐτοῖς καθὼς ἐποίησε Σηὼν καὶ Ὤγ, τοῖς δυσὶ βασιλεῦσι τῶν Ἀμοῤῥαίων, οἳ ἦσαν πέραν τοῦ Ἰορδάνου, καὶ τῇ γῇ αὐτῶν, καθότι ἐξωλόθρευσεν αὐτούς·
Δευτ. 31,4 Εναντίον των λαών εκείνων, που κατέχουν την γην της Επαγγελίας, θα κάμη ο Κυριος ο,τι έκαμε στους δύο βασιλείς των Αμορραίων, τον Σηών και τον Ωγ, οι οποίοι ήσαν ανατολικώς του Ιορδάνου, ο,τι έκαμε και εις την χώραν των, διότι, όπως γνωρίζετε, εξωλόθρευσεν αυτούς και τους λαούς των.
Δευτ. 31,5 καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος ὑμῖν, καὶ ποιήσετε αὐτοῖς, καθότι ἐνετειλάμην ὑμῖν.
Δευτ. 31,5 Ετσι έχει παραδώσει τους λαούς της Χαναάν εις τα χέρια σας ο Κυριος, και θα κάμετε εις αυτούς ο,τι εγώ σας διέταξα.
Δευτ. 31,6 ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, μὴ φοβοῦ μηδὲ δειλιάσης μηδὲ πτοηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου ὁ προπορευόμενος μεθ᾿ ὑμῶν ἐν ὑμῖν, οὔτε μή σε ἀνῇ, οὔτε μή σε ἐγκαταλίπῃ.
Δευτ. 31,6 Να είσθε λοιπόν ανδρείοι και θαρραλέοι· μη φοβηθήτε, μη δειλιάσετε, μη πτοηθήτε από αυτούς, διότι Κυριος ο Θεός σας, που είναι μαζή σας, προπορεύεται από σας και ούτε προς στιγμήν θα σας αφήση ούτε, πολύ περισσότερον, ολοτελώς θα σας εγκαταλείψη”.
Δευτ. 31,7 καὶ ἐκάλεσε Μωυσῆς Ἰησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ ἔναντι παντὸς Ἰσραήλ· ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, σὺ γὰρ εἰσελεύσῃ πρὸ προσώπου τοῦ λαοῦ τούτου εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσιν ὑμῶν δοῦναι αὐτοῖς, καὶ σὺ κατακληρονομήσεις αὐτὴν αὐτοῖς·
Δευτ. 31,7 Εκάλεσεν ο Μωϋσής τον Ιησούν και είπε προς αυτόν ενώπιον όλου του Ισραηλιτικού λαού· “έχε θάρρος, να είσαι γενναίος. Διότι συ, προπορευόμενος ως αρχηγός του λαού τούτου θα εισέλθης εις την χώραν, την οποίαν Κυριος ο Θεός ωρκίσθη στους προπάτοράς μας, ότι θα τους δώση. Συ θα κατακτήσης αυτήν και θα την διανείμης εις αυτούς.
Δευτ. 31,8 καὶ Κύριος ὁ συμπορευόμενος μετὰ σοῦ οὐκ ἀνήσει σε, οὐδὲ μή σε ἐγκαταλίπῃ· μὴ φοβοῦ μηδὲ δειλία.
Δευτ. 31,8 Ο δε Κυριος, ο οποίος πορεύεται μαζή σου, δεν θα σε αφήση ουδέ προς στιγμήν ούτε ποτέ θα σε εγκαταλείψη μόνον. Μη φοβήσαι λοιπόν και μη δειλιάζης”.
Δευτ. 31,9 Καὶ ἔγραψε Μωυσῆς τὰ ῥήματα τοῦ νόμου τούτου εἰς βιβλίον καὶ ἔδωκε τοῖς ἱερεῦσι τοῖς υἱοῖς Λευὶ τοῖς αἴρουσι τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου, καὶ τοῖς προσβυτέροις τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.
Δευτ. 31,9 Ο Μωϋσής κατέγραψε τους λόγους του Νομου τούτου εις βιβλίον, το οποίον έδωκεν στους ιερείς της φυλής Λευϊ, τους μεταφέροντας την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου και στους πρεσβυτέρους των Ισραηλιτών.
Δευτ. 31,10 καὶ ἐνετείλατο Μωυσῆς αὐτοῖς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγων· μετὰ ἑπτὰ ἔτη ἐν καιρῷ ἐνιαυτοῦ ἀφέσεως ἐν ἑορτῇ σκηνοπηγίας,
Δευτ. 31,10 Κατά δε την ημέραν εκείνην διέταξεν αυτούς ο Μωϋσής λέγων· “κάθε επτά έτη κατά το έτος της απελευθερώσεως των δούλων και της αφέσεως των χρεών, κατά την εορτήν της Σκηνοπηγίας,
Δευτ. 31,11 ἐν τῷ συμπορεύεσθαι πάντα Ἰσραὴλ ὀφθῆναι ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, ἐν τῷ τόπῳ ᾧ ἂν ἐκλέξηται Κύριος, ἀναγνώσεσθε τὸν νόμον τοῦτον ἐναντίον παντὸς Ἰσραὴλ εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν·
Δευτ. 31,11 όταν όλοι οι Ισραηλίται θα πηγαίνουν να εμφανισθούν ενώπιον Κυρίου του Θεού σας στον τόπον, τον οποίον θα εκλέξη ο Κυριος ως ναόν του, θα αναγνώσετε τον Νομον τούτον ενώπιον όλων των Ισραηλιτών, δια να τον ακούσουν όλοι.
Δευτ. 31,12 ἐκκλησιάσας τὸν λαόν, τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ ἔκγονα καὶ τὸν προσήλυτον τὸν ἐν ταῖς πόλεσιν ὑμῶν, ἵνα ἀκούσωσι καὶ ἵνα μάθωσι φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν, καὶ ἀκούσονται ποιεῖν πάντας τούς λόγους τοῦ νόμου τούτου·
Δευτ. 31,12 Αφού συγκεντρώσετε τον λαόν, τους άνδρας, τας γυναίκας, τα παιδιά και τους ξένους που υπάρχουν εις τας πόλεις σας, θα αναγνώσετε τον νόμον, δια να τον ακούσουν όλοι και να μάθουν έτσι να ευλαβούνται και να φοβούνται Κυριον τον Θεόν σας και να τηρούν όλας τας εντολάς του νόμου τούτου.
Δευτ. 31,13 καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν, οἳ οὐκ οἴδασιν, ἀκούσονται καὶ μαθήσονται φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεόν σου πάσας τὰς ἡμέρας, ὅσας αὐτοὶ ζῶσιν ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν Ἰορδάνην ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν.
Δευτ. 31,13 Και τα παιδιά των, τα οποία δεν γνωρίζουν τον νόμον, θα τον ακούσουν και θα μάθουν να φοβούνται Κυριον τον Θεόν σας όλας τας ημέρας, κατά τας οποίας θα ζουν εις την χώραν, προς την οποίαν σεις διαβαίνοντες τον Ιορδάνην πηγαίνετε, δια να την κληρονομήσετε”.
Δευτ. 31,14 Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδοὺ ἐγγίκασιν αἱ ἡμέραι τοῦ θανάτου σου· κάλεσον Ἰησοῦν καὶ στῆτε παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἐντελοῦμαι αὐτῷ. καὶ ἐπορεύθη Μωυσῆς καὶ Ἰησοῦς εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἔστησαν παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου.
Δευτ. 31,14 Ο δε Κυριος είπε προς τον Μωϋσήν· “ιδού επλησίασαν αι ημέραι του θανάτου σου· κάλεσε τον Ιησούν του Ναυή, σταθήτε πλησίον εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου και εγώ θα δώσω εις αυτόν εντολάς”. Ο Μωϋσής μαζή με τον Ιησούν του Ναυή επορεύθη εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου και εστάθησαν πλησίον εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου.
Δευτ. 31,15 καὶ κατέβη Κύριος ἐν νεφέλῃ καὶ ἔστη παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἔστη ὁ στύλος τῆς νεφέλης παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου.
Δευτ. 31,15 Κατέβη ο Κυριος μέσα εις την νεφέλην και εστάθη εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου. Εκεί, παρά την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου, εστάθη και ο στύλος της νεφέλης.
Δευτ. 31,16 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδοὺ σὺ κοιμᾷ μετὰ τῶν πατέρων σου, καὶ ἀναστὰς οὗτος ὁ λαὸς ἐκπορνεύσει ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων τῆς γῆς, εἰς ἣν οὗτος εἰσπορεύεται, καὶ καταλείψουσί με καὶ διασκεδάσουσι τὴν διαθήκην μου, ἣν διεθέμην αὐτοῖς.
Δευτ. 31,16 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ιδού, έφθασεν ο καιρός κατά τον οποίον θα κοιμηθής συ μαζή με τους πατέρας σου. Αλλά ο λαός αυτός θα ξεσηκωθή και εγκαταλείπων εμέ τον αληθινόν Θεόν θα εκτραπή εις πορνείαν ακολουθών τους ξένους, τους φαύλους θεούς της χώρας, εις την οποίαν αυτός σήμερον εισέρχεται. Ετσι δε θα με εγκαταλείψουν και θα διαλύσουν την συμφωνίαν, την οποίαν είχα συνάψει με αυτούς.
Δευτ. 31,17 καὶ ὀργισθήσομαι θυμῷ εἰς αὐτοὺς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ καταλείψω αὐτοὺς καὶ ἀποστρέψω τὸ πρόσωπόν μου ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἔσται κατάβρωμα, καὶ εὑρήσουσιν αὐτὸν κακὰ πολλὰ καὶ θλίψεις, καὶ ἐρεῖ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· διότι οὐκ ἔστι Κύριος ὁ Θεός μου ἐν ἐμοί, εὕροσάν με τὰ κακὰ ταῦτα.
Δευτ. 31,17 Τοτε δε θα οργισθώ οργήν μεγάλην εναντίον των κατά την ημέραν εκείνην, θα τους εγκαταλείψω, θα αποστρέψω από αυτούς το πρόσωπόν μου και αβοήθητοι πλέον αυτοί από εμέ, θα καταφαγωθούν και θα καταστραφούν από τους εχθρούς των. Θα τους εύρουν πολλά κακά και πολλαί θλίψεις, και τότε θα είπουν· Μας ευρήκαν αυταί αι συμφοραί, διότι δεν υπάρχει πλέον μαζή μας Κυριος ο Θεός μας.
Δευτ. 31,18 ἐγὼ δὲ ἀποστροφῇ ἀποστρέψω τὸ πρόσωπόν μου ἀπ᾿ αὐτῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ διὰ πάσας τὰς κακίας, ἃς ἐποίησαν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἐπὶ θεοὺς ἀλλοτρίους.
Δευτ. 31,18 Εγώ δε θα αποστρέψω με αγανάκτησιν το πρόσωπόν μου από αυτούς κατά την ημέραν εκείνην δι' όλας τας παρανομίας, τας οποίας διέπραξαν με το να στραφούν και ακολουθήσουν ξένους θεούς.
Δευτ. 31,19 καὶ νῦν γράψατε τὰ ῥήματα τῆς ᾠδῆς ταύτης καὶ διδάξατε αὐτὴν τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ ἐμβαλεῖτε αὐτὴν εἰς τὸ στόμα αὐτῶν, ἵνα γένηταί μοι ἡ ᾠδὴ αὕτη κατὰ πρόσωπον μαρτυροῦσα ἐν υἱοῖς Ἰσραήλ.
Δευτ. 31,19 Γράψατε, λοιπόν, τώρα τα λόγια της επομένης ωδής, διδάξατέ την στους Ισραηλίτας, θέσατέ την εις τα στόματά των, ώστε αυτή η ωδή να γίνη μία καταμαρτυρία εναντίον των Ισραηλιτών.
Δευτ. 31,20 εἰσάξω γὰρ αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν δοῦναι αὐτοῖς, γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι, καὶ φάγονται καὶ ἐμπλησθέντες κορήσουσι· καί ἐπιστραφήσονται ἐπὶ θεοὺς ἀλλοτρίους καὶ λατρεύσουσιν αὐτοῖς καὶ παροξυνοῦσί με καὶ διασκεδάσουσι τὴν διαθήκην μου.
Δευτ. 31,20 Διότι εγώ μεν θα εισαγάγω αυτούς εις την εύφορον και πλουσίαν γην, την οποίαν ωρκίσθην στους προπάτοράς των ότι θα τους δώσω, την γην που ρέει γάλα και μέλι. Εκεί θα φάγουν και θα εμπλησθούν μέχρι κορεσμού. Επειτα όμως θα στραφούν και θα ακολουθήσουν ξένους θεούς και θα λατρεύσουν αυτούς και θα διαλύσουν την διαθήκην μου και θα γίνουν αιτία να εξοργισθώ εναντίον των.
Δευτ. 31,21 καὶ ἀντικαταστήσεται ἡ ᾠδὴ αὕτη κατὰ πρόσωπον μαρτυροῦσα, οὐ γὰρ μὴ ἐπιλησθῇ ἀπὸ στόματος αὐτῶν καὶ ἀπὸ στόματος τοῦ σπέρματος αὐτῶν· ἐγὼ γὰρ οἶδα τὴν πονηρίαν αὐτῶν, ὅσα ποιοῦσιν ὧδε σήμερον πρὸ τοῦ εἰσαγαγεῖν με αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν.
Δευτ. 31,21 Τοτε δε θα ορθωθή εναντίον των αυτή η ωδή, καταμαρτυρούσα εις βάρος των· διότι δεν θα λησμονηθή αυτή και δεν θα παύση να απαγγέλλεται από το στόμα των και από το στόμα των απογόνων των. Θα γίνουν αυτά, διότι εγώ γνωρίζω πολύ καλά τας πονηρίας των, όσα διαπράττουν εδώ σήμερον πριν τους εισαγάγω εις την εύφορον και πλουσίαν γην, την οποίαν ωρκίσθηκα στους πατέρας των”.
Δευτ. 31,22 καὶ ἔγραψε Μωυσῆς τὴν ᾠδὴν ταύτην ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ ἐδίδαξεν αὐτὴν τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ.
Δευτ. 31,22 Ο Μωϋσής έγραψεν αυτήν την ωδήν κατά την ημέραν εκείνην και την εδίδαξεν στους Ισραηλίτας.
Δευτ. 31,23 καὶ ἐνετείλατο Μωυσῆς Ἰησοῖ καὶ εἶπεν· ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, σὺ γὰρ εἰσάξεις τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσεν αὐτοῖς Κύριος, καὶ αὐτὸς ἔσται μετὰ σοῦ.
Δευτ. 31,23 Εδωσε δε εντολήν στον Ιησούν του Ναυή και του είπε· “να είσαι ανδρείος, να είσαι γενναίος, διότι συ θα οδηγήσης τους Ισραηλίτας μέσα εις την γην, την οποίαν ωρκίσθη προς αυτούς ο Κυριος. Αυτός δε ο Κυριος θα είναι μαζή σου”.
Δευτ. 31,24 Ἡνίκα δὲ συνετέλεσε Μωυσῆς γράφων πάντας τοὺς λόγους τοῦ νόμου τούτου εἰς βιβλίον ἕως εἰς τέλος,
Δευτ. 31,24 Οτε ο Μωϋσής ετελείωσε γράφων όλους τους λόγους του νόμου τούτου εις βιβλίον μέχρι τέλους,
Δευτ. 31,25 καὶ ἐνετείλατο τοῖς Λευίταις τοῖς αἴρουσι τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου λέγων·
Δευτ. 31,25 διέταξέ τους Λευΐτας, τους μεταφέροντας την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου λέγων·
Δευτ. 31,26 λαβόντες τὸ βιβλίον τοῦ νόμου τούτου θήσετε αὐτὸ ἐκ πλαγίων τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, καὶ ἔσται ἐκεῖ ἐν σοὶ εἰς μαρτύριον.
Δευτ. 31,26 “λάβετε το βιβλίον του Νομου τούτου και θέσατέ το παραπλεύρως της Κιβωτού της Διαθήκης Κυρίου του Θεού σας· εκεί θα είναι πάντοτε δια να μαρτυρή εις σας το θέλημα του Θεού. Θα είναι και μάρτυς κατηγορίας,
Δευτ. 31,27 ὅτι ἐγὼ ἐπίσταμαι τὸν ἐρεθισμόν σου καὶ τὸν τράχηλόν σου τὸν σκληρόν· ἔτι γὰρ ἐμοῦ ζῶντος μεθ᾿ ὑμῶν σήμερον, παραπικραίνοντες ἦτε τὰ πρὸς τὸν Θεόν, πῶς οὐχὶ καὶ ἔσχατον τοῦ θανάτου μου;
Δευτ. 31,27 διότι εγώ γνωρίζω ότι είσθε λαός ευερέθιστος και σκληροτράχηλος, αφού, ενώ εγώ ζω ακόμη μαζή σας μέχρι σήμερον, σεις επικραίνετε συνεχώς Κυριον τον Θεόν, πως και μετά τον θάνατόν μου δεν θα πράξετε τα ίδια;
Δευτ. 31,28 ἐκκλησιάσατε πρός με τοὺς φυλάρχους ὑμῶν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους ὑμῶν καὶ τοὺς κριτὰς ὑμῶν καὶ τοὺς γραμματοεισαγωγεῖς ὑμῶν, ἵνα λαλήσω εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν πάντας τοὺς λόγους τούτους, καὶ διαμαρτύρωμαι αὐτοῖς τόν τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν·
Δευτ. 31,28 Συγκεντρώσατε ενώπιόν μου τους αρχηγούς των φυλών, τους πρεσβυτέρους σας, τους δικαστάς σας και τους γραμματείς σας, δια να ομιλήσω εις τα αυτιά των όλους αυτούς τους λόγους και να καλέσω τον ουρανόν και την γην μάρτυρας εναντίον των.
Δευτ. 31,29 οἶδα γὰρ ὅτι ἔσχατον τῆς τελευτῆς μου ἀνομίᾳ ἀνομήσετε καὶ ἐκκλινεῖτε ἐκ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ συναντήσεται ὑμῖν τὰ κακὰ ἔσχατον τῶν ἡμερῶν, ὅτι ποιήσετε τὰ πονηρὰ ἐναντίον Κυρίου παροργίσαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν ὑμῶν.
Δευτ. 31,29 Γνωρίζω πολύ καλά ότι μετά τον θάνατόν μου θα παρανομήσετε, θα παρεκκλίνετε από τον δρόμον, τον οποίον εγώ σας έδωσα εντολήν να ακολουθήτε. Και το αποτέλεσμα θα είναι ότι θα σας εύρουν πολλαί συμφοραί έπειτα από ολίγον χρόνον, διότι θα διαπράξετε πονηρίας εναντίον του Κυρίου, ώστε να τον παροργίσετε με τα αμαρτωλά έργα των χειρών σας”.
Δευτ. 31,30 καὶ ἐλάλησε Μωυσῆς εἰς τὰ ὦτα πάσης ἐκκλησίας τὰ ῥήματα τῆς ᾠδῆς ταύτης ἕως εἰς τέλος.
Δευτ. 31,30 Μετά ταύτα ο Μωϋσής μίλησε εις τα αυτιά όλης της συγκεντρώσεως τα λόγια της επομένης ωδής μέχρι τέλους.
Δευτ. 32,1 Πρόσεχε οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ῥήματα ἐκ στόματός μου.
Δευτ. 32,1 Πρόσεχε ουρανέ, διότι θα ομιλήσω και ας ακούση η γη τα λόγια του στόματός μου.
Δευτ. 32,2 προσδοκάσθω ὡς ὑετὸς τὸ ἀπόφθεγμά μου, καὶ καταβήτω ὡς δρόσος τὰ ῥήματά μου, ὡσεὶ ὄμβρος ἐπ᾿ ἄγνωστιν καὶ ὡσεὶ νιφετὸς ἐπὶ χόρτον.
Δευτ. 32,2 Οπως περιμένει η γη την βροχήν, έτσι και οι άνθρωποι ας περιμένουν τα βαθυστόχαστα αυτά λόγια μου. Ας κατεβούν εις την γην τα λόγια μου, όπως η δροσιά και η πλουσία βροχή εις την χλόην και όπως η χιών στο χάρτον.
Δευτ. 32,3 ὅτι τὸ ὄνομα Κυρίου ἐκάλεσα· δότε μεγαλωσύνην τῷ Θεῷ ἡμῶν.
Δευτ. 32,3 Διότι το όνομα του Κυρίου ανέφερα. Δοξάσατε και μεγαλύνατε τον Θεόν μας !
Δευτ. 32,4 Θεός, ἀληθινὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ, καὶ πᾶσαι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ κρίσεις· Θεὸς πιστός, καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία, δίκαιος καὶ ὅσιος Κύριος.
Δευτ. 32,4 Αυτός είναι Θεός, του οποίου τα έργα είναι γνήσια και αληθινά και όλαι αι εντολαί του δίκαιαι. Είναι Θεός αξιόπιστος, δεν υπάρχει εις αυτόν τίποτε το άδικον. Ο Κυριος είναι δίκαιος και άγιος.
Δευτ. 32,5 ἡμάρτοσαν οὐκ αὐτῷ τέκνα μωμητά, γενεὰ σκολιὰ καὶ διεστραμμένη.
Δευτ. 32,5 Οι Ισραηλίται ημάρτησαν εναντίον του. Δια τούτο και δεν είναι ιδικά του παιδιά, είναι παιδιά γεμάτα πτώσεις και μομφάς, γενεά άδικος και διεστραμμένη.
Δευτ. 32,6 ταῦτα Κυρίῳ ἀνταποδίδοτε; οὕτω λαὸς μωρὸς καὶ οὐχὶ σοφός; οὐκ αὐτὸς οὗτός σου πατὴρ ἐκτήσατό σε καὶ ἐποίησέ σε καὶ ἔπλασέ σε;
Δευτ. 32,6 Αυτά λοιπόν ανταποδίδετε στον Κυριον; Τοσον πολύ μωρός λαός και ασύνετος είσθε; Ο Θεός αυτός δεν είναι ο πατήρ, ο οποίος σας έκαμε ιδικούς του υιούς, σας έδωσε ύπαρξιν και σας έπλασε;
Δευτ. 32,7 μνήσθητε ἡμέρας αἰῶνος, σύνετε ἔτη γενεᾶς γενεῶν· ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου, καὶ ἀναγγελεῖ σοι, τοὺς πρεσβυτέρους σου, καὶ ἐροῦσί σοι.
Δευτ. 32,7 Ενθυμηθήτε τους περασμένους αιώνας, αναλογισθήτε τα έτη των περασμένων γενεών. Ρωτησε τον πατέρα σου και θα σου αναγγείλη ποίος είναι ο Θεός σου, ρώτησε τους γεροντοτέρους σου και αυτοί θα σου είπουν.
Δευτ. 32,8 ὅτε διεμέριζεν ὁ Ὕψιστος ἔθνη, ὡς διέσπειρεν υἱοὺς Ἀδάμ, ἔστησεν ὅρια ἐθνῶν κατὰ ἀριθμὸν ἀγγέλων Θεοῦ,
Δευτ. 32,8 Οτε ο Θεός διεμέριζε τα έθνη εις τα διάφορα μέρη της γης και ώριζε τας περιοχάς όπου θα μένουν, όταν διέσπειρε τους απογόνους του Αδάμ εις τα διάφορα σημεία της γης, καθώριζε και τα σύνορα των εθνών σύμφωνα με τον αριθμόν των αγγέλων, που θα ήσαν οι φύλακές των.
Δευτ. 32,9 καὶ ἐγενήθη μερίς Κυρίου λαὸς αὐτοῦ Ἰακώβ, σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῦ Ἰσραήλ.
Δευτ. 32,9 Ο Ιακώβ όμως, οι Ισραηλίται που προήλθον από αυτόν, έγιναν το ιδιαίτερον μερίδιον του Κυρίου, λαός ως ιδιαιτέρα του κληρονομική μερίς.
Δευτ. 32,10 αὐτάρκησεν αὐτὸν ἐν γῇ ἐρήμῳ, ἐν δίψει καύματος ἐν γῇ ἀνύδρῳ· ἐκύκλωσεν αὐτὸν καὶ ἐπαίδευσεν αὐτὸν καὶ διεφύλαξεν αὐτὸν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ,
Δευτ. 32,10 Ο Θεός έκαμε τον λαόν αυτόν αυτάρκη εις περιοχήν έρημον και άγονον, και εν καιρώ δίψης και καύματος ηλίου εις την γην, εις τόπον ξηρόν και άνυδρον τους έδωσεν ύδωρ. Ωδήγησεν αυτούς κύκλω δια της ερήμου, τους επαιδαγώγησε με θλίψεις, τους διεφύλαξεν ωσάν κόρην οφθαλμού.
Δευτ. 32,11 ὡς ἀετὸς σκεπάσαι νοσσιὰν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῖς νεοσσοῖς αὐτοῦ ἐπεπόθησε, διεὶς τὰς πτέρυγας αὐτοῦ ἐδέξατο αὐτοὺς καὶ ἀνέλαβεν αὐτοὺς ἐπὶ τῶ μεταφρένων αὐτοῦ.
Δευτ. 32,11 Ο Θεός είναι σαν τον αετόν ο οποίος σκεπάζει και προστατεύει την φωλεάν του, αγαπά με πάθος τους νεοσσούς του και απλώσας τας πτέρυγάς του έλαβε και ετοποθέτησεν αυτούς επάνω εις την ράχιν του.
Δευτ. 32,12 Κύριος μόνος ἦγεν αὐτοὺς καὶ οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν θεὸς ἀλλότριος.
Δευτ. 32,12 Ο Κυριος, αυτός μόνος ωδηγούσε τους προπάτοράς μας και δεν υπήρχε ξένος Θεός μαζή με αυτούς.
Δευτ. 32,13 ἀνεβίβασεν αὐτοὺς ἐπὶ τὴν ἰσχὺν τῆς γῆς, ἐψώμισεν αὐτοὺς γενήματα ἀγρῶν· ἐθήλασαν μέλι ἐκ πέτρας καὶ ἔλαιον ἐκ στερεᾶς πέτρας,
Δευτ. 32,13 Ανεβίβασεν αυτούς εις ισχυρά μέρη της γης, εις τα όρη της γης της Επαγγελίας, έδωκεν εις αυτούς άρτους τα γενήματα των αγρών. Εθήλασαν μέλι από βράχους και έλαιον από ελαιόδενδρα φυτευμένα εις πετρώδη βουνά.
Δευτ. 32,14 βούτυρον βοῶν καὶ γάλα προβάτων μετὰ στέατος ἀρνῶν καὶ κριῶν, υἱῶν ταύρων καὶ τράγων, μετὰ στέατος νεφρῶν πυροῦ, καὶ αἷμα σταφυλῆς ἔπιον οἶνον.
Δευτ. 32,14 Εφαγαν βούτυρον βοών, έπιαν γάλα προβάτων, εχόρτασαν με παχείς κριους και αμνούς, με μοσχάρια και τράγους· έφαγον μεστωμένον σίτον, όμοιον με λιπαρούς νεφρούς και σαν κατακόκκινον αίμα έπιαν κρασί από σταφύλια.
Δευτ. 32,15 καὶ ἔφαγεν Ἰακὼβ καὶ ἐνεπλήσθη, καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος, ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη· καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ.
Δευτ. 32,15 Εφαγεν ο ισραηλιτικός λαός και εχόρτασε με το παραπάνω. Και όμως ο ηγαπημένος αυτός λαός εκλώτσησε τον Θεόν. Ελιπάνθη, επαχύνθη, ηυξήθη εις λαόν πολύν και όμως εγκατέλιπε τον Θεόν τον δημιουργόν του και απεμακρύνθη από τον Θεόν τον σωτήρα του.
Δευτ. 32,16 παρώξυνάν με ἐπ᾿ ἀλλοτρίοις, ἐν βδελύγμασιν αὐτῶν παρεπίκρανάν με·
Δευτ. 32,16 Με παρώργισαν εναντίον των, διότι ελάτρευσαν ξένους θεούς, με κατεπίκραναν με τα αηδιαστικά είδωλα, που προσεκύνησαν.
Δευτ. 32,17 ἔθυσαν δαιμονίοις καὶ οὐ Θεῷ, θεοῖς, οἷς οὐκ ᾔδεισαν· καινοὶ καὶ πρόσφατοι ἥκασιν, οὓς οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρες αὐτῶν.
Δευτ. 32,17 Προσέφεραν θυσίας εις τα δαιμόνια και όχι εις εμέ τον αληθινόν Θεόν, εις ειδωλολατρικούς θεούς, τους οποίους δεν εγνώριζον· ήσαν αυτοί θεοί καινούργιοι, που τώρα τελευταία έχουν έλθει, και τους οποίους δεν εγνώριζαν οι πρόγονοί των.
Δευτ. 32,18 Θεὸν τὸν γεννήσαντά σε ἐγκατέλιπες καὶ ἐπελάθου Θεοῦ τοῦ τρέφοντός σε.
Δευτ. 32,18 Αφήκες, ισραηλιτικέ λαέ, τον Θεόν που σε εγέννησε, και ελησμόνησες τον Θεόν που σε έθρεψε και σε τρέφει.
Δευτ. 32,19 καὶ εἶδε Κύριος καὶ ἐζήλωσε καὶ παρωξύνθη δι᾿ ὀργὴν υἱῶν αὐτοῦ καὶ θυγατέρων
Δευτ. 32,19 Και ο Θεός είδε την αγάπην και την λατρείαν σου προς τα είδωλα, εζηλοτύπησε και ωργίσθη με θυμόν μεγάλον εναντίον τέτοιων υιών και θυγατέρων,
Δευτ. 32,20 καὶ εἶπεν· ἀποστρέψω τὸ πρόσωπόν μου ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ δείξω τί ἔσται αὐτοῖς ἐπ᾿ ἐσχάτων ἡμερῶν· ὅτι γενεὰ ἐξεστραμμένη ἐστίν, υἱοί, οἷς οὐκ ἔστι πίστις ἐν αὐτοῖς.
Δευτ. 32,20 και είπε· θα αποστρέψω το πρόσωπόν μου από αυτούς, θα φανερώσω εις αυτούς τι θα τους συμβή αργότερα εξ αιτίας της αποστασίας των, διότι είναι γενεά διεστραμμένη, υιοί από τους οποίους έχει λείψει η πίστις των προς εμέ.
Δευτ. 32,21 αὐτοὶ παρεζήλωσάν με ἐπ᾿ οὐ Θεῷ, παρώξυνάν με ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν· κἀγὼ παραζηλώσω αὐτοὺς ἐπ᾿ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ αὐτούς.
Δευτ. 32,21 Αυτοί έγιναν αιτία να ζηλοτυπήσω, διότι ελάτρευσαν ανύπαρκτον Θεόν, με εξηρέθισαν να οργισθώ, διότι ελάτρευσαν τα είδωλα. Θα τους κάμω και εγώ να ζηλοτυπήσουν παραδίδων αυτούς δούλους εις ειδωλολατρικά έθνη, θα τους κάμω να δυσφορήσουν και αγανακτήσουν, όταν τους παραδώσω εις βάρβαρον ειδωλολατρικόν έθνος.
Δευτ. 32,22 ὅτι πῦρ ἐκκέκαυται ἐκ τοῦ θυμοῦ μου, καυθήσεται ἕως ᾅδου κάτω, καταφάγεται γῆν καὶ τὰ γενήματα αὐτῆς, φλέξει θεμέλια ὀρέων.
Δευτ. 32,22 Διότι άναψε πλέον η φωτιά του θυμού μου· το πυρ της οργής μου θα φθάση κάτω έως στον άδην, θα καταφάγη την γην και τα προϊόντα της, θα καταφλέξη και θα ζώση με φλόγες τα θεμέλια των ορέων.
Δευτ. 32,23 συνάξω εἰς αὐτοὺς κακὰ καὶ τὰ βέλη μου συντελέσω εἰς αὐτούς.
Δευτ. 32,23 Πολυαρίθμους θα επισωρεύσω εναντίον των θλίψεις και συμφοράς· θα εξαντλήσω τα βέλη μου κτυπών αυτούς.
Δευτ. 32,24 τηκόμενοι λιμῷ καὶ βρώσει ὀρνέων καὶ ὀπισθότονος ἀνίατος· ὀδόντας θηρίων ἐπαποστελῶ εἰς αὐτοὺς μετὰ θυμοῦ συρόντων ἐπὶ γῆν.
Δευτ. 32,24 Θα λυώνουν από την πείναν, θα γίνουν τροφή εις τα όρνεα, θα συσπάται οδυνηρώς και αθεραπεύτως η ράχις των. Θηρία που θα τρίζουν τα δόντια των θα στείλω εναντίον των· δηλητηριώδη ερπετά εξερεθισμένα θα σύρωνται εις την γην των, δια να τους πλήξουν.
Δευτ. 32,25 ἔξωθεν ἀτεκνώσει αὐτοὺς μάχαιρα καὶ ἐκ τῶν ταμιείων φόβος· νεανίσκος σὺν παρθένῳ, θηλάζων μετὰ καθεστηκότος πρεσβύτου.
Δευτ. 32,25 Εξω από τας οικίας των η εχθρική μάχαιρα θα αφήση τους γονείς χωρίς τέκνα, μέσα εις τα σπίτια θα κυριαρχή ο φόβος. Τρομοκρατημένοι θα είναι ο νεανίσκος και η παρθένος, το βρέφος που θηλάζει και ο γέρων της προχωρημένης ηλικίας.
Δευτ. 32,26 εἶπα· διασπερῶ αὐτούς, παύσω δὲ ἐξ ἀνθρώπων τὸ μνημόσυνον αὐτῶν,
Δευτ. 32,26 Είχα πει και αποφασίσει να διασκορπίσω αυτούς ανάμεσα εις τα έθνη και να εξαλείψω την ανάμνησίν των μεταξύ των ανθρώπων.
Δευτ. 32,27 εἰ μὴ δι᾿ ὀργὴν ἐχθρῶν, ἵνα μὴ μακροχρονίσωσιν, ἵνα μὴ συνεπιθῶνται οἱ ὑπεναντίοι, μὴ εἴπωσιν· ἡ χεὶρ ἡμῶν ἡ ὑψηλὴ καὶ οὐχὶ Κύριος ἐποίησε ταῦτα πάντα.
Δευτ. 32,27 Και θα επραγματοποίουν αυτήν μου την απόφασιν, εάν δεν είχα οργισθή εναντίον των εχθρών των. Δεν θέλω να γίνουν οι εχθροί των μακροχρονιώτεροι και ισχυρότεροι από αυτούς, δια να μη καυχώνται και λέγουν· Η ιδική μας μεγάλη δύναμις επέφερε κατά των Ισραηλιτών αυτάς τας καταστροφάς και όχι ο Κυριος.
Δευτ. 32,28 ὅτι ἔθνος ἀπολωλεκὸς βουλήν ἐστι, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ἐπιστήμη.
Δευτ. 32,28 Ο ισραηλιτικός λαός έχει χάσει τα λογικά του, έχασε την ορθοφροσύνην του, δεν γνωρίζει τι πράττει.
Δευτ. 32,29 οὐκ ἐφρόνησαν συνιέναι ταῦτα· καταδεξάσθωσαν εἰς τὸν ἐπιόντα χρόνον.
Δευτ. 32,29 Δεν θέλησαν να συνετισθούν και να κατανοήσουν αυτά. Ας υποστούν λοιπόν κατά τον επακολουθούντα καιρόν τας συνεπείας της αφροσύνης και πονηρίας των.
Δευτ. 32,30 πῶς διώξεται εἷς χιλίους καὶ δύο μετακινήσουσι μυριάδας, εἰ μὴ ὁ Θεὸς ἀπέδοτο αὐτοὺς καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτούς;
Δευτ. 32,30 Είναι άφρονες, διότι δεν εννοούν, πως είναι δυνατόν ένας εχθρός να καταδιώξη χιλίους άνδρας του Ισραήλ, και δύο εχθροί να τρέψουν εις φυγήν δεκάδας χιλιάδων Ισραηλίτας, εάν δεν εγκατέλιπεν αυτούς ο Κυριος και δεν τους παρέδιδεν στους εχθρούς των;
Δευτ. 32,31 ὅτι οὐκ εἰσὶν ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν οἱ θεοὶ αὐτῶν· οἱ δὲ ἐχθροὶ ἡμῶν ἀνόητοι.
Δευτ. 32,31 Διάτι ο Θεός μας δεν είναι ανίσχυρος, σαν τους θεούς των ειδωλολατρών· οι εχθροί μας είναι ανόητοι και δεν ημπορούν να ίδουν και να εννοήσουν αυτά.
Δευτ. 32,32 ἐκ γὰρ ἀμπέλου Σοδόμων ἡ ἄμπελος αὐτῶν, καὶ ἡ κληματὶς αὐτῶν ἐκ Γομόῤῥας· ἡ σταφυλὴ αὐτῶν σταφυλὴ χολῆς, βότρυς πικρίας αὐτοῖς·
Δευτ. 32,32 Αμπελος ιδική μου ήτο ο ισραηλιτικός λαός· τώρα όμως είναι αμπέλι που προέρχεται από τα διεφθαρμένα Σοδομα, τα κλήματά των από την διεφθαρμένην Γομόρραν. Ο καρπός της αποστασίας των, τα σταφύλια της αμπέλου αυτής, είναι χολή και πικρία.
Δευτ. 32,33 θυμὸς δρακόντων ὁ οἶνος αὐτῶν καὶ θυμὸς ἀσπίδων ἀνίατος.
Δευτ. 32,33 Ο οίνος των τους μεθά και τους εξερεθίζει μέχρι του θυμού δρακόντων, τους επιφέρει αθεράπευτον θυμόν σαν της εξωργισμένης οχιάς.
Δευτ. 32,34 οὐκ ἰδοὺ ταῦτα συνῆκται παρ᾿ ἐμοὶ καὶ ἐσφράγισται ἐν τοῖς θησαυροῖς μου;
Δευτ. 32,34 Μηπως τάχα αι αποστασίαι αυταί και αι συνέπειαί των δεν έχουν συγκεντρωθή και καταγραφή εις βιβλίον που έχει σφραγισθή και αποτεθή στους θησαυρούς μου;
Δευτ. 32,35 ἐν ἡμέρᾳ ἐκδικήσεως ἀνταποδώσω, ἐν καιρῷ, ὅταν σφαλῇ ὁ ποῦς αὐτῶν, ὅτι ἐγγὺς ἡμέρα ἀπωλείας αὐτοῖς, καὶ πάρεστιν ἕτοιμα ὑμῖν.
Δευτ. 32,35 Αναμφιβόλως θα τιμωρήσω αυτούς εις ημέραν, που θα εκδηλωθή η οργή μου, όταν θα σκοντάψουν τα πόδια των. Πλησιάζει η ημέρα της καταστροφής των, όλα είναι έτοιμα δια την τιμωρίαν των.
Δευτ. 32,36 ὅτι κρινεῖ Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῖς δούλοις αὐτοῦ παρακληθήσεται· εἶδε γὰρ παραλελυμένους αὐτοὺς καὶ ἐκλελοιπότας ἐν ἐπαγωγῇ καὶ παρειμένους.
Δευτ. 32,36 Ο δίκαιος Θεός θα κρίνη και θα τιμωρήση τον λαόν του και θα πάρη ικανοποίησιν εν τη δικαιοσύνη του από τους αποοτατήσαντας δούλους του· διότι θα τους ίδη παραλελυμένους λιπόψυχους και εξηντλημένους από την εξορίαν, εγκαταλελειμμένουν και απροστατεύτους.
Δευτ. 32,37 καὶ εἶπε Κύριος· ποῦ εἰσιν οἱ θεοὶ αὐτῶν, ἐφ᾿ οἷς ἐπεποίθεισαν ἐπ᾿ αὐτοῖς;
Δευτ. 32,37 Και ο Κυριος θα είπη τότε· που είναι οι θεοί των, στους οποίους είχον πεποίθησιν;
Δευτ. 32,38 ὧν τὸ στέαρ τῶν θυσιῶν αὐτῶν ἠσθίετε καὶ ἐπίνετε τὸν οἶνον τῶν σπονδῶν αὐτῶν; ἀναστήτωσαν καὶ βοηθησάτωσαν ὑμῖν καὶ γενηθήτωσαν ὑμῖν σκεπασταί.
Δευτ. 32,38 Που είναι οι θεοί, των οποίων το λίπος των θυσιών των ετρώγατε και τον οίνον των σπονδών των επίνατε; Ας σηκωθούν τώρα, ας σας βοηθήσουν, ας γίνουν προστάται σας !
Δευτ. 32,39 ἴδετε ἴδετε ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ οὐκ ἔστι Θεὸς πλὴν ἐμοῦ· ἐγὼ ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω, πατάξω κἀγὼ ἰάσομαι, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἐξελεῖται ἐκ τῶν χειρῶν μου.
Δευτ. 32,39 Ιδέτε καλά, ιδέτε ότι εγώ είμαι ο αληθινός Θεός και δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από εμέ. Εγώ θανατώνω και εγώ ζωοποιώ· εγώ θα πλήξω και εγώ θα θεραπεύσω. Δεν υπάρχει κανείς οποίος θα ημπορέση να βγάλη άνθρωπον από τα χέρια μου.
Δευτ. 32,40 ὅτι ἀρῶ εἰς τὸν οὐρανὸν τὴν χεῖρά μου καὶ ὀμοῦμαι τῇ δεξιᾷ μου καὶ ἐρῶ· ζῶ ἐγὼ εἰς τὸν αἰῶνα,
Δευτ. 32,40 Σηκώνω στον ουρανόν το χέρι μου, ορκίζομαι εις την υψωμένην παντοδύναμον δεξιάν μου και λέγω· Εγώ είμαι ο αιώνιος και αναλλοίωτος Θεός.
Δευτ. 32,41 ὅτι παροξυνῶ ὡς ἀστραπὴν τὴν μάχαιράν μου, καὶ ἀνθέξεται κρίματος ἡ χείρ μου, καὶ ἀποδώσω δίκην τοῖς ἐχθροῖς καὶ τοῖς μισοῦσί με ἀνταποδώσω·
Δευτ. 32,41 Ορκίζομαι ότι θα κάμω κοπτεράν την μάχαιράν μου ωσάν την αστραπήν, ότι το χέρι μου θα αποστείλη την δικαίαν τιμωρίαν κατά πάσης κακίας· θα τιμωρήσω τους εχθρούς και θα ανταποδώσω ο,τι πρέπει εις εκείνους, που με μισούν.
Δευτ. 32,42 μεθύσω τὰ βέλη μου ἀφ᾿ αἵματος, καὶ ἡ μάχαιρά μου φάγεται κρέα, ἀφ᾿ αἵματος τραυματιῶν καὶ αἰχμαλωσίας, ἀπὸ κεφαλῆς ἀρχόντων ἐχθρῶν.
Δευτ. 32,42 Τα βέλη μου θα μεθύσουν από το αίμα, που θα χυθή, η μάχαιρά μου θα φάγη κρέατα αμαρτωλών, θα ικανοποιηθή η δικαιοσύνη μου από το αίμα των φονευομένων και των αιχμαλώτων, από κεφάλια αρχόντων, που θα πέσουν.
Δευτ. 32,43 εὐφράνθητε, οὐρανοί, ἅμα αὐτῷ, καὶ προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ· εὐφράνθητε, ἔθνη μετὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνισχυσάτωσαν αὐτῷ πάντες υἱοὶ Θεοῦ· ὅτι τὸ αἷμα τῶν υἱῶν αὐτοῦ ἐκδικᾶται, καὶ ἐκδικήσει καὶ ἀνταποδώσει δίκην τοῖς ἐχθροῖς καὶ τοῖς μισοῦσιν ἀνταποδώσει, καὶ ἐκκαθαριεῖ Κύριος τὴν γῆν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.
Δευτ. 32,43 Δια την απόδοσιν αυτήν της δικαιοσύνης ας χαρούν οι ουρανοί μαζή με τον Κυριον, ας προσκυνήσουν αυτόν όλοι οι άγγελοί του. Χαρήτε λαοί μαζή με τον λαόν του Θεού· ας ενισχύσουν τον λαόν του Θεού όλοι όσοι είναι υιοί του Θεού, διότι ο Θευς εκδικείται το αίμα των υιών του. Θα αποδώση το δίκαιον, θα τιμωρήση τους εχθρούς του και στους μισούντας αυτόν θα ανταποδώση κατά τα έργα των και έτσι θα καθαρίση την χώραν του λαού του από τα κακά στοιχεία”.
Δευτ. 32,44 Καὶ ἔγραψε Μωυσῆς τὴν ᾠδὴν ταύτην ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ ἐδίδαξεν αὐτὴν τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ. καὶ εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ ἐλάλησε πάντας τοὺς λόγους τοῦ νόμου τούτου εἰς τὰ ὦτα τοῦ λαοῦ, αὐτὸς καὶ Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυή.
Δευτ. 32,44 Αυτήν την ωδήν την έγραψεν ο Μωϋσής κατά την ημέραν εκείνην και την εδίδαξεν στους Ισραηλίτας. Εισήλθε δε στον ισραηλιτικόν λαόν και είπε εις τα αυτιά του λαού, αυτός και ο Ιησούς του Ναυή, όλους τους λόγους του νόμου τούτου.
Δευτ. 32,45 καὶ συνετέλεσε Μωυσῆς λαλῶν παντὶ Ἰσραήλ.
Δευτ. 32,45 Ετελείωσεν έτσι ο Μωϋσής ομιλών προς τους Ισραηλίτας.
Δευτ. 32,46 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· προσέχετε τῇ καρδίᾳ ἐπὶ πάντας τοὺς λόγους τούτους, οὓς ἐγὼ διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον, ἃ ἐντελεῖσθε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν φυλάσσειν καὶ ποιεῖν πάντας τοὺς λόγους τοῦ νόμου τούτου·
Δευτ. 32,46 Ομως προσέθεσε προς αυτούς και τα εξής· “δώσατε προσοχήν από την καρδιά σας εις όλους τους λόγους αυτούς, τους οποίους εγώ σήμερον κατά τον πλέον επίσημον και έντονον τρόπο σας ανεκοίνωσα, ότι θα διατάξετε τα παιδιά σας να φυλάσσουν και να τηρούν όλους τους λόγους του Νομου τούτου.
Δευτ. 32,47 ὅτι οὐχὶ λόγος κενὸς οὗτος ὑμῖν, ὅτι αὕτη ἡ ζωὴ ὑμῶν, καὶ ἕνεκεν τοῦ λόγου τούτου μακροημερεύσετε ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν Ἰορδάνην ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν.
Δευτ. 32,47 Διότι δεν είναι λόγος αυτός κενός και μάταιος, αλλά αυτή αύτη η ζωη σας· διότι εφ' όσον θα εφαρμόσετε τον νόμον τούτον του Θεού, θα μακροημερεύσετε ασφαλείς και ευτυχείς εις την γην, δια την κληρονομίαν της οποίας τώρα διαβαίνετε τον Ιορδάνην.
Δευτ. 32,48 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ λέγων·
Δευτ. 32,48 Και ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν κατά την ημέραν εκείνην λέγων·
Δευτ. 32,49 ἀνάβηθι εἰς τὸ ὄρος τὸ Ἀβαρὶμ τοῦτο, ὄρος Ναβαῦ, ὅ ἐστιν ἐν γῇ Μωὰβ κατὰ πρόσωπον Ἱεριχώ, καὶ ἰδὲ τὴν γῆν Χαναάν, ἣν ἐγὼ δίδωμι τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ, εἰς κατάσχεσιν,
Δευτ. 32,49 “ανέβα εις την οροσειράν αυτήν Αβαρίμ, στο όρος Ναβαύ, που υπάρχει εις την χώραν Μωάβ, απέναντι από την Ιεριχώ, και ιδέ την γην Χαναάν, την οποίαν εγώ δίδω στους Ισραηλίτας προς κατάκτησιν,
Δευτ. 32,50 καὶ τελεύτα ἐν τῷ ὄρει, εἰς ὃ ἀναβαίνεις ἐκεῖ, καὶ προστέθητι πρὸς τὸν λαόν σου, ὃν τρόπον ἀπέθανεν Ἀαρὼν ὁ ἀδελφός σου ἐν Ὢρ τῷ ὄρει, καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ,
Δευτ. 32,50 και απόθανε εκεί επάνω στο όρος που θα ανεβής, και έτσι θα πρσατεθής στον λαόν σου, όπως και ο Ααρών ο αδελφός σου, ο οποίος απέθανεν στο όρος Ωρ, και προσετέθη στον λαόν του.
Δευτ. 32,51 ὅτι ἠπειθήσατε τῷ ῥήματί μου ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ἐπὶ τοῦ ὕδατος ἀντιλογίας Κάδης ἐν τῇ ἐρήμῳ Σίν, διότι οὐχ ἡγιάσατέ με ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ·
Δευτ. 32,51 Αποθνήσκετε, συ και ο Ααρών, χωρίς να εισέλθετε εις την γην της Επαγγελίας, διότι παρηκούσατε την εντολήν μου ενώπιον των Ισραηλιτών εις την θέσιν “ύδωρ αναλογίας”, που ευρίσκεται εις Καδης μέσα εις την έρημον Σιν. Εδείξατε ανυπακοήν και δεν με εδοξάσατε ενώπιον των Ισραηλιτών.
Δευτ. 32,52 ὅτι ἀπέναντι ὄψῃ τὴν γῆν καὶ ἐκεῖ οὐκ εἰσελεύσῃ.
Δευτ. 32,52 Ανέβα λοιπόν στο όρος, διότι από εκεί θα ίδης την γην της Επαγγελίας, εις την οποίαν όμως δεν θα εισέλθης”.

Τα πιο δημοφιλή