Δρῦς καὶ κάλαμος
Δρῦς καὶ κάλαμος ἤριζον περὶ ἰσχύος. Ἀνέμου δὲ σφοδροῦ γενομένου, ὁ μὲν κάλαμος σαλευόμενος καὶ συγκλινόμενος ταῖς τούτου πνοαῖς τὴν ἐκρίζωσιν ἐξέφυγεν, ἡ δὲ δρῦς ἀντιστᾶσα ἐκ ῥιζῶν ἔπεσεν.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ τοῖς κρείττοσιν ἐρίζειν ἢ ἀντίστασθαι.
Στα νέα Ελληνικά
Ἕνα δέντρο (κατὰ μία ἐκδοχὴ τοῦ μύθου: ἐλιὰ) μάλωνε μὲ ἕνα καλάμι, γιὰ τὸ ποιὸς ἔχει μεγαλύτερη δύναμη, ἀντοχή, ἀσφάλεια. Τὸ δέντρο κατέκρινε τὸ καλάμι ὅτι εἶναι ἀδύνατο καὶ σκύβει σὲ ὅλους τοὺς ἀνέμους, ἐνῶ τὸ ἴδιο τὸ δέντρο στέκεται πάντα ὄρθιο.
Τὸ καλάμι δὲν ἀπάντησε τίποτε. Ἀργότερα ἦρθε μιὰ σφοδρὴ θύελλα: τὸ καλάμι γέρνοντας καὶ πλαγιάζοντας στὸν ἄνεμο, μὲ εὐκολία γλύτωσε. Τὸ δέντρο ὅμως ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ ἀνέμου ἔπεσε κάτω κ οἱ ρίζες του βγῆκαν ἀπὸ τὴ γῆ.
Εἶναι παλιὰ κ διεθνὴς σοφία, σὲ διάφορους λαοὺς παροιμία: ὅ,τι λυγίζει, δὲν σπάζει.