
Εὐσέβείας τοῖς τρόποις καλλωπιζόμενος, ἀθλητικῆς ἀγλαΐας ὤφθης σοφέ κοινωνός, πρὸς ἀγῶνας ἀνδρικούς παραταξάμενος· ὅθεν ὡς λύχνος φωταυγής, τῶν θαυμάτων τὰς βολάς, ἐκλάμπεις τῇ οἰκουμένῃ, Ἀρτέμιε Ἀθλοφόρε, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Ὀνομαζόταν Μαρία καὶ γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βολισσὸς τῆς Χίου ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους, τὸν Λέοντα καὶ τὴν Ἄννα. Ἕξι ἄλλες ἀδελφὲς τῆς Μαρίας, μεγαλύτερές της, παντρεύτηκαν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, περιζήτητες νύφες γιὰ τὴν ὀμορφιά, τὴν ἀνατροφὴ καὶ γιὰ τὴν καλὴ προῖκα τους.
Ἡ μικρότερη ἀφοσιώθηκε στὴ μελέτη τῶν θείων καὶ ἀσχολεῖτο θερμὰ μὲ φιλανθρωπικὰ καθήκοντα. Ἔτσι θέλησε νὰ ἀκολουθήσει ἄλλο δρόμο.Ἡ τακτικὴ ἐπαφή της μὲ τὶς καλογριὲς τῶν γυναικείων μοναστηριῶν τοῦ νησιοῦ, ἔκανε τὴν Μαρία νὰ ποθήσει τὴν ἁγνὴ μοναχικὴ ζωή. Ἀλλ᾿ ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς γονεῖς της, τὴν συγκρατοῦσε στὸ πατρικό της σπίτι. Ὅταν ὅμως αὐτοὶ πέθαναν, ἡ Μαρία δοκίμασε τὴν μοναχικὴ ζωὴ κοντὰ σὲ μία εὐσεβῆ χῆρα, ποὺ ἀσκήτευε μὲ τὶς δυὸ θυγατέρες της.Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν μοναχικὴ ἐμπειρία, ἀποφάσισε νὰ προσχωρήσει στὶς μοναχικὲς τάξεις. Χειροτονήθηκε λοιπὸν μοναχὴ καὶ μετονομάσθηκε σὲ Ματρώνα. Ἡ διαγωγή της μέσα στὴ μικρὴ ἀδελφότητα ἦταν ἄριστη. Ἡ διάθεσή της πάντοτε ἀγαθή, φιλάδελφη, ταπεινὴ καὶ ἐγκάρδια. Μάλιστα, ἀπὸ τὰ ἔσοδα τῆς πώλησης τῆς περιουσίας της, κτίστηκε στὸ μοναστήρι ὡραιότατος ναός. Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρόνο, πέθανε ἡ γυναῖκα ποὺ κοντά της ἡ Ματρώνα γυμνάστηκε στὴ μοναχικὴ ζωή.
Τότε ὅλες οἱ μοναχὲς ἀπὸ κοινοῦ, ἐξέλεξαν ἡγουμένη -παρὰ τὴ θέλησή της- τὴν Ματρώνα. Ὑπὸ τὶς ὁδηγίες της ἡ ἀδελφότητα ζοῦσε μὲ πολλὴ ἐγκράτεια, ὑπακοὴ καὶ εὐσέβεια.Τὸ 1462 ἡ Ματρώνα πέθανε, ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ πραγματικὰ ἁγία.[Ἄλλες πηγὲς ὑπολογίζουν τὸν χρόνο κοιμήσεως τῆς Ἁγίας 100 περίπου χρόνια πρὶν τὸ 1462, διότι ἡ πρώτη βιογραφία της γράφτηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ῥόδου Νεῖλο (1357)].
Οὐδαμῶς τὸ θῆλυ σοι, ἐμποδών ὤφνη Ματρώνα, πρὸς τοὺς ὑπέρ ἄνθρωπον ἀγῶνας ὄντως καὶ ἄθλους ἤσχυνας, διὰ τὸν μέγαν νοῦν Θεοφόρε, εὔφρανας, τὸ γυναικεῖον μεγάλως γένος, τὰ ἐκείνου ταῖς σαῖς νίκαις, προσαφελοῦσα τῆς ἥττης τὸ όνειδος.
Μεγαλυνάριον

Γεννήθηκε τὸ 1509 στὰ Τρίκαλα τῆς Κορινθίας. Καταγόταν ἀπὸ τὴν ἐπίσημη οἰκογένεια τῶν Νοταράδων καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Δημητρίου καὶ τῆς Καλῆς.Ἀπὸ μικρὸς ἔλαβε χριστιανικὴ καὶ ἀρχοντικὴ ἀνατροφὴ καὶ διακρινόταν στὸ σχολεῖο γιὰ τὴν εὐστροφία καὶ τὴν εὐφυΐα τοῦ μυαλοῦ του. Εὐγενικὴ ψυχὴ ὁ Γεράσιμος, συμπαθοῦσε τοὺς φτωχοὺς συμμαθητές του καὶ τοὺς βοηθοῦσε μὲ κάθε τρόπο.Ὅταν ἔφτασε σὲ ὥριμη ἡλικία, περιηγήθηκε διάφορα μέρη, ὅπως τὴν Ζάκυνθο, τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὰ γύρω ἀπ᾿ αὐτή, τὸ Ἅγιον Ὄρος, διάφορες Μονὲς τῆς Ἀνατολῆς γιὰ νὰ μείνει στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ ὑπηρέτησε σὰν νεωκόρος γιὰ ἕνα χρόνο στὸν Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ ἀργότερα Πρεσβύτερος, ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Γερμανό.
Κατόπιν ἔφυγε καὶ ἀπὸ κεῖ καὶ κατέληξε στὴν τοποθεσία Ὁμαλά της Κεφαλονιᾶς, ὅπου ἔκτισε γυναικεῖο Μοναστήρι καὶ τὸ ὀνόμασε Νέα Ἱερουσαλήμ. Στὴ Μονὴ αὐτὴ λοιπόν, ἀφοῦ ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ἀνέπτυξε μεγάλες ἀρετές, βοηθῶντας πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ τοὺς κατοίκους τῆς Κεφαλονιᾶς, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 1579, σὲ ἡλικία περίπου 70 ἐτῶν. (Κυρίως αὐτὴ τὴν μέρα ἑορτάζεται ἡ μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του 1580-81).
ἈπολυτίκιονΉχος α\’. Αυτόμελον.Τῶν Ὀρθοδόξων προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καὶ θαυματουργῶν θεοφόρον νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοί θεῖον Γεράσιμον ὅτι ἀξίως παρά Θεοῦ άπείληφεν, ἱαμάτων τὴν ἀέναον χάριν ρώννυσι τοὺς νοσοῦντας καὶ δαιμονῶντας ἱᾶται. Διό καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἱάματα.