Ὁ Kevin Carter γεννήθηκε στὶς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 1960 στὸ Parkmore, ἕνα μικρὸ προάστιο τοῦ Johannesburg. 34 χρόνια μετά, στὶς 27 Ἰουλίου 1994, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή, αὐτοκτονώντας μὲ μονοξείδιο τοῦ ἄνθρακα στὸ πίσω μέρος τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ του. Δίπλα του, ἕνα σύντομο σημείωμα, ἐξηγοῦσε τοὺς λόγους πού τὸν ὁδήγησαν σ\’ αὐτὴν τὴν πράξη.
Ἀρκετὰ νωρίς, στὰ 23 του χρόνια ὁ Carter ξεκίνησε νὰ φωτογραφίζει γιὰ τὶς ἀθλητικὲς σελίδες τῆς τοπικῆς Sunday Express. Λίγο ἀργότερα, στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ \’80, ὅταν κάλυπτε γιὰ τὸ περιοδικὸ Star τὸν ξεσηκωμὸ στὴν Ἀφρική, εἶδε τὴν καριέρα του νὰ ἀπογειώνεται καὶ τὶς φωτογραφίες του νὰ φιγουράρουν στὸ ἐξώφυλλο τοῦ Time.
Δουλεύοντας ὡς "κυνηγὸς" φωτογραφίας γιὰ τὸ Reuters καὶ τὴν Sygma Photo NY καὶ ἔχοντας τὴ θέση διευθυντῆ φωτογραφίας στὴν Mail&Gaurdian, ὁ Kevin ἀφιέρωσε τὴν καριέρα του καλύπτοντας τὶς τρέχουσες διενέξεις στὴ Νότια Ἀφρική. Ἡ φωτογραφικὴ ἀποτύπωση τοῦ apartheid τοῦ ἔδωσε μεγάλη δημοσιότητα. Οἱ δουλειὲς του ἄρχισαν νὰ ταξιδεύουν σύντομα σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ νὰ ἀποφέρουν ἀρκετὰ δημοσιογραφικὰ βραβεῖα.
Τὸ Μάρτιο τοῦ 1993 ὁ Carter ταξίδεψε μαζὶ μὲ τὸ βοηθό του, Joao Silva, στὸ νότιο Σουδᾶν γιὰ νὰ φωτογραφίσει τὶς κινήσεις τοῦ τοπικοῦ ἐπαναστατικοῦ κινήματος. Συγκλονισμένος ἀπὸ τὶς εἰκόνες φτώχειας καὶ ἐξαθλίωσης πού ἀπαθανάτισε μὲ τὸ φωτογραφικὸ φακό του, ἄρχισε νὰ ἑτοιμάζει ἕνα ρεπορτὰζ γιὰ τὰ θύματα τῆς πείνας πού καθημερινὰ ἔχαναν τὴ ζωή τους.
Στὸ μικρὸ χωριὸ τῆς Ἁγιὸντ ἀντικρυσε ἕνα μικρὸ κορίτσι, γυμνό, σκελετωμένο, νὰ σέρνεται ἀπὸ τὴν πεῖνα. Λίγα μέτρα τὸ χώριζαν ἀπὸ τὸ σταθμὸ τροφοδοσίας πού εἶχε στήσει ὁ ΟΗΕ, ὅταν ἕνα ἁρπακτικὸ πουλὶ προσγειώθηκε λίγο πιὸ πίσω του. Ξέρουμε τί περιμένει πάντα ἕνα ὄρνιο…

\’Ἔξω ἀπὸ ἕνα βρώμικο δωμάτιο εἶδα ἕνα παιδί, ἕνα κοριτσάκι γυμνό, νὰ κείτεται στὸ ἔδαφος", ἐξομολογεῖται. "Τὸ φωτογράφιζα ὅταν ξαφνικὰ εἶδα ἕνα ὄρνιο νὰ στέκεται πίσω του καὶ νὰ περιμένει τὸ θάνατό του. Σταμάτησα γιὰ 20 λεπτά, ἀλλὰ τὸ πουλὶ παρέμενε ἐκεῖ. Τὸ καταδίωξα, κάθισα σὲ ἕνα δέντρο καὶ ἄρχισα νὰ κλαίω.".
Λίγες μέρες μετὰ οἱ New York Times ἀγόρασαν τὴ φωτογραφία, πού δημοσιεύτηκε στὸ ἑπόμενο φύλλο. Ἡ φωτογραφία προκάλεσε τὴν κοινὴ γνώμη, οἱ κραυγὲς διαμαρτυρίας ἦταν οὐρανομήκεις: γιατί δὲν βοήθησε τὸ κοριτσάκι ἀλλὰ περίμενε νὰ βγάλει τὴ φωτογραφία;
14 μῆνες μετά, στὶς 23 Μαΐου 1994, ὁ Kevin Carter ἀνέβαινε στὴ σκηνὴ τοῦ Low Memorial Library τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Columbia γιὰ νὰ παραλάβει τὸ Pulitzer Prize for Feature Photography.
Σὲ φίλους ἐμπιστεύτηκε ὅτι μετάνιωσε πού δὲ σήκωσε τὸ παιδὶ νὰ τὸ πάει στὸ σταθμὸ τροφοδοσίας καὶ δὲν ἀγνόησε τὶς γενικὲς δημοσιογραφικὲς ὁδηγίες πού θέλουν νὰ μὴν ἀγγίζουν δημοσιογράφοι θύματα γιὰ τὸ φόβο τῶν ἐπιδημιῶν. Παρόλα αὐτά, πολλοὶ συνάδελφοι τὸν κατηγόρησαν ὅτι "Κοιτάζοντας ἁπλὰ τὸ παιδὶ καὶ φωτογραφίζοντάς το, ἔγινε ὁ ἴδιος ἀκόμη ἕνα, πιὸ σύγχρονο, ὄρνιο.".
Οἱ ἐφιάλτες του μεγάλωναν μετὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ βραβείου. Οἱ Ἀμερικανοὶ τὸν πήγαιναν στὰ πολυτελῆ ἑστιατόρια τῆς Νέας Ὑόρκης καὶ ἀρνιόταν νὰ φάει. Δὲν κατέβαινε πιὰ τίποτα στὸ στομάχι του. Περιέπεσε σὲ βαθιὰ κατάθλιψη καὶ δὲ μιλοῦσε σὲ κανέναν. Μὲ τὸ λίγο κουράγιο πού τοῦ εἶχε ἀπομείνει, στοὺς ἐνοχλητικοὺς ἔλεγε: "ἂν δὲν μπορεῖτε νὰ βοηθήσετε πρακτικὰ νὰ σωθοῦν αὐτὰ τὰ παιδιὰ ἐκεῖ κάτω, φροντίστε νὰ μάθετε τί γίνεται ἐκεῖ κάτω". "Οἱ πιὸ πολλοί", ἔλεγε ἀργότερα μὲ πίκρα, "δὲν ἤξεραν ἂν τὸ Σουδᾶν εἶναι χώρα ἤ ἀραβικὸ γλυκό".
Τουλάχιστον μὲ αὐτὸ του τό ἔργο στοίχειωσε ὅλο τὸν κόσμο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐνισχυθεῖ σημαντικὰ ἡ ἀποστολὴ βοήθειας. Οἱ περισσότεροι τὸν κατηγόρησαν δριμύτατα, κάποιοι τὸν ἀμφισβήτησαν. Ἄξιζε ὅμως τὶς κατηγορίες; Αὐτὸ τὸ δίλημμα τὸ πλήρωσε μὲ τὴ ζωή του.
Δύο μῆνες μετά, στὶς 27 Ἰουλίου 1994, ὁ Cartrer ἔφτασε μὲ τὸ αὐτοκίνητό του, μέχρι τὸν ποταμὸ Braamfonteinspruit, πίσω ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι στὸ Parkmore. Προσάρμοσε ἕνα λάστιχο στὴν ἐξάτμιση τοῦ αὐτοκινήτου του καὶ τὸ κατηύθηνε στὸ ἐσωτερικό τοῦ ὀχήματος, κλείνοντας τὰ παράθυρα. Στὰ 34 του χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωή, πνιγμένος ἀπὸ θλίψη, τύψεις καὶ ἐνοχές.
Τὸ σημείωμα πού βρέθηκε δίπλα του ἦταν πολυσέλιδο, ἀλλὰ ἀκατάληπτο. Ἀπευθυνόταν στὸν Joao Silva, τὸν ἄλλο αὐτόπτη μάρτυρα ἐκείνης τῆς τραγικῆς φωτογράφισης καὶ μεταξὺ ἄλλων ἔλεγε:
"Ἀγαπητὲ Θεέ, ὑπόσχομαι ὅτι δὲ θὰ πετάξω πιὰ ἄλλο φαγητὸ στὰ σκουπίδια, ὅσο ἄνοστο κι ἂν εἶναι. Προσεύχομαι ὅτι θὰ προστατεύεις τὴν ψυχὴ αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ(…) πραγματικά, πραγματικὰ λυπᾶμαι. Ὁ πόνος τῆς ζωῆς ὑπερισχύει τῆς χαρᾶς σὲ σημεῖο ὅτι ἡ χαρὰ δὲν ὑπάρχει."
Ἔλενα Γαλανοπούλου
Περιοδικὸ "Καλειδοσκόπιο" [τ.30]