
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ Συναξαριστή του ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε ἐπὶ βασιλείας Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ καὶ γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸ 370 μ.Χ. Ἀνεψιὸς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου ὁ Κύριλλος, ἔλαβε μεγάλη θεολογικὴ μόρφωση, ὥστε ἔγινε κατόπιν διάδοχος τοῦ θείου του, στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο Ἀλεξανδρείας.
Ὅταν ἔγινε ἡ Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ 431 μ.Χ. στὴν Ἔφεσο, ὁ Κύριλλος ὑπῆρξε πρόεδρος αὐτῆς καὶ συνετέλεσε νὰ γκρεμιστοῦν οἱ κακοδοξίες τοῦ δυσσεβοὺς Νεστορίου, γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου. Μὲ πολλὰ πνευματικὰ κατορθώματα στὸ ἐνεργητικό του, ὁ Κύριλλος παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο τὴν 27η Ἰουνίου τοῦ 444 μ.Χ., ἀφοῦ πατριάρχευσε γιὰ 32 περίπου χρόνια.
Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ χαρακτήριζε ἰδιαίτερα τὴν ζωή του Ἁγίου Κυρίλλου, ἦταν ἡ ἀρετή του, ποὺ μᾶς θυμίζει τοὺς λόγους τοῦ σοφοῦ Παροιμιαστῆ, ὅτι ἡ «δικαιοσύνη ἀμώμους ὀρθοτομεῖ ὁδούς». Ἡ ἀρετή, δηλαδή, χαράσσει ἄψογο καὶ εὐθὺ τὸ δρόμο τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἔπειτα, «ὁ πεποιθὼς τὴν ἑαυτοῦ ὁσιότητι δίκαιος», ποὺ σημαίνει, ἐκεῖνος ποὺ στηρίζεται στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς, θὰ εἶναι δίκαιος καὶ εὐλογημένος μπροστὰ στὸ Θεό.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς κῦρος οὐράνιον θεολογία ἡ σή, βραβεύει ἐν πνεύματι τῇ ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ τὴν χάριν τὴν ἔνθεον• σὺ γὰρ καθυπογράψας τῆς Τριάδος τὴν δόξαν, μύστης τῆς Θεοτόκου καὶ ὑπέρμαχος ὤφθης, παρ’ ἧς λαμπρῶς ἐδοξάσθης, ἱεράρχα Κύριλλε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ.δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Κύριλλε σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπέρ ἡμῶν.
Ἄβυσσον ἡμῖν, δογμάτων θεολογίας, ἔβλυσας σαφῶς, ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ Σωτῆρος, τὰς αἰρέσεις κατακλύζουσαν μακάριε, καὶ τὸ ποίμνιον ἀλώβητον, τρικυμίαις διασώζουσαν, τῶν περάτων καὶ γὰρ Ὅσιε, ὑπάρχεις καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰς τῶν αἱρέσεων πλοκὰς διαρρήξας, ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Χριστοῦ θείοις λόγοις, τὴν Ἐκκλησίαν Κύριλλε ἐπλούτισας, πάντα τὰ ζιζάνια, Νεστορίου ἐκκόψας· ὅθεν καὶ παρίστασαι, σὺν Ἀγγέλων χορείαις, Χριστῷ πρεσβεύων μάκαρ ἐκτενῶς, πᾶσι πταισμάτων, δωρήσασθαι ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον
Ρήτωρ εὐσεβείας ἀναδειχθείς, δογμάτων τὸν λόγον, θεηγόρως διατρανοῖς, καὶ τὴν τοῦ Σωτῆρος, πανάφθορον Μητέρα, κηρύττεις Θεοτόκον, πάνσοφε Κύριλλε.
—————————————————————————-
Στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν Σαθωρίου (330), ζοῦσε κάποιος Ἱερέας, Παῦλος ὀνομαζόμενος, κοντὰ σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνομαζόταν Ἄζα. Ἦταν πλούσιος καὶ φιλοχρήματος, καὶ εἶχε μαζί του καὶ πέντε κανονικές, δηλαδὴ παρθένες, μοναχές, ποὺ ἦταν στολισμένες μὲ τὴν λαμπρότητα τῶν ἀρετῶν.
Αὐτὸς λοιπόν, ἱερουργοῦσε καὶ συνέψαλλε μ᾿ αὐτές, καὶ ὅσα χρήματα ἔδιναν σ᾿ αὐτὸν οἱ κανονικές, αὐτὸς τὰ θησαύριζε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὅταν ὅμως ἔγινε γνωστό, ὅτι ὁ πρεσβύτερος Παῦλος ἦταν πλουσιότατος, οἱ Πέρσες ζήτησαν, μὲ τὴν ἀπειλὴ ὅτι θὰ τὸν θανατώσουν, ἢ νὰ ἀρνηθεῖ αὐτὸς καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν παρθένες τὴν θρησκεία του, ἢ νὰ παραδώσει τοὺς θησαυρούς του.
Αὐτὸς τότε, προτίμησε τὸν πλοῦτο καὶ δέχτηκε τὴν θρησκεία τῶν Περσῶν. Τὶς δὲ παρθένες, ποὺ ἀρνήθηκαν ν᾿ ἀκολουθήσουν τὸ προδοτικὸ παράδειγμά του καὶ ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό, ἔσφαξε ὁ ἴδιος με τὰ χέρια του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς δὲν πρόλαβε νὰ χαρεῖ τὸν πλοῦτο του. Οἱ Πέρσες προκειμένου νὰ πάρουν καὶ τοὺς θησαυρούς του, τὸ ἑπόμενο βράδυ τὸν ἔπνιξαν.
(Ἡ μνήμη τους, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 26η Σεπτεμβρίου).
—————————————————————————-
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. Δὲν ὑπάρχουν ἄλλα βιογραφικά του στοιχεῖα, μόνον ἁγιογραφία του.
—————————————————————————-
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος (Ῥῶσος)
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Τσερνάφσκα στὶς 10 Ἰανουαρίου τοῦ 1815 στὴν ἐπαρχία Ὀρλώφ, ἀπὸ πατέρα Ἱερέα. Κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν Γεώργιος Βασίλιεβιτς Γοβόρωφ. Μετὰ τὰ πρῶτα του γράμματα μπῆκε στὸ Σεμινάριο τοῦ Ὀρλὼφ (1831-37) καὶ ἀργότερα ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου (1837-41).
Τὸ 1841 χειροτονήθηκε διάκονος καὶ σὲ λίγους μῆνες Ἱερέας. Διορίστηκε καθηγητὴς τῆς Ἠθικῆς, τῆς Φιλοσοφίας, τῆς Ψυχολογίας, τῆς Λογικῆς καὶ τῶν Λατινικῶν σὲ διάφορες σχολὲς καὶ ἀκαδημίες. Τὸ 1847 ἦλθε στὰ Βαλκάνια καὶ γιὰ ἑπτὰ χρόνια μελετᾷ τὸν ἑλληνορθόδοξο μοναχισμό.
Τὸ 1857 ἔγινε πρύτανης τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Πετρουπόλεως καὶ συγχρόνως ἐπιθεωρητὴς τῶν θρησκευτικῶν. Τὸ 1859 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας Ταμπὼφ καὶ ἀργότερα ἀναλαμβάνει τὴν ἕδρα τῆς ἐπαρχίας Βλαδιμήρ. Τὸ 1866, μετὰ 25 χρόνια πολύπλευρης καὶ καρποφόρας ἐκκλησιαστικῆς διακονίας, ἀφήνει τὴν ἐπαρχία του καὶ κλείνεται σ᾿ ἕνα φτωχικὸ κελλὶ στὴν ἔρημο Βισένκ.
Ἐκεῖ θὰ ζήσει ἔγκλειστος τὰ ὑπόλοιπα 28 χρόνια τῆς ζωῆς του. Ὑπῆρξε πολυγραφότατος καὶ τὰ συγγράμματά του εἶναι κλασικὰ καὶ χωρίζονται σὲ ἠθικά, ἑρμηνευτικὰ καὶ μεταφραστικά. Πέθανε τὸ 1894 καὶ ἡ Ῥωσικὴ Ἐκκλησία τὸν ἁγιοποίησε μετὰ ἕνα αἰῶνα.
—————————————————————————-
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
—————————————————————————-
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
—————————————————————————-
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
—————————————————————————-
Ἄγνωστοι στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου. Ἀναφέρονται στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Delehaye χωρὶς βιογραφικὸ σημείωμα. Σὲ δυὸ δὲ Κώδικες, τὸν 1575 φ. 112 τῆς Παρισινῆς Βιβλιοθήκης καὶ τὸν Δ 10 φ. 15 τῆς Λαύρας, ὑπάρχει κοινὴ Ἀκολουθία τους ἀπὸ τὸν Ὑμνογράφο Ἰωσήφ.
Τὴ μνήμη τους ἀναγράφει καὶ ὁ ὑπ᾿ ἀριθ. 53 Κώδικας τῶν Βλατέων.
—————————————————————————-

Ὁ Ὅσιος Κύριλλος, κατὰ κόσμον Κοσμᾶς, ἐγεννήθηκε, τὸ 1337, στὴ Μόσχα ἀπὸ εὐσεβὴ καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ ἐνωρὶς ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ Σιμονὼφ τῆς ὁποίας, τὸ 1390, ἀναδείχθηκε ἡγούμενος. Πολυάριθμοι προσκυνητὲς ἐπισκέπτονταν τὴ μονή, γιὰ νὰ δοῦν τὸν Ὅσιο καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία καὶ τὶς πνευματικὲς συμβουλές του.
Ὀ Ὅσιος, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἄρχισε νὰ ψάχνει γιὰ τὴν τέλεια ἐρημία καὶ ἡσυχία. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας μιὰ νύχτα ἄκουσε τὴ φωνὴ μέσα σὲ οὐράνιο φῶς, ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν περιοχὴ τῆς Λευκῆς Λίμνης, στὴν περιοχὴ Βολογκόντσκαϊα, καὶ ἄρχισε νὰ ἀσκεῖται ὡς ἐρημίτης. Ἐκεῖ, τὸ 1397, ἄρχισε νὰ κτίζει ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν ἄρχισε νὰ αὐξάνει καὶ τὸ Τυπικὸ τῆς μονῆς, ποὺ ἔγραψε ὁ Ὅσιος γιὰ τὴν Ἀδελφότητα, προέβλεπε μὲ αὐστηροὺς κανόνες τὴν ἄσκηση καὶ τὴ σιωπή. Ὁ Ὅσιος Κύριλλος εἶχε ὁμιλήσει προσωπικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Στέργιο τοῦ Ραντονὲζ († 5 Ἰουλίου) καὶ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1427.
—————————————————————————-
Ὁ Ὅσιος Κολούμπα ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Γκάρταν τῆς Δονεγάλης στὴν Ἰρλανδία στὶς 7 Δεκεμβρίου τοῦ 521 μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ βασιλικὴ οἰκογένεια. Ἐμαθήτευσε πλησίον διακεκριμένων διδασκάλων καὶ ἐνωρὶς ἀπεφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὸ μοναχικὸ βίο. Μετὰ τὴν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία του ἐργάσθηκε ὡς ἱεραπόστολος στὴν Ἰρλανδία καὶ ἵδρυσε μοναστήρια στὶς περιοχὲς Ντέρρυ καὶ Ντάροου.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πατρίδα του γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Κάποτε παρεκάλεσε τὸν παλαιό του διδάσκαλο Φιννιανὸ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἀντιγράψει τὸ Ψαλτήριό του, ἀλλ’ ὁ Φιννιανός, ἄγνωστο γιατί, ἀρνήθηκε νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του. Ὁ Κολούμπα τὸ ἀντέγραψε χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Φιννιανοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀνεκάλυψε τὴν πράξη τοῦ μαθητοῦ του, ἐζήτησε νὰ κρατήσει τὸ ἀντίγραφο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τὸ γεγονὸς ἔλαβε διαστάσεις καὶ ἔφθασε πρὸς ἐκδίκαση μέχρι τοῦ βασιλέους Ντέρμοτ, ὁ ὁποῖος ἀποφάνθηκε ὑπὲρ τοῦ Φιννιανοῦ. Ὁ Ὅσιος δυσαρεστήθηκε ἀκόμη περισσότερο, ὅταν ὁ βασιλεὺς Ντέρμοτ διέταξε τὴν ἐκτέλεση κάποιου ἐχθροῦ του, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος εἶχε προσφέρει ἄσυλο ἐντὸς τῆς μονῆς.Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁδήγησε δύο ἰρλανδικὰ φύλα σὲ μικρὴ πολεμικὴ σύρραξη, στὴν ὁποία καὶ ὁ Ὅσιος διεδραμάτισε κάποιο ρόλο ἀσυμβίβαστο πρὸς τὴν ἱερατική του ἰδιότητα. Γιὰ τὴν πράξη του αὐτὴ καταδικάσθηκε ἀπὸ Σύνοδο σὲ ἀφορισμό, ἡ ποινή του ὅμως μετατράπηκε σὲ ἰσόβια ἐξορία, μετὰ ἀπὸ μεσιτεία καὶ παράκληση τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, καλουμένου καὶ αὐτοῦ Φιννιανοῦ.
Ὁ Ὅσιος συνοδευόμενος ἀπὸ δώδεκα μαθητές του, ἀναχώρησε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη του πατρίδα καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ μία μικρὴ νῆσο, καλουμένη Ἰόνα, κοντὰ στὶς ἀκτὲς τῆς Σκωτίας. Μὲ τὴν παρουσία του, τὸ ἄγνωστο αὐτὸ νησὶ κατέστη περίφημο καὶ θεωρεῖται μέχρι σήμερα ἁγία νῆσος. Ἐκεὶ ἵδρυσε περιώνυμη μονὴ μὲ ἑκατοντάδες μοναχῶν, ποὺ ἀγωνίζονταν νὰ εὐαρεστήσουν τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἄσκησή τους. Ἐπὶ πλέον ἡ μονὴ αὐτὴ ἔγινε τὸ σπουδαιότερο ἴσως ἐκκλησιαστικὸ κέντρο καὶ διδακτήριο κληρικῶν καὶ ἱεραποστόλων τῆς Κελτικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁρμώμενοι ὁ Ὅσιος Κολούμπα καὶ οἱ μαθητές του ἐκήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Σκωτία. Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ ἀκάματος αὐτὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἵδρυσε στὴ Σκωτία καὶ Βόρεια Ἀγγλία περὶ τὶς ἑκατὸ μονές, πιθανότερο ὅμως εἶναι ὅτι μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς ἱδρύθηκαν ἀπὸ τοὺς μαθητές του.
Ὁ Ὅσιος Κολούμπα ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη κάποιο Σάββατο ἢ Κυριακὴ πρὸς τὴν 9η Ἰουνίου τοῦ 597 μ.Χ. Τὴν προηγούμενη ἡμέρα, κατὰ μία ὡραία παράδοση, τὸ γέρικο λευκὸ ἄλογό του, τοῦ ὁποίου ἐπέβαινε ἐπὶ πολλὰ χρόνια κατὰ τὶς ἀτέλειωτες ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες του, ἦλθε μὲ δάκρυα καὶ ἀπέθεσε τὴν κεφαλή του ἐπὶ τοῦ στήθους τοῦ Ὁσίου. Ὅταν τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ἐνωρὶς τὸ πρωΐ, οἱ μοναχοὶ ἐσηκώθηκαν γιὰ τὸν Ὄρθρο, εἶδαν τὸ ναὸ ἀπαστράπτοντα ἀπὸ οὐράνιο φῶς καὶ εἰσελθόντες εὑρῆκαν τὸν κοιμηθέντα πνευματικό τους πατέρα νὰ προσεύχεται ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου.