γράφει ὁ Παναγιώτης Ἀσημακόπουλος Δρ. Θεολογίας – Καθηγητής – ἀπό τό προσωπικό ἰστολόγιό του
«Ἀφῆστε τά παιδιά νά ἔλθουν σέ μένα καί μήν τά ἐμποδίζετε, διότι σέ τέτοιους ἀνήκει ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. 19, 14 καί Μάρκ. 10, 14)
Ὁ Χριστιανός ὡς παιδί. Ὁ Χριστιανισμός τῆς χαρᾶς, τῆς ἀθωότητας, τῆς καλοσύνης, τῆς ἀγάπης. Ὁ Χριστιανισμός πού ἀγαπᾶ τή ζωή, πού ζεῖ γιά τήν ἀγάπη.
Ὡραῖα λόγια. Γιά τά βιβλία, γιά τά κηρύγματα (…ὄχι πάντα…), γιά νά ψευτοκαμαρώνουμε. Ἡ συχνή πραγματικότητα εἶναι ἄλλη.
Ὁ ἀκίνδυνος Χριστιανισμός πού βολεύει τούς ἡμέτερους καί ἐξουθενώνει τούς ἄλλους (τούς «ἁμαρτωλούς»), πού ἐξαντλεῖται σέ ἠθικολογίες καί σέ εὔπεπτες ἀφέλειες, πού δίνει ρόλο καί ἰσχύ σέ ἀρλουμπολόγους. Χωρίς καμία σοβαρή μαθητεία στίς Γραφές, στά Πατερικά κείμενα καί στήν Ἱερά Παράδοση. Χωρίς ἴχνος θεολογικῆς σκέψης. Οἱ μαγικές συνταγές, τά στερεοτυπικά κουτάκια τοῦ μυαλοῦ πού μεταφέρονται παθητικά ἀπό γενιά σέ γενιά. Ἴσα ἴσα γιά νά βγάλουμε αὐτή τή ζωή.
Ἄσχετοι καί ἡμιμαθεῖς περιφέρουν ἀσύστολα καί ἀνεμπόδιστα τή «θεωρία» τους (συχνά καί μέ τό ἀζημίωτο) ὡς τήν πεμπτουσία τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος. Δειλοί λουφάζουν ἥσυχοι, ἀνώνυμοι καί νομοταγεῖς.
Χριστέμποροι τῆς ἐλπίδας καί ἐκμεταλλευτές τῆς ἀναζήτησης γιά μία χαραμάδα φῶς.
Ἀρτηριοσκληρωτικά ἀνέραστα ἀνθρωπάκια σέ ρόλο αὐτόκλητου διαμορφωτῆ τῆς χριστιανικῆς συνείδησης τῶν ἀνθρώπων.
Στυγνοί ἱεροεξεταστές πού δέν ἀφήνουν τούς ἀνθρώπους νά τρελαθοῦν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Στεγνοί καπηλευτές τῆς ἀνάγκης γιά ἀνάσα Θεοῦ.
– «Γιά νά σέ ἀγαπάει ὁ Θεός, πρέπει….., πρέπει….. καί πρέπει».
– «Ἄν θέλεις νά εἶσαι καλός Χριστιανός, μή….., μή…. καί μή».
Ὡς θεολόγος καθηγητής σέ Λύκειο, ἔχω βαρεθεῖ:
– νά συναντῶ κορίτσια πού τρέμουν στήν ἰδέα μήπως μέ τή φυσιολογική τους ἔμμηνο ρύση μολύνουν τό Χριστό, τά ἱερά καί ὅσια τῆς Ἐκκλησίας,
– νά προσπαθῶ νά πείσω μαθητές νά μήν δίνουν σημασία σέ αὐτοσχέδιες μαγικές εὐχές – κατάρες γιά τό ξεμάτιασμα πού κατέχει ἡ γιαγιά τους «ἀπό τόν τάδε παπά ἤ ἀπό ἐκεῖνο τό μοναστήρι»,
– νά βλέπω ὅτι ἔχουν ἀντικαταστήσει τήν ἁπλότητα, τή ζεστασιά, τή χαρά καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μέ δεισιδαιμονίες καί μέ βλακώδεις προλήψεις,
– νά διαπιστώνω ὅτι τά παιδιά ἔχουν ἀρκετές ἐμπειρίες ἀπό παπάδες πού τά τσέπωσαν ὠμότατα σέ γάμους, βαπτίσεις, κηδεῖες, ξεματιάσματα, σαραντίσματα, ἐξομολογήσεις, μνημόσυνα, τρισάγια, ἁγιασμούς καί εὐχέλαια,
– νά ἀντιλαμβάνομαι πόσο δύσκολο εἶναι νά νιώσουν οἱ μαθητές τή σημασία τῆς φράσης «ὁ Χριστός μέ ἀγαπάει δωρεάν», ἀφοῦ ἀπό τήν κούνια ἀκόμη μάθανε ὅτι τίποτε δέν μπορεῖς νά κάνεις στήν Ἐκκλησία χωρίς νά πληρώσεις,
– νά νιώθω πόσο δύσκολος μοιάζει στούς μαθητές ὁ συνδυασμός τῆς χριστιανικῆς πίστης μέ μία φυσιολογική κοινωνική καί συναισθηματική ζωή,
– νά βλέπω πόσο μπερδεμένοι εἶναι στό νά προσεγγίσουν τή Θεία Κοινωνία ὡς ἕνωση μέ τό Χριστό καί τήν Ἐξομολόγηση ὡς τό μυστήριο τῆς χαρᾶς,
– νά συναντῶ μαθητές πού δικαίως γυρίζουν τήν πλάτη στό ἀφελές, ρηχό, εἰσπρακτικό καί ἀνέραστο μόρφωμα πού συχνά παρουσιάζεται ὡς Χριστιανισμός.
Ὡς πότε;