ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Ἡ πρώτη μέρα στό σχολεῖο


 Ἔτσι ἀκριβῶς, «Ἡ πρώτη μέρα στό σχολεῖο» τιτλοφορεῖται κι ἕνα κείμενο πού περιέχεται στό «Ἀνθολόγιο Λογοτεχνικῶν Κειμένων Α΄ καί Β΄ Δημοτικοῦ», σέλ. 30-31. Στό κείμενο αὐτό «προσφέρονται», ἀνεπιγνώστως προφανῶς ἀπό τούς συγγραφεῖς, ὅλα τά τρέχοντα ἰδεολογήματα καί τά κενοεπή στοιχεῖα πού χαρακτηρίζουν τό «νέο σχολεῖο».

Ἕνας μικρός μαθητής, πρωτάκι, διηγεῖται τίς ἐντυπώσεις του ἀπό τήν πρώτη μέρα στό σχολεῖο. Μετά τίς γνωστές ἀγωνίες, τόν φόβο τοῦ ἀγνώστου, τή σπαραξικάρδιες «ἀπαγκιστρώσεις» ἐκ τῆς μητρικῆς ἀγκάλης καί τά συναφῆ της παρθενικῆς «ἀκαδημαϊκῆς» σταδιοδρομίας, διαβάζουμε στόν ἐπίλογο: «Ἡ δασκάλα μᾶς ἦταν ἡ κυρία Μεταξά. Ἤθελε νά τή φωνάζουμε Γεωργία καί κυρίως ὄχι δασκάλα. Ὁ Κυριάκος πού καθόταν δίπλα μου, εἶπε: – Δασκάλα, μπορῶ… Σταμάτησε. Ἡ δασκάλα μᾶς χαμογέλασε. Μετά εἴπαμε ὅλοι τά ὀνόματά μας. Φανῆ, Γιάννης, Ἰουλία, Ἀναστασία…. Μέ τί θέλετε νά ἀρχίσουμε; ρώτησε ἡ κυρία μας.

Ὁ Κωστής σήκωσε τό χέρι.

– Μέ τήν τουαλέτα κυρία».

Τί ἀχνοφέγγει πίσω ἀπό τίς χαζοχαρούμενες αὐτές ἀράδες, ὁπωσδήποτε ἅ(κατά)νόητες γιά νεοεισερχόμενο στό σχολεῖο μαθητή, ἀπαξιωτικές καί προσβλητικές γιά τόν δάσκαλο; Ἐδῶ ἔχουμε μία «προοδευτικιά» δασκάλα, πού ἀποποιεῖται τήν ἀποστολή της. Ἐφ’ ὅσον ἀπορρίπτει τόν σεβασμό πού περιέχει ἡ προσφώνηση «κυρία», ἐκλιπαρεῖ τήν οἰκειότητα, ἡ ὁποία παρερμηνεύεται ἀπό τούς μαθητές καί καταντᾶ ἡ μητέρα τῆς καταφρονήσεως καί τῆς ἀπειθαρχίας. Πολλοί ἐκπαιδευτικοί πράττουν τό ἴδιο, ἔχοντας θολά ἐντυπωμένη στό νοῦ τούς τήν θεωρία τῆς ἀντιαυταρχικῆς ἤ ἀντιαυθεντικῆς ἀγωγῆς. Καλλιεργοῦν μία «ἀνάρμοστη» σχέση μέ τούς μαθητές τους, δῆθεν φιλική. Ὅμως ὅταν ὁ ἐκπαιδευτικός παρουσιάζεται ὑπερβολικά ἐπιεικής σημαίνει ἤ ὅτι δέν μπορεῖ νά διαδραματίσει σωστά τόν ἡγετικό ρόλο του ἤ ὅτι δέν ἐνδιαφέρεται γιά τά παιδιά. Στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ ἐπιείκεια ἀποτελεῖ τήν χειρότερη μορφή ἀδιαφορίας. (Κάτι παρόμοιο ἰσχύει καί μέ τούς γονεῖς, πού προσπαθώντας νά κερδίσουν τήν ἐκτίμηση τῶν παιδιῶν τους, διαβάζοντας καί κάποια «βίπερ», περί «δημοκρατικῆς» οἰκογενειακῆς ἀγωγῆς, πού κυκλοφοροῦν καί σέ μπακάλικα, λένε στά παιδιά τους: «μή μέ βλέπεις σάν πατέρα. Ἐγώ θέλω νά εἶμαι φίλος σου». Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση καί ὁ γονέας εἶναι ἕνα ἀνώριμο παιδί πού παραιτεῖται ἀπό τήν πατρική ἤ τήν μητρική του εὐθύνη καί δημιουργεῖ στό παιδί αἴσθημα ἀνασφάλειας, πού θά φτάσει ὡς τόν πανικό. Τά παιδιά θά βροῦν εὐκαιρίες στήν ζωή τούς ν’ ἀποκτήσουν φίλους, εἶναι ὅμως ἀμφίβολο ἄν θά βροῦν κάποιον ἄλλο πατέρα ἤ ἄλλη μητέρα). Ἡ δασκάλα τοῦ κειμένου, πού ἤθελε νά τήν προσφωνοῦν οἱ μαθητές της – καί μάλιστα τῆς πρώτης τάξης – Γεωργία (ἤ, γιατί ὄχι, Γωγῶ), αὐτοακυρώνεται καί ταυτόχρονα, ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, «διδάσκει» στά παιδιά ὅτι δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ εὐλογημένη ἀπόσταση μεταξύ δασκάλου καί μαθητή, τό μυστικό ὑφάδι πού συνέχει αὐτή τή σχέση, πού ὀνομάζεται σέβας. Μέ τά καλοπιάσματα καί τίς κολακεῖες δέν βγάζεις γερούς μαθητές. «Δεῖ δ’ αὐτούς μηδέ τοῖς ἐγκωμίοις ἐπαίρειν καί φυσᾶν? χαυνοῦνται γάρ ταῖς ὑπερβολαῖς τῶν ἐπαίνων καί θρύπτονται», δηλαδή, πρέπει νά μήν παινεύουμε ὑπερβολικά καί φουσκώνουμε τά παιδιά μέ τά ἐγκώμια, γιατί μέ τίς ὑπερβολές τῶν ἐπαίνων γίνονται ματαιόδοξα καί κακομαθημένα». (Πλούταρχος, «περί παίδων ἀγωγῆς», ἔκδ. «Κάκτος», σέλ. 69).

Καί ὁ ὀσιακής μνήμης γέροντας Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἑπόμενος τοῖς θείοις πατράσι, ἔλεγε κάτι σημαντικό: «Στά παιδιά ὁ ἔπαινος κάνει κακό. Τί λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ; «Λαός μου οἱ μακαρίζοντες ὑμᾶς πλανῶσιν ὑμᾶς καί τήν τρῖβον τῶν ποδῶν ὑμῶν ταράσσουσιν». Ὅποιος μᾶς ἐπαινεῖ, μᾶς πλανάει καί μᾶς χαλάει τούς δρόμους τῆς ζωῆς μας. Πόσο σοφά εἶναι τά λόγια του Θεοῦ! Ὁ ἔπαινος δέν προετοιμάζει τά παιδιά γιά καμιά δυσκολία στή ζωή. Καί βγαίνουν ἀπροσάρμοστα καί τά χάνουν καί τελικά ἀποτυγχάνουν. Τώρα ὁ κόσμος χάλασε. Στό μικρό παιδάκι λένε ὅλο ἐπαινετικά λόγια. Μήν τό μαλώσουμε, μήν τοῦ ἐναντιωθοῦμε, μήν τό πιέσουμε τό παιδί. Μαθαίνει, ὅμως, ἔτσι καί δέν μπορεῖ νά ἀντιδράσει σωστά καί στήν πιό μικρή δυσκολία. Μόλις κάποιος τοῦ ἐναντιωθεῖ, τσακίζεται, δέν ἔχει σθένος.

Οἱ γονεῖς εὐθύνονται πρῶτοι γιά τήν ἀποτυχία τῶν παιδιῶν στή ζωή καί οἱ δάσκαλοι καί καθηγητές μετά. Τά ἐπαινοῦν διαρκῶς. Τούς λένε ἐγωιστικά λόγια. Δέν τά φέρνουν στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Τ’ ἀποξενώνουν ἀπ’ τήν Ἐκκλησία. Ὅταν μεγαλώσουν λίγο τά παιδιά καί πᾶνε στό σχολεῖο μ’ αὐτό τόν ἐγωισμό, φεύγουν ἀπ’ τή θρησκεία καί τήν περιφρονοῦν, χάνουν τό σεβασμό πρός τό Θεό, πρός τούς γονεῖς, πρός ὅλους. Γίνονται ἀτίθασα καί σκληρά κά ἄπονα, χωρίς νά σέβονται οὔτε τή θρησκεία, οὔτε τόν Θεό. Βγάλαμε στή ζωή ἐγωιστές καί ὄχι χριστιανούς».(Γέροντος Πορφυρίου, «Βίος καί Λόγοι»», ἔκδ. Ι.Μ. Χρυσοπηγῆς, σέλ. 427).

Τό κείμενο τοῦ σχολικοῦ βιβλίου τελειώνει μέ τήν ὀμορφότατη καί παιδαγωγικότατη «ἐπιθυμία» τοῦ μαθητῆ νά ἀρχίσει ἡ σχολική χρονιά, ἡ διδαχή, μέ τήν….τουαλέτα. Σαφές τό μήνυμα, ἐλήφθη. Εὖγε στούς ἰθύνοντες, τά σαΐνια τοῦ ἁμαρτωλοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου. Παιδεία, ἀγωγή, σμίλευση ψυχῶν, προσιδιάζουσα…στίς τουαλέτες. Αὐτό τό μνημειῶδες κείμενο βρῆκαν, γιά νά ὑποδεχτοῦν τούς νιόβγαλτους μαθητές στό γοητευτικό ταξίδι τῆς γνώσης. Ἀντί γιά ὀσμή πνευματικῆς εὐωδίας, ἕνα κείμενο ἀπό τά μυρίπνοα ἄνθη τῆς παράδοσής μας, ἡ δυσωδία τοῦ βόθρου, ἡ διά βίου ἐκπαίδευση πού ὁραματίζονται οἱ Γραικύλοι τῆς σήμερον. Δευτέρα μεθαύριο, πρώτη μέρα στό σχολεῖο. Οἱ νεοταξοσκώληκες ἄς ἀρχίσουν «μέ τήν τουαλέτα». Ἐμεῖς θά ἀρχίσουμε μέ τίς ἁγιαστικές εὐχές τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑπερήφανοι γιατί εἴμαστε Ἕλληνες δάσκαλοι. «Ἀπ’ ἔξω μαυροφόρα ἀπελπισιά» ἀλλά μές στήν τάξη Κρυφό Σχολειό. Κλείνω μέ ἕνα ἐξαίρετο κείμενο, ἀντάξιο γιά δασκάλους.

«Ἡ προσευχή τοῦ δασκάλου.

Κύριε,

Δῶσε μου ἁπλότητα καί βάθος. Κάμε νά μήν εἶμαι περίπλοκος οὔτε κοινότοπος στό καθημερινό μου μάθημα. Κάμε νά ὑψώσω τά μάτια μου ἀπό τό πληγωμένο μου στῆθος, μπαίνοντας κάθε μέρα στήν τάξη μου. Ἄς μή φέρω μαζί μου στήν ἕδρα μου τίς μικρές μου ὑλικές μέριμνες καί τίς δικές μου λύπες. Κάμε τό χέρι μου ἐλαφρότερο στήν τιμωρία καί ἁπαλότερο στό χάδι. Ἄς ἐπιπλήττω ἀπρόθυμα, γιά νά εἶμαι βέβαιος ὅτι τιμωρῶ ἀπό ἀγάπη. Τό πλινθόκτιστο σχολεῖο μου ἄς εἶναι καμωμένο ἀπό πνεῦμα. Οἱ φλόγες τοῦ ἐνθουσιασμοῦ μου ἄς καλύπτουν τήν φτωχή του εἴσοδο καί τήν γυμνή αἴθουσά του. Ἡ καρδιά μου ἄς εἶναι γιά τό σχολεῖο μου μία πιό ἰσχυρή στέγη καί ἡ καλή θέλησή μου ἕνας χρυσός καθαρότερος ἀπό τόν χρυσό τῶν πλουσίων σχολείων».

(Γαβριέλα Μιστράλ. Χιλιανή ποιήτρια καί δασκάλα. Βραβεῖο Νόμπελ 1946).

Νατσιός Δημήτρης

δάσκαλος-Κιλκίς

www.antibaro.gr