Ἡ Ἑλένη μπῆκε βαριεστημένη στό λεωφορεῖο. Ἀπό τό πρωί ἦταν στό Πολυτεχνεῖο. Τό ἐργαστήριο ἦταν σύνθετο, δυσνόητο, ἤθελε τήν προσοχή τεταμένη καί ἐκείνη δέν μποροῦσε νά πειθαρχήσει. Τό μυαλό της «ἔτρεχε» στή θεατρική ὁμάδα.
Τό ὄνειρό της, ὁ μεγάλος της πόθος εἶναι τό θέατρο, διαβάζει μέ τίς ὧρες, μελετᾶ ἀδιάκοπα τό ἔργο πού κάθε φορὰ ἀνεβάζει ἡ ἐρασιτεχνική ὁμάδα της, θέλει νά ξέρει ὅλο τό περιβάλλον τῆς παράστασης, γνωρίζει πόσο διαφορετικά προφέρεται μία λέξη ὅταν ὁ ἠθοποιός κατέχει τίς ἱστορικές καί κοινωνικές συνθῆκες στίς ὁποῖες διαδραματίζεται ἡ πλοκή, κάνει πρόβες μόνη της, τό παλεύει πραγματικά, συνειδητά καί ἔτσι χάνεται στά ἐργαστήρια, κάποιες φορές δέν ἀκούει τόν καθηγητή, οὔτε τούς θορυβώδεις συμφοιτητές της.
Ἔφυγε ἀπό τοῦ Ζωγράφου κουρασμένη καί τό μυαλό της ἔτρεχε στούς διαλόγους τοῦ Μπέκετ. Στό λεωφορεῖο κοίταζε γύρω της, μά δέν ἔβλεπε. Ὅλα ἔμοιαζαν ἀδιάφορα. Ὥσπου μιὰ γιαγιά κοντά στά 80 τῆς κίνησε τήν περιέργεια. Ἦταν σχετικά καλοντυμένη καί καλοφτιαγμένη, δέν φανέρωνε πόνο ἤ δυστυχία. Εἶχε ὅμως βλέμμα ἀνήσυχο. Σέ κάθε στάση κοίταζε προσεκτικά τοὺς ἐπιβάτες, τό βλέμμα της ἦταν διερευνητικό, σάν νά ἔψαχνε τί κουβαλᾶ ὁ καθένας.
Ἡ ἀπορία τῆς Ἑλένης λύθηκε ὅταν μπῆκε στό λεωφορεῖο μιὰ γυναίκα μέ μία τσάντα μέ φροῦτα. Ἡ γιαγιά, ἀφοῦ τήν κοίταξε καλά-καλά, τήν πλησίασε καί τή ρώτησε διστακτικά: Θά μοῦ δώσετε ἕνα μῆλο, γιατί δέν ἔχω χρήματα νά ἀγοράσω; Ἡ συνεπιβάτις κοίταξε μέ συμπόνια τή γιαγιά καί χωρίς δισταγμό τῆς προσέφερε ἕνα. Μονομιᾶς ἐκείνη, δέν πρόλαβε οὔτε «εὐχαριστῶ» νά πεῖ, τό ἔβαλε στό στόμα φανερώνοντας τήν πείνα της. Ἡ Ἑλένη εἶχε μείνει μέ ἀνοιχτό τό στόμα. Δέν πίστευε αὐτό πού ἔβλεπε.
Ἡ ἴδια, ἄν καί οἱ γονεῖς δέν ἦταν ζάπλουτοι, εἶχε μεγαλώσει στά πούπουλα, πῆγε σέ καλό σχολεῖο, εἶχε τίς διακοπές της πάντα, δέν μποροῦσε νά φαντασθεῖ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι στήν Ἀθήνα πού δέν ἔχουν νά φᾶνε. Μέσα στήν ταραχή της δέν πρόσεξε ὅτι παρατηροῦσε τήν ἔκφρασή της μία μεσόκοπη συνεπιβάτις. Τή σκούντησε κάποια στιγμή καί τῆς εἶπε μέ βεβαιότητα: Κοπέλα μου, σέ λίγο καιρό ὅλοι θά ζητᾶμε φαγητό ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον. Κούνησε τό κεφάλι μέ συγκατάβαση καί δέν εἶπε τίποτε.
Εἶχε φθάσει στό τέλος τῆς διαδρομῆς της καί σχεδόν πήδηξε ἀλαφιασμένη ἀπό τό λεωφορεῖο. Πῆγε τρέχοντας στό σπίτι, ἔχοντας ξεχάσει τή βαριεστιμάρα τῆς σχολῆς καί τῆς θεατρικῆς ὁμάδας τήν ἀγωνία. Ἦταν ἡ ἴδια ἡ ζωή ἀπό μόνη της παράσταση δυνατή, μοναδική, γεμάτη συναισθήματα…
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΡΑΚΟΥΣΗΣ – ΤΟ ΒΗΜΑ 16/11/2010