Ἡ μεγάλη ὑπηρεσία τήν ὁποίαν προσέφερε ὁ μεγάλος Ἐλβετός ψυχίατρος καί ψυχολόγος Κάρολος Γουσταῦος Jung, στήν προσπάθεια τῆς κατανοήσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἶναι ἡ ὑπογράμμιση τοῦ ἠθικοῦ περιεχομένου τῶν περισσοτέρων ἀπωθήσεων τῆς προσωπικότητας. Ο Jung, στηριζόμενος στήν πείρα τῆς καθημερινῆς ψυχοθεραπευτικῆς καί ἰατρικῆς τοῦ δραστηριότητας, ὑπεστήριξε ἐπανειλημμένως, ὅτι ἡ ἠθική σύγκρουση εἶναι συνήθως τό περιεχόμενο τῶν ἀπωθήσεων αὐτῶν. Μάλιστα ὁ Jung, σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, προχώρησε ἀκόμη περισσότερο καί δίδαξε ὅτι ἡ νεύρωση, πού εἶναι σήμερα μία πάρα πολύ συνηθισμένη δυσαρμονία τῆς προσωπικότητος, ἔχει ἕνα χαρακτήρα θρησκευτικό. Γι’ αὐτό, ὅπως τονίζει, τό πρόβλημα τῆς νευρώσεως εἶναι, κατά τή γνώμη του, ἕνα θρησκευτικό πρόβλημα.
Τήν ἄποψη αὐτή τοῦ Jung, γιά τό κύριο περιεχόμενο τῶν ἀπωθήσεων τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἐπιβεβαιώνουν καί πολλά πορίσματα καί ἄλλα στοιχεῖα τῆς ψυχολογικῆς καί ψυχοθεραπευτικῆς ἔρευνας, ὅπως ἐπίσης καί τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, Ἀπό πολλές κατευθύνσεις προβάλλεται ζωηρά ἡ ὑπαρξιακή σημασία τῶν αἰσθημάτων ἐνοχῆς πού κατατυραννοῦν τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, χωρίς μάλιστα νά εἶναι πολλές φορές ἐνήμερός του ρόλου τῶν αἰσθημάτων αὐτῶν. Τό ἀσυνείδητο μέρος τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου ὑποφέρει καί πάσχει ἀπό τήν πίεση ἀπωθήσεων, πού τό περιεχόμενό τους ἀποτελοῦν ἰσχυρές ἠθικές συγκρούσεις, χωρίς ὁ ἄνθρωπος αὐτός νά γνωρίζει τόν ἰδιαίτερο τρόπο τῆς δράσεως τῶν αἰσθημάτων τῆς ἐνοχῆς πού προκαλοῦν οἱ συγκρούσεις αὐτές. Παρά τό γεγονός ὅμως αὐτό, εἶναι σήμερα πολύ γνωστό στήν περιοχή τῆς ψυχολογίας καί τῆς ψυχοθεραπείας, ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ αἰσθήματος τῆς ἐνοχῆς ἤ, ἡ ἔννοια τῆς ἐνόχου συνειδήσεως εἶναι ἕνας ψυχολογικός παράγοντας παραδεκτός ἀκόμη καί ἀπό τήν ψυχανάλυση, οὕτω κι’ ἄν ἡ θεωρία αὐτή κινεῖται πάντοτε σ’ ἕνα πρωτόγονο ψυχολογικό χῶρο.
Ἀπό πλευρᾶς πάντως ψυχολογίας καί ψυχοθεραπείας εἶναι σήμερα ἀξιόλογο τό βιβλίο τοῦ γερμανοῦ ψυχολόγου καί θεολόγου Helmut Harsch πού ἐπιχειρεῖ συστηματική ἔκθεση τοῦ προβλήματος τῆς ἐνοχῆς στήν περιοχή τῆς θεολογίας καί τῆς ψυχολογίας τοῦ βάθους.Ὁ συνδυασμός τῶν πηγῶν τῶν δύο αὐτῶν περιοχῶν τῆς πνευματικῆς ζωῆς στήν ἔρευνα τοῦ προβλήματος τῆς ἐνοχῆς ἔχει σήμερα ἰδιαίτερη σημασία, γιατί μέ τήν ἔρευνα αὐτή ἀναγνωρίζεται, μέ μία ἄψογη ἐπιστημονική ἐγκυρότητα, τό πρόβλημα τῆς ἐνοχῆς σάν τό κατ’ ἐξοχήν ὑπαρξιακό πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας.
Ὁἰσχυρισμός αὐτός δέν εἶναι ἀνεδαφικός ἀλλ’ οὔτε καί ὑπερβολικός, ἄν σκαφθεῖ κανείς μόνο τήν τεραστία ἐπίδραση τοῦ πολύκροτου ἔργου τοῦ Franz Kafka· «Ἡ Δίκη», στή σύγχρονη διανόηση, τήν τέχνη καί τό φιλοσοφικό γενικά στοχασμό. «Ἡ Δίκη», πού πρό ὀλίγου χρόνου παίχθηκε καί σέ θέατρο τῆς Θεσσαλονίκης, εἶναι ἕνα πνευματικό προϊόν ἑνός ἀνθρώπου πού μέ πολλή ἱκανότητα γνωρίζει νά μελέτα καί νά παρακολουθεῖ τίς ἐνδοψυχικές διαδικασίες τῆς ἀνωθήσεως τῶν αἰσθημάτων τῆς ἐνοχῆς. Καί βέβαια οἱἑρμηνεῖες πού ἔχουν δοθεῖ μέχρι σήμερα στό πολύκροτο αὐτό βιβλίο τοῦ Τσέχου συγγραφέως εἶναι ἀναρίθμητες καί ἡἀσυμφωνία, ὡς πρός τό βαθύτερο νόημα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, εἶναι πολύ γνωστή. Ὡστόσο ὅμως ὅλοι σχεδόν οἱ μελετητές καί οἱ κριτικοί του Κafka συμφωνοῦν στό ὅτι ὁ Kafka ἀνατέμνει στή Δίκη μέ ἀπαράμιλλη διεισδυτικότητα τήν ὑποστασιακή φύση τοῦ αἰσθήματος τῆς ἐνοχῆς». Ἔτσι εἶναι πολύ χαρακτηριστικό τό γεγονός, ὅτι ὑπό τήν πίεση τοῦ ἐνδιαφέροντος πού προκάλεσε ὁ Ὑπαρξισμός, τό ἔργο αὐτό τοῦ Κafka , ἡ «Δίκη», ἔγινε στόχος καί πεδίο ἐρεύνης πού ἀναδεικνύει τό αἴσθημα τῆς ἐνοχῆς, τήν ἔνοχη συνείδηση, ὡς τό κεντρικό πρόβλημα τοῦ συγχρόνου ἄνθρωπου.
Ἀναμφιβόλως, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός δέν ἀναγνωρίζεται εὔκολα ὡς ἀληθινός, ἐπειδή, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τή ψυχοθεραπευτική πράξη, ὁἔνοχος ἄνθρωπος καλύπτει ἐπιμελῶς τήν αἰτιολογία τῆς νευρωτικῆς του συμπεριφορᾶς καί μάλιστα προβάλλει πάντοτε ἰσχυρή ψυχική ἀντίσταση σέ κάθε εἴδους προσπάθεια πού ἀποβλέπει στή φανέρωση ἤ συνειδητοποίηση τῆς αἰτιολογίας αὐτῆς, δηλ. τῆς ἐνοχῆς του. Στήν ἐξέλιξη τῶν διαφόρων, καί ἀπό πλευρᾶς ἠθικῆς συνειδήσεως, εὐαίσθητων σταδίων τοῦ ψυχαναλυτικοῦ διαλόγου, ἐκδηλώνεται καθαρά ἡ στάση τοῦ ἀσθενοῦς ἔναντί τῆς προσωπικῆς του εὐθύνης, ὡς πρός τή γένεση καί συντήρηση τῆς ἠθικῆς του συγκρούσεως. Ἔπειτα, εἶναι πολύ γνωστό στόν ἔμπειρο ψυχοθεραπευτή ἤ ψυχίατρο ὅτι ὁ νευρωτικός ἄνθρωπος, πού βιώνει ἕνα ὑπαρξιακό ἠθικό πρόβλημα, δέν παραδέχεται ποτέ, ἄτι τά συμπτώματα τῆς ψυχικῆς του δυσαρμονίας ἤ διαταραχῆς ὀφείλονται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο βιώνει τήν ἠθική του αὐτή σύγκρουση. Ἐπιμένει πάντοτε ὅτι ἡ κατάστασή του ἔχει παθολογικοανατομικᾶ αἴτια, γι’ αὐτό καί δέν σκέπτεται νά ἐπισκεφθεῖ τόν ψυχίατρο ἀλλ’ ἐπιμένει νά ἐπισκέπτεται τόν παθολόγο, τόν καρδιολόγο, τόν χειρουργό καί γενικά τους γιατρούς μίας ὁποιασδήποτε εἰδικότητος, πλήν τοῦ ψυχιάτρου. Καί ὅπως βεβαιώνουν διακεκριμένοι ψυχίατροι, πολλές φορές, ἐπειδή τό νευρωτικό σύμπτωμα εἶναι καί ὀργανικό, ἀκόμη καί ἰατροί τῶν διαφόρων εἰδικοτήτων, ἐκλαμβάνουν τίς νευρώσεις ὡς ὀργανικές παθήσεις λ.χ. τῆς καρδιᾶς, τοῦ στομάχου, τῶν ἐντέρων, τῶν περιφερικῶν νεύρων, τῆς κύστεως καί ἄλλων ὀργάνων τοῦἀνθρώπινου σώματος. Ἔτσι ὁ νευρωτικός ἄνθρωπος, πού βιώνει ἕνα ὑπαρξιακό ἠθικό πρόβλημα, δέν εἶναι πάντοτε δυνατόν νά ἀναγνωρισθεῖ ἀπό τόν γιατρό καί πολύ περισσότερο ἀπό τούς ἀνθρώπους μέ τούς ὁποίους σχετίζεται. Ὁ γερμανός Von Uexkull ψυχίατρος βεβαιώνει ὅτι ὁ νευρωτικός ἄνθρωπος ζεῖ τή ζωή ὅπως καί οἱἄλλοι ἄνθρωποι, χωρίς ἔκδηλες ἰδιορρυθμίες. Μπορεῖ νά ἔχει ἀξιόλογες ἐπαγγελματικές ἐπιτυχίες καί νά φαίνεται πολύ καλά προσαρμοσμένος στήν κοινωνική ζωή. Τό τελευταῖο ἐξηγεῖἴσως γιατί συνήθως δέν εἶναι κανείς σέ θέση νά προσδιορίσει τήν ἔκταση τοῦ νευρωτικοῦ φαινομένου μέσα στήν κοινωνική ζωή.
Ἀλλ’ αὐτή ἡ τόσο στεγανά καλυμμένη βίωση τοῦἠθικοῦ προβλήματος ἀπό τόν νευρωτικό ἄνθρωπο δείχνει ὅτι ἡ νεύρωση, ὡς βίωση ἀπωθούμενων αἰσθημάτων ἐνοχῆς, εἶναι πράγματι νόσος τοῦ χαρακτῆρος τῆς προσωπικότητας. Παρά τό γεγονός ὅτι οἱ διαφωνίες, ὡς πρός τό ὑπαρξιακό νόημα τῆς νευρώσεως, εἶναι πολλές μεταξύ τῶν εἰδικῶν, ὅλοι οἱἀσχολούμενοι μέ τό πρόβλημα τῆς ἑρμηνείας τῆς νευρώσεως συμφωνοῦν στό ὅτι ἡ ψυχική αὐτή δυσαρμονία εἶναι νόσος τοῦ χαρακτήρα τῆς προσωπικότητος. Τό γεγονός αὐτό ἐπικυρώνει ἐπίσημα, θά ἔλεγε κανείς, τόν ἠθικό χαρακτήρα τῆς ψυχικῆς συγκρούσεως πού βιώνει ὁ νευρωτικός ἄνθρωπος. Περισσότερο δέ βεβαιώνει τόν ἀσυνείδητο τρόπο μέ τόν ὁποῖο βιώνεται ἡἀπώθηση τῆς συγκρούσεως αὐτῆς, δηλ. ἐν τέλει ἡἀπώθηση τῆς ἠθικῆς συνειδήσεως καί τῶν αἰσθημάτων τῆς ἔνοχης.
Ἡ πραγματικότης αὐτή τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου δέν εἶναι βέβαια χαρακτηριστικό της συγχρόνου μόνον ἐποχῆς. Ὁἄνθρωπος στή βασική θέση του ἔναντί της ζωῆς καί τῶν προβλημάτων της, εἶναι ἀσφαλῶς πάντοτε ὁἴδιος. Μία ἐποχή, ὅσο κρίσιμη κι’ ἄν εἶναι, σό κι ἄν ἀνατρέπει βασικά σχήματα ζωῆς, δέν μεταβάλλει τή δομή τῆς συμπεριφορᾶς τοῦἀνθρώπου ἔναντι τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς. Ἁπλῶς μία κρίσιμη ἐποχή μπορεῖ νά προκαλεῖ ἔμφαση καί ἔξαρση ὁρισμένων ἀδύνατων πλευρῶν ἤ ἄτυχων τρόπων ψυχικῆς ἀντιδράσεως. Ὁπωσδήποτε ὅμως δέν ἀλλοιώνει οὐσιαστικά τό ποιόν ἤ τόν τρόπο τῆς συμπεριφορᾶς τοῦἀνθρώπου. Ἔτσι τά δεδομένα τῆς συγχρόνου ψυχολογικῆς ἐρεύνης καί τῆς πείρας τῆς ψυχοθεραπευτικῆς πράξεως ἀποτελοῦν ἁπλῶς ἐντυπωσιακή προβολή τοῦ βασικοῦ σχήματος τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς πού ἀναφέρεται πάντοτε στή βίωση τῆς διαστάσεώς του μέ τήν ἠθική του συνείδηση. Κι αὐτό τό γεγονός ἀποτελεῖ περιοχή τοῦ ἀναγεννητικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Γιατί εἶναι ἀλήθεια ὅτι μέσα ὅτι λυτρωτικό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τό πιό κεντρικό πρόβλημα καί ὁ κύριος στόχος τῶν ἀναγεννητικῶν της προσπαθειῶν εἶναι πάντοτε ἡ βίωση τῶν ἀπαιτήσεων τῆς ἠθικῆς συνειδήσεως ὑπό τό φῶς εὐαγγελικῶν ἐπιταγῶν.
Πράγματι, κατά τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τό πρόβλημα τῆς ὑπάρξεως τίθεται σέ λειτουργία ἀπό τή στιγμή πού ὁἄνθρωπος παραβαίνει τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἀθετεῖ δηλ. καί παραβιάζει τήν ἠθική του συνείδηση. Ὁ Ἀδάμ, ὡς παραβάτης τοῦ θείου θελήματος, εἶναι πρῶτα-πρῶτα παραβάτης τῆς ἠθικῆς του συνειδήσεως. Γιατί, ὅπως δόθηκε ἡἐντολή τοῦ Θεοῦ καί ὁ τρόπος τῆς παραβάσεώς της, δείχνουν ἔτι ὁ Θεός ἔθεσε τόν ἄνθρωπο, ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς δημιουργίας του, μπροστά στόν καθρέπτη τῆς ἠθικῆς του συνειδήσεως. Ἡ ἀπαγορευτική ἐντολή τοῦ Θεοῦ μέσα στόν Παράδεισο εἶναι μία πρόκληση γιά τόν Ἀδάμ νά ἀρχίσει διάλογο μέ τήν ἠθική του συνείδηση, μέ σκοπό τήν ἠθική καί πνευματική του ὁλοκλήρωση. Ἔτσι ἡ ἀποτυχία τοῦ Ἀδάμ νά βιώσει τήν ὕπαρξή του σάν ἕνα δυναμικό διάλογο μέ τή συνείδησή του εἶναι ἀποτυχία τοῦ διαλόγου του μέ τή βαθύτερη καί αὐθεντική φύση του. Ὅταν παραβαίνει τήν ἠθική του συνείδηση, ἀποκόπτεται ἀπό τόν γνήσιο ἑαυτό του, ἀποξενώνεται ἀπό τό βάθος τῆς προσωπικότητάς του. Στήν περίπτωση αὐτή ἐνεργεῖ τή πιό συγκλονιστική ἀπώθηση τῆς ἠθικῆς του συνειδήσεως. Γι’ αὐτό στό ἑξῆς ὁἈδάμ βιώνει τήν ὕπαρξή του μέ συντροφιά μία ἔνοχη καί συγχρόνως ἀπωθημένη ἠθική συνείδηση.
Τήν πραγματικότητα λοιπόν αὐτή πού ἡ Ἐκκλησία προβάλλει ὡς τόν πρόλογο ἀλλά καί τήν οὐσία τοῦ ἀνθρωπίνου δράματος, ἀποκαλύπτει σήμερα ἡ Ψυχολογία τοῦ Βάθους καί ὑπογραμμίζει μέ συγκλονιστικό τρόπο ἡ Ψυχοθεραπεία. Μάλιστα τό πορίσματα τῆς ψυχοθεραπευτικῆς ἐμπειρίας, πού συνοψίζονται στή βασική θέση τοῦ Igor Caruso, προβάλλουν μέ τρόπο σύγχρονο, δήλ. ἐντυπωσιακό, τή βασική αὐτή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τόν Caroso ἡ νεύρωση εἶναι ἀσθένεια τῆς κακῆς συνειδήσεως. Δηλ, τῆς συνειδήσεως πού ἀπωθεῖ τόν ἑαυτό της, τῆς ἔνοχης συνειδήσεως.
Ἡ συνάντηση αὐτή τῆς ψυχοθεραπείας μέ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μία ἐποικοδομητική συνοδοιπορία στό χῶρο τῆς ὑπάρξεως. Τό γεγονός αὐτό δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ κανείς χωρίς τύψεις συνειδήσεως. Γιατί καί στήν περίπτωση αὐτή ἡἔνοχη συνείδηση εἶναι μία προκλητική, οὕτως ἤἄλλως, παρουσία!
Καθηγητής Ἰωάννης Κορναράκης «Ψυχολογία καί πνευματική ζωή», ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, σ. 33-40