Ὁρισμένοι συναξαριστὲς ἀναφέρουν ὅτι ὁ Ἰερόθεος ἦταν ἀρεοπαγίτης, ὅπως καὶ ὁ ἅγιος Διονύσιος. Διδάχτηκε τὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο, βαπτίσθηκε καὶ χειροτονήθηκε ἀπ᾿ αὐτὸν ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν. Καὶ κατόπιν εἰσήγαγε τελειότερα στὰ δόγματα περὶ Χριστοῦ τὸν μαθητὴ του, Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη. Ἀλλὰ ὁ Μ. Γαλανὸς στὸ Συναξαριστή του ἀναφέρει ὅτι, εἶναι ἀδύνατο νὰ διδάχτηκε ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο ὁ Ἰερόθεος πρῶτος τὴ χριστιανικὴ πίστη, διότι οἱ Πράξεις βεβαιώνουν ῥητὰ ὅτι πρῶτος πίστεψε μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου ὁ Διονύσιος. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν Ἀρεοπαγίτης ἢ ἀκόμα σπουδαιότερο, πρῶτος ἐπίσκοπός της ἐκκλησίας Ἀθηνῶν, ἦταν δυνατὸν νὰ παραλειφθεῖ μία τέτοια μεγάλη φυσιογνωμία γιὰ νὰ συμπεριληφθεῖ ἁπλὰ στὴ γενικὴ ἔκφραση «ὅτι ἐπίστευσαν καὶ ἕτεροι»;
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν λογικότερο εἶναι -συνεχίζει ὁ Μ. Γαλανός- νὰ δεχτοῦμε, ὅτι μᾶλλον ὁ Ἰερόθεος πίστεψε κατόπιν τοῦ Διονυσίου καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν διδάχτηκε, ἀφοῦ ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁ Παῦλος.Ἀλλ᾿ ὅπως καὶ ἂν ἔχουν τὰ πράγματα, βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ Ἰερόθεος ἦταν ἄνδρας μεγάλης κοινωνικῆς παιδείας, ἔκανε πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ ἐργάστηκε γιὰ τὸ ποίμνιό του μὲ πίστη καὶ πολὺ ζῆλο. Σύμφωνα μάλιστα μὲ κάποια παράδοση, ὁ Ἰερόθεος ἦταν παρὼν καὶ κατὰ τὴν κοίμηση τῆς Παναγίας στὴν Ἱερουσαλήμ.
Ἦχος δ’.
Χρηστότητα ἐκδιδαχθείς, καὶ νήφων ἐν πᾶσιν, ἀγαθὴν συνείδησιν ἱεροπρεπῶς ἐνδυσάμενος, ἤντλησας ἐκ τοῦ Σκεύους τῆς ἐκλογῆς τὰ ἀπόῤῥητα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσας, τὸν ἴσον δρόμον τετέλεκας, Ἱερομάρτυς Ἱερόθεε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου ἠλίευσαι, ταὶς θεηγόροις πλοκαίς, καὶ ὅλος γεγένησαι, ἱερωμένος Θεῶ, σοφὲ Ἰερόθεε, σὺ γὰρ φιλοσοφίας, ταὶς ἀκτίσιν ἐκλάμπων, ὤφθης θεολογίας, ἀκριβοὺς ὑποφήτης, δι’ ἧς μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τὰ κρείττονα.
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν Ἱεράρχην Ἀθηνῶν ἀνευφημοῦμέν σε, ὡς μυηθέντες διὰ σοῦ ξέvα καὶ ἄῤῥητα, ἀνεδείχθης γὰρ θεόληπτος ὑμvολόγος. Ἀλλὰ πρέσβευε παμμάκαρ. Ἱερόθεε, ἐκ παντοίων συμπτωμάτων ἡμᾶς ῥύεσθαι, ἵνα κράζωμεν· Χαίροις Πάτερ Θεόσοφε.
Ἡ Δομνίνη ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια. Συνελήφθη μαζὶ μὲ τὶς κόρες της Βερνίκη καὶ Προσδόκη, ἀπὸ τὸν εἰδωλολάτρη ἄντρα της, διότι πίστευαν στὸ Χριστό. Στὶς πιέσεις του, προτίμησαν νὰ πνιγοῦν καὶ οἱ τρεῖς στὸ ποτάμι, παρὰ νὰ χάσουν τὴν τιμὴ καὶ τὴν πίστη τους.Ἐδῶ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε μερικὰ λόγια τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου σὲ μετάφραση, ἀπὸ τὸν ἐγκωμιαστικὸ λόγο του πρὸς τὶς Ἁγίες αὐτές.
Λέει, λοιπόν:
«Ἂς τὸ ἀκούσουν καὶ μητέρες καὶ θυγατέρες, καὶ ἔτσι οἱ θυγατέρες ἂς ὑπακούουν στὶς μητέρες, οἱ μητέρες ἂς παιδεύουν ἔτσι τὶς θυγατέρες, ἔτσι ἂς ἀγαποῦν τὰ τέκνα τους.Εἰσῆλθε λοιπὸν ἡ μητέρα στὸ μέσον τοῦ ποταμοῦ, ἔχοντας ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὶς θυγατέρες της, ἡ μητέρα ποὺ εἶχε ἀνάμεσα στὶς ἀπειρόγαμες τὸν ἄνδρα, καὶ ἔτσι τελοῦνταν ἐκεῖ ὁ γάμος τῆς παρθενίας, μὲ ἐκεῖνον ποὺ βρισκόταν ἀνάμεσά τους, καὶ ὁ βρισκόμενος ἀνάμεσά τους ἦταν ὁ Χριστός.Σὰν ῥίζα λοιπὸν δένδρου, ποὺ ἔχει δυὸ βλαστοὺς φυόμενους ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἔτσι καὶ ἡ μακαρία τότε ἐκείνη εἰσήρχετο στὸ ποτάμι ἔχοντας τὶς παρθένες αὐτὲς ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος καὶ παρέδινε αὐτὲς στὴν ὁρμὴ τῶν ὑδάτων καὶ ἔτσι πνίγονταν ἢ καλύτερα δὲν πνίγονταν, ἀλλὰ βαπτίζονταν βάπτισμα πρωτάκουστο καὶ παράδοξο».
(Ε.Π.Ε., τόμος 37ος).
Ὁ Αὔδακτος ἦταν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ εἶχε τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Μαξιμίνο ἔπαρχος, διότι ἦταν πολὺ συνετὸς καὶ πλούσιος.
Ὅταν ὅμως ὁ Μαξιμίνος ζήτησε τὴν κόρη του Καλλισθένη γιὰ γυναῖκα του, ὁ Αὔδακτος δὲν θέλησε νὰ τὴν δώσει σ᾿ ἕναν εἰδωλολάτρη.Γι᾿ αὐτὸ ἅρπαξαν τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὸν ἐξόρισαν στὴ Μελιτινή, ὅπου τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἡ δὲ κόρη του Καλλισθένη, ἀφοῦ κουρεύτηκε καὶ φόρεσε ἀνδρικὰ ῥοῦχα, κρυβόταν κάπου στὴ Νικομήδεια.Ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια πῆγε στὴ Θρᾴκη. Ἐκεῖ ἔμενε κοντὰ σὲ μία οἰκογένεια, ποὺ εἶχε κόρη μὲ ἄῤῥωστους τους ὀφθαλμούς.Ἡ Καλλισθένη τὴν θεράπευσε καὶ οἱ γονεῖς ζητοῦσαν νὰ τὴν παντρέψουν μὲ τὴν θεραπευμένη κόρη τους. Τότε ἡ Καλλισθένη φανέρωσε τὴν ἀλήθεια γι᾿ αὐτὴν καὶ ὅλοι μαζὶ ἀφοῦ δόξασαν τὸ Θεό, ἔφυγε.Τότε γνωρίστηκε μὲ τὴν ἀδελφὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου Κωνσταντία καὶ κατάφερε, ὄχι μόνο νὰ πάρει πίσω τὴν περιουσία τοῦ πατέρα της, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταφέρει τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου πατέρα της ἀπὸ τὴν Μελιτινὴ στὴν Ἔφεσο, ὅπου ἔκτισε Ναὸ στὸ ὄνομά του καὶ ἐναπόθεσε τὸ ἅγιο λείψανό του.Ἔτσι ἀποστολικὰ ἀφοῦ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της ἡ Καλλισθένη, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Λαμπάδος τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάισμα καὶ θαυματουργὸς ὄντως ὤφθης, Ἰωάννη Πατὴρ ἠμῶν Ὅσιε. Νηστεία κατατήξας τῆς σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς, ὅθεν χάριν ἰαμάτων ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξω, θεόπνευστε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πάσιν ἰάματα.
Λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.