Τί θὰ κάνουν οἱ νεώτατοι, οἱ ὡραῖοι,
μὲ τὴν τραγικὴν ἐφηβεία,
ραγισμένο κρύσταλλο τῆς ψυχῆς,
ἀφανισμένο λουλούδι, ἄγουρο χαλασμένο καρπό,
κίτρινό της αὐγῆς χρῶμα μελαγχολικό;
Ἀρχίζει μέρα συννεφιασμένη,
μ\’ ἀδιέξοδον οὐρανό, βαρύ, φορτωμένο
καταιγίδες φανερὲς κι ὕπουλες.
Τί θὰ κάνουν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν
τὰ ὡραῖα, τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα μάτια
τῆς νεότητας καθαρὰ κι ἀμετάπειστα;
Τὰ κλειστὰ βλέφαρά του, πολὺ σκιερά,
τῆς μονήρους ἁμαρτίας σημάδι,
ἔμοιαζαν φτερὰ πεταλούδας πελώριας,
ὅμως νυχτερινῆς, δίχως τὰ λαμπρὰ χρώματα.
Τοῦ ἄλλου τὸ ἄγριο σχεδόν, ὅμως τόσο γλυκό,
καστανὸ ἀνοιχτό, βλέμμα λαμπρό,
ὅπως τῶν ἀγριμιῶν μ\’ ἀθῳότητα,
ἁγνότητα κι ἀπορία γεμάτο,
ὕστερα δῆθεν ἀδιαφορία, ὕστερα
περηφάνειαν ὀδυνηρή…
Τί θὰ κάνουν
οἱ ἔφηβοι, ὅταν τόσο πολὺ
γνωρίζουν καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐλπίζουν,
καθὼς ἀρχινοῦν τὴ ζωή;
Λαχταρᾶν οὐρανό, καθαρὸ φῶς
καὶ στὸν γαλάζιο πόντο ν\’ ἀρμενίσουν
ἐλεύθεροι νὰ πιστέψουν ζητοῦν
στὴν ἀνθρώπινη δύναμή τους ἀκέρια.
Τοὺς ἔταξαν τὴν πλήρη ἐλευθερία,
ἡ θυσία τοῦ αἵματος νὰ πληρωθεῖ.
Πιὸ βαριὰ ἡ δουλειὰ τοὺς δένει
κι ἡ προσπάθεια ποὺ αὐξαίνει ἐπίπονη,
δὲν ἀφήνει τὸ ἄνθισμα εὐτυχίας καλῆς.
Οἱ πιὸ καθαροὶ πόθοι ἄσπρα περιστέρια,
σκλαβωμένα χτυπιοῦνται, λαβώνονται ἀπάνθρωπα.
Τί ξέρουν αὐτοὶ καὶ δὲν μιλοῦν;
Ποιὰ σκληρότητα ἔμαθαν;
O Ἀχιλλέας κι οὒτ\’ ὁ Ὀδυσσέας
δὲν ξεκινοῦν στοὺς πολέμους, πιστεύοντας
στοὺς ὡραίους, κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους θεούς.
Στὰ μαρμαρένια γυμνάσια τῆς ἄψογης καλλονῆς
δὲν μπορεῖ ἀπ\’ τοὺς ἐφήβους κανείς,
ἄπληστος γιὰ τῆς ζωῆς τὸ λαμπρὸ μυστικό,
νὰ μιλήσει περήφανα, τὸν ἄκαμπτο
νὰ ὑμνήσει, τῆς ἀρετῆς τῶν ἰδεῶν, γέροντα.
Κανεὶς δὲν περιμένει,
ἔχασε τὴν δόξα της ἡ χαρὰ τῆς ἀναμονῆς,
τὸν ἄσπιλό τῆς κόρης ἔρωτα, ὄνειρο ἀπείραχτο
νὰ χαρίζει τὸ μήνυμα ἄλλης ζωῆς.
Τί θὰ κάνουν οἱ νεώτατοι,
ὅταν τὸ ξεγέλασμα τῆς ὁρμῆς,
δὲν γίνεται ἀπαράμιλλη ὀπτασία;
Ὅταν, πρὶν ἀρχίσουν τῆς ζωῆς
τὴν τυραννικὴν δοκιμασία, γνωρίζουν
τὸ τέρμα κλειστό, τὴν περιπέτεια δίβουλη;
Ὅταν τόσο γνωρίζουν, ποὺ δὲν ἐλπίζουν
στὴν ἔξοχη νίκη τῆς ἀρετῆς.
Ἄγγελος δὲν φαίνεται κανείς,
τῆς πικρίας τὸ ποτήρι νὰ τοῦ προσφέρει.
Μονάχος ὁ ἔφηβος θὰ τὸ φέρει
στὰ πικρά, σιωπηλὰ χείλη του,
ὅπου κανένας λόγος προσευχῆς,
προσφυγῆς δὲν ἀνθεῖ, δὲν καλεῖ τὸν πατέρα,
τὴ στιγμὴ τῆς φριχτῆς δοκιμῆς,
τῆς ἀμείλιχτης μοναξιᾶς, τῆς ἀπιστίας,
τῆς πιὸ μεγάλης δοκιμασίας τοῦ ἀνθρώπου.