Δὲν ἀνησύχησεν ὁ Νέρων ὅταν ἄκουσε
τοῦ Δελφικοῦ Μαντείου τὸν χρησμό.
«Τὰ ἑβδομῆντα τρία χρόνια νὰ φοβᾶται.»
Εἶχε καιρὸν ἀκόμη νὰ χαρεῖ.
Τριάντα χρονῶ εἶναι. Πολὺ ἀρκετὴ
εἶν’ ἡ διορία ποὺ ὁ θεὸς τὸν δίδει
γιὰ νὰ φροντίσει γιὰ τοὺς μέλλοντας κινδύνους.
Τώρα στὴν Ρώμη θὰ ἐπιστρέψει κουρασμένος λίγο,
ἀλλὰ ἐξαίσια κουρασμένος ἀπὸ τὸ ταξεῖδι αὐτό,
ποὺ ἦταν ὅλο μέρες ἀπολαύσεως —
στὰ θέατρα, στοὺς κήπους, στὰ γυμνάσια …
Τῶν πόλεων τῆς Ἀχαΐας ἑσπέρες …
Ἆ τῶν γυμνῶν σωμάτων ἡ ἡδονὴ πρὸ πάντων …
Αὐτὰ ὁ Νέρων. Καὶ στὴν Ἱσπανία ὁ Γάλβας
κρυφὰ τὸ στράτευμά του συναθροίζει καὶ τὸ ἀσκεῖ,
ὁ γέροντας ὁ ἑβδομῆντα τριῶ χρονῶ.