ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Ἀθηναίοι καί Γκραβαρίτες


«Ὄσoι τό χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αἰσθάνονται
ζυγό, δουλείας ἄς ἔχωσι
θέλει ἀρετήν καί τόλμην ἡ ἐλευθερία»

Ἀνδρέας Κάλβος «εἰς Σάμον»

«Ἕνα νέο εἶδος ἀνθρώπου ἔχει ἀναδυθεῖ τόν τελευταῖο καιρό: ὁ μορφωμένος βάρβαρος-πού ἔχει σπουδάσει εἴκοσι χρόνια, ἔχει ἀποκατασταθεῖ θαυμάσια ἐπαγγελματικά, ἀλλά δέν ἔχειδιαβασει τίποτα, δέν ξέρει ἱστορία καί ἀγνοεῖ ὁτιδήποτε βρίσκεται ἐκτός της εἰδικότητάς του… Μερικοί τυχαίνει νά εἶναι καί δάσκαλοι. Δέν διαβάζουν τίποτε ἐκτός ἀπό τά βιβλία πού πρέπει νά διδάξουν (σ.σ. ἀμφίβολο κι αὐτό). Δέν ἔχουν νιώσει ποτέ τήν ἀπόλαυση τῆς ἀνάγνωσης καί δέν μποροῦν νά μεταγγίσουν ἐνθουσιασμό, γιά νά μήν πῶ ἀγάπη γιά τό ἀντικείμενό τους».

(Τό κείμενο εἶναι τῆς Βρετανίδας Ντόρις Λέσινγκ καί περιέχεται στό βιβλίο «ὁ Ἀντιχριστιανισμός», τοῦ Σωτήρη Γουελᾶ, ἔκδ. «Ἁρμός», σέλ. 34-35).

Γιά νά σωθεῖ ἡ Ἑλλάδα σέ τούτους τούς καιρούς τούς ὕστατους, ὀφείλουμε, χρωστᾶμε ὅλοι μας, νά ἀναλογισθοῦμε ἐκεῖνον τόν χαριτωμένο ἀρχαῖο λόγο: «πῆ παρέβην; τί δ’ ἔρεξα; τί μοί δέον οὐκ ἐτελέσθη;». Ἤ νά σοβαρετοῦμε ἐπιτέλους καί νά ξεκινήσουμε τήν αὐτομεμψία «μή τά ἀλλότρια ἀλλά τά οἰκεία πολυπραγμανῶμεν κακά» ἄς μήν ἀσχολούμαστε μέ τά ξένα σφάλματα, ἀλλά μέ τά δικά μας, μᾶς κανοναρχεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος («εἰς ἀσάφειαν», ὁμιλ. Β’, ΕΠΕ 1,380).

Ὅλοι μας μυκτηρίζουμε καί ἀναθεματίζουμε τόν κομματικό συρφετό, τούς χαμόσυρτους δημοπίθηκους πού, «οἰκεία βουλήσει», μᾶς τυραννοῦν. Ὅμως «ἄφετε τούς νεκρούς…». Προπαντός ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι, ὅλων τῶν ἐκπαιδευτικῶν βαθμίδων, βαρυνόμαστε μέ πολλές ἁμαρτίες καί ἀστοχίες.

Ἡ μεταπολίτευση καί κυρίως ἡ φρικιαστική δεκαετία τοῦ ’80 στάθηκε ἡ ἀπαρχή τῆς ἔκπτωσης τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιώματος τοῦ δασκάλου, τοῦ «ἱερουργοῦ τῆς παιδείας», ὅπως ὡραία τόν ὀνομάζει ὁ Παλαμᾶς. Τί σημαίνει κατ’ ἀρχάς δάσκαλος. Βουτῶ στό χρυσοφόρο πέλαγος τῆς Ρωμηοσύνης καί ἀνασύρω ἕνα πολύτιμο πετράδι. Τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὁ δάσκαλος πρέπει νά εἶναι «ἀρχέτυπον βίου, νόμος ἔμψυχος καί κανών ἀρετῆς». Ἄς ἀναλογιστοῦμε ὅλοι, οἱ διάκονοι τῆς Παιδείας, ποιά ἀπό τίς τρεῖς αὐτές προϋποθέσεις τηροῦμε; Ἀδαμάντινη βάση τῆς παιδαγωγικῆς του Γένους μᾶς ἦταν τό νά διδάσκει κανείς «ἔργω καί λόγω καί οὐχί μόνον λόγω».

Μᾶς κατέφθασαν ὅμως ἀπό τό πνευματικό ὀστεοφυλάκιο τῆς Δύσης οἱ καταστρεπτικοί «μονοφυσιτισμοί», ἀποσυνδέθηκε ἡ πράξη ἀπό τήν θεωρία, τό εὐαγγελικό «ὁ ποιήσας καί διδάξας» μπαζώθηκε ἀπό τούς δόλιους ψευτοανθρωπισμούς. Καί μπῆκαν μές στίς τάξεις ἄνθρωποι μέτριοι, ἀνονήρευτοι. Ἔγινε τοῦ συρμοῦ ἡ τιποτοκρατία, ἡ προχειρότητα, ἡ λεγόμενη πολιτική τῆς ἥσσονος προσπάθειας. Ἀπό τίς σχολές παραγωγῆς ἐκπαιδευτικῶν ἔβγαιναν (καί βγαίνουν) σωρηδόν ἡμιμαθεῖς, φιλοϋλοι καί φυγόπονοι ἐκπαιδευτικοί, ἀνίδεοι γιά τό τεράστιο καί κρίσιμο ἔργο πού καλοῦνται νά βαστάξουν. Ὁ εὔκολος, ἄκοπος καί ἀνέλεγκτος διορισμός ἐπιδείνωσε τήν κατάσταση. (Τώρα βέβαια τά πράγματα ἄλλαξαν. Ἡ εὐκολοδιοριστία καί τό ρουσφέτι φαίνεται ὅτι τελείωσαν. Τά παιδιά λιώνουν στά θρανία γιά μεταπτυχιακά, διδακτορικά καί λοιπά χαρτιά. Ἔλεγε ὁ Ἄγγλος ἱστορικός Τόουμπι: «Ἄν θέλεις νά καταστρέψεις ἕνα ἔθνος, νά ἐπιμηκύνεις τά παραγωγικά χρόνια της νεολαίας τοῦ πίσω ἀπό τά θρανία». Εἶναι βαθύς ὁ λόγος…).

Πρίν φτάσουμε ὅμως στόν ἐκπαιδευτικό της τάξης, προηγήθηκε τό ἔγκλημα πού λέγεται ἅλωση τῶν σχολῶν ἀπό τούς λυσσαλέους ὑπηρέτες τοῦ πνευματικοῦ ὑποσιτισμοῦ: τούς ἐθνομηδενιστές καί τούς βλάσφημους ἐκκλησιομάχους. Ἔτσι φτάσαμε στούς μορφωμένους βάρβαρους πού «τήν ἐλευτεριά τους, τήν ζωντανάδα τους, τή θέλησή τους, τίς ἔχουν πλακώσει ἀνωφέλωτα βάρη, πού τούς ἐζάρωσαν τό νοῦ καί τούς ἐμίκραιναν τήν ψυχή, (σ.σ. πράγμα πού ἀντανακλᾶ καί στήν ψυχή τῶν μαθητῶν τους), γεμίζοντας τήν μέ μίαν ἀρρωστιάρικη ἀνησυχία γιά τό πῶς θά βγάλουν τό ψωμί τούς μονάχα», γράφει ὁ Ἴων Δραγούμης στό «ὅσοι ζωντανοί» (σέλ. 153, ἔκδ. «Δωδώνη»).

Ἀλλά καί ὅσοι, πολλοί πού εἶχαν μεράκι καί ζῆλο καί ἔβλεπαν τό κατρακύλισμα στοῦ κακοῦ τή σκάλα, ἀφοπλίστηκαν, ξεθωρίασε μέσα τούς ὁ ζῆλος, «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αἰδῶ», κλείστηκαν μές στά τείχη τῆς μετριοκρατίας, συστηματοποιήθηκαν. Γράφει πάλι ὁ Ἴων στό προαναφερόμενο βιβλίο μίαν ἱστοριούλα γιά τό ἴδιο θέμα. Καί ὅλα λέγονται σέ μία ἐποχή περίπου ὅμοια μέ τήν «σημερινή πανάθλια πραγματικότητα καί τήν πολιτική κατάντια τοῦ ἔθνους». Λέει, λοιπόν, γιά τούς γραμματιζούμενους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς πού, ὅταν εἶδαν πώς ὁ ἀρχαῖος Ἑλληνισμός εἶχε πέραση στήν Εὐρώπη, ρίχτηκαν στήν ἀρχαιομανία, ἀφήνοντας ἀπότιστο «τό ὁλόδροσο δέντρο τῆς φυλῆς μας», ὅπως θά μᾶς ἔλεγε ὁ Κόντογλου. (Ἔτσι γίναμε γραικύλοι. Πιάσαμε τίς χλαμύδες καί ἀφήσαμε τό «ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας»). «Μία φορά ἕνας κουλός χωριάτης ἔφυγε ἀπό τά Γκράβαρα καί πῆρε τήν τύχη του στήν Ἀθήνα ζητιανεύοντας. Συγκινοῦσε τούς Ἀθηναίους ἡ καλοσύνη του καί τοῦ ἔδιναν οἱ σπλαχνικοί πεντάρες. Ἅμα γύρισε στό χωριό του, γέρος πιά καί μέ κομπόδεμα, καί τούς διηγήθηκε πῶς ἐπλούτισε, ζήλεψαν οἱ χωριανοί καί τούς εἶδες ὅλους τότε νά καῖν τά χέρια τους, νά παραμορφώνουν τά κορμιά τους, νά γίνονται κουλοί, κουτσοί, στραβοί καί μουγγοί καί νά ζητιανεύουν στήν Ἀθήνα. Ὡς πού τούς κατάλαβαν οἱ Ἀθηναῖοι καί τούς ἐδίωξαν ὅλους τους Γκραβαρίτες ἀπό τήν Ἀθήνα μέ τίς κλοτσιές».

(Μία διδασκαλική παρένθεση-ἐπεξήγηση. Τί νά κάνουμε; Δέν μποροῦμε νά ἀποφύγουμε τόν διδακτισμό. Τά Γκράβαρα ἤ Κράβαρα, ἦταν περιφέρεια τῆς Ναυπακτίας ἀποτελούμενη ἀπό δέκα χωριά. Τά χρόνια ἐκεῖνα οἱ κάτοικοι τῶν χωριῶν αὐτῶν ἐπιδίδονταν συστηματικά στήν ἐπαιτεία, σ’ ὅλη τήν Ἑλλάδα. Γιά νά προκαλοῦν τόν οἶκτο καί τήν λύπηση, στρέβλωναν μέλη τοῦ σώματός τους, γι’ αὐτό καί ἡ προσωνυμία Γκραβαρίτης ἔγινε συνώνυμό του ζητιάνος. Αὐτό τό ἀπέδωσε ἀριστοτεχνικά ὁ Α.Καρκαβίτσας στόν περίφημο «Ζητιάνο» του).

Διαβάζοντας τήν ἱστορία τοῦ Δραγούμη, δέν ἀποφεύγω τόν πειρασμό, νά βάλω στή θέση τῶν Κραβαριτῶν, ἐμᾶς τούς εὐρωλιγούρηδες καί ἀντί τῶν Ἀθηναίων τούς «Εὐρωπαίγους» τοῦ Μακρυγιάννη. Γίναμε τυφλοί, κουλοί, στρεβλωμένοι καί… πολυπολιτισμένοι, ἀπεκδυθήκαμε, ὡς ξεραμένο φιδόδερμα, τό ρωμαϊικο ἦθος, τήν ἑλληνική περπατησιά μας καί σπεύσαμε, ὡς χάσκακες, στήν Ἀθήνα-Εὐρώπη «στήν πόλη τῆς δουλοπαροικίας, καί τῶν πλουτοκρατῶν» καί δέν μείναμε «εἰς τήν ἔντιμον πενίαν μας διά νά μᾶς βοηθεῖ καί ὁ Θεός» ὅπως θά μᾶς ἔλεγε ταπεινά ὁ μεγάλος Σκιαθίτης. Καί τώρα μᾶς διώχνουν μέ τίς κλοτσιές. Ἡ εὐρωπαϊκή μας περιπέτεια καί ἡ συνακόλουθη ἀσώτευση συνδυασμένη μέ τήν κομματική ὀλιγόνοια καί τζογομαφιόζικη τακτική μας ἔφεραν στήν κλωτσηδόν ἐκδίωξη ἀπό τήν εὐρωπαϊκή οἰκογένεια. (Οἰκογένεια. Μαγαρίζουν καί «ἱερές» λέξεις οἱ ἀθεόφοβοι. Ἄκου «εὐρωπαϊκή οἰκογένεια»).

Τέλος πάντων. Ὁ λόγος ξεστράτισε. Τό θέμα μου ἦταν οἱ ἱερουργοί (ἤ ἀνασιουργοί;) τῆς Παιδείας. Θά ἐπανέλθω σέ ἑπόμενο ἄρθρο, στηλιτεύοντας, ἀναξέοντας τά οἰκεία κακά, αὐτομαστιγόμενος. Γράφω καί δέν λησμονῶ ποτέ τόν λόγο τοῦ Μακρυγιάννη: «Κι ἄς μέ συγχωρέσουνε κι ἐκεῖνοι ὅπου τους λέγω τά κουσούρια τους. Ἔχουν κι αὐτεῖνοι τό δικαίωμα νά εἰποῦνε τά δικά μου, ὅ,τι ἔκαμα. Κι ὅταν λέγονται τά λάθη μας, τότε κάνουν λιγότερα οἱ μεταγενέστεροι καί γινόμαστε κι ἐμεῖς Ἔθνος». Αὐτή ἡ λέξη «οἱ μεταγενέστεροί» του ἀειστένακτου, γιά τό καλό της πίστης καί τῆς πατρίδος, Μακρυγιάννη, πρέπει νά μᾶς συγκλονίζει. Καί δέν χρειάζεται ἀπόγνωση. «Ποτέ δέν εἶναι νωρίς» ἔλεγε ὁ Τσαρούχης. «Τήν Ἑλλάδα ἀπό τό αὐτί θά τήν πιάσουμε καί θά τήν σώσουμε θέλει δέ θέλει» (Πλαστήρας).

Δημήτρης Νατσιός

ΑΝΤΙΒΑΡΟ