Ἐπιστολή 5, Μ. Βασιλείου, Στό Νεκτάριο Παρηγορητική

(Γράφηκε μᾶλλον τὸ 358/359 ἀπὸ τὰ Ἄννησα, ὅπου ὁ ἱερὸς ἄνδρας εἶχε ἀποσυρθεῖ γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ στὴν ἄσκηση. Εἶναι ἀπὸ τὰ πρῶτα του κείμενα καὶ ἀπὸ τὶς ἔξοχες στιγμὲς τοῦ ρήτορα Βασιλείου. Ἡ ρητορική του δεινότητα χρησιμεύει στὴν ἔκφραση τῶν πλουσίων καὶ εὐγενικῶν αἰσθημάτων του, χωρὶς νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ὀρθὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος τοῦ πόνου καὶ μάλιστα τοῦ θανάτου.)

Δὲν εἶχαν διαβεῖ τρεῖς ἤ τέσσερις μέρες, ποὺ μὲ χτύπησε ἡ εἴδηση γιὰ τὸ ἀβάσταχτο πάθημα. Ἔτσι, ἀκόμα μὲ βασάνιζε ἡ ἀμφιβολία. Γιατί αὐτὸς ποὺ ἔφερε τὸ θλιβερὸ μήνυμα, δὲν μπόρεσε νὰ μᾶς ἱστορήσει ξεκάθαρα τὸ γεγονός. Λοιπόν, πῶς νὰ τὸ ἔπαιρνα ἀπόφαση ὅτι ἦταν ἀλήθεια; Δυσκολευόμουν νὰ παραδεχθῶ ὅ,τι ἄκουσα. Ὅποτε, παίρνω γράμμα ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο, ποὺ ἐπιβεβαίωνε πέρα ὡς πέρα τὴν ἀπευκταία ἀγγελία. Περιττὸ νὰ σοῦ πῶ πόσο στέναξα καὶ τί δάκρυα ἔχυσα. Κι ἦταν ἑπόμενο. Γιατί ποιὸς θὰ εἶχε τόσο πέτρινη καρδιὰ ἤ καμωμένη ὁλότελα ἔξω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὥστε νὰ μὴν αἰσθανθεῖ τίποτα γι\’ αὐτὸ τὸ συμβὰν ἤ ἡ ψυχή του νὰ νιώσει μονάχα μικρὴ λύπη;

Τί εἶχε συμβεῖ; Ὁ διάδοχος λαμπροῦ σπιτιοῦ, τὸ στήριγμα τῆς γενιᾶς, ἡ ἐλπίδα τῆς πατρίδας, τὸ βλαστάρι γονιῶν εὐσεβῶν, ποὺ ἀνατράφηκε μέσα σὲ μύριες εὐχές, ἀποσπάσθηκε, στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης ὄντας, ἀπὸ τὰ πατρικὰ χέρια καὶ πάει, ἔφυγε. Αὐτά, ποιὰ διαμαντένια φύση δὲν θὰ ἔλειωναν καὶ δὲν θὰ κινοῦσαν σὲ συμπόνια;

Λοιπόν, καθόλου παράξενο, πὼς καὶ τὰ δικά μας κατάβαθα ἄγγιξε τὸ κακό. Γιατί ἀνέκαθεν σᾶς νιώθαμε τόσο κοντά μας κι εἴχαμε τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες σας σὰν δικές μας. Ὡς τώρα, βέβαια, φαίνονταν λιγοστὰ ὅσα σᾶς στενοχωροῦσαν. Ἀντίθετα, εἶχε κανεὶς τὴν ἐντύπωση πὼς τὸ περισσότερο μέρος τῆς ζωῆς σᾶς κυλοῦσε εὐχάριστα. Ἀλλὰ μὲ μιᾶς, τί ἔγινε; Ἀπὸ βασκανία τοῦ πονηροῦ πνεύματος, ὅλη ἡ καλοπόρεψη κι ἡ χαρὰ ἐκείνου τοῦ σπιτιοῦ ἀφανίσθηκαν καὶ γίναμε στὴ ζωὴ θλιβερὸ ἄκουσμα.

Ἂν θέλαμε λοιπὸν πάνω σὲ ὅσα συνέβηκαν νὰ θρηνήσουμε καὶ νὰ κλάψουμε, δὲν θὰ μᾶς ἀρκοῦσε ὅλη μας ἡ ζωή. Κι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, συνοδεύοντας τὸ γόο μας, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ θρηνήσουν, ὅπως τοῦ ταιρίαζε , τὸ πάθημα. Ἀλλὰ καὶ τὰ νερὰ τῶν ποταμιῶν νὰ γίνονταν δάκρυα, πάλι τὸν ὀλοφυρμὸ ποὺ ταιρίαζε στὸ γεγονὸς δὲν θὰ τὸν ὁλοκλήρωναν.

2. Ἀξίζει ὅμως νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸ ἀποθεμένο στὶς καρδιὲς μας δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἐννοῶ τὸ σώφρονα λογισμό. Αὐτὸς ὁ λογισμὸς ξέρει νὰ ὁρίζει μέτρα στὶς ψυχές μας γιὰ τὰ εὐχάριστα περιστατικά. Ξέρει καὶ νὰ μᾶς θυμίζει, στὰ δυσάρεστα, τὴν ἀνθρώπινη εὐπάθεια. Ἔτσι, μᾶς διδάσκει, ἀπ\’ ὅσα εἴδαμε κι ἀπ\’ ὅσα ἀκούσαμε, ὅτι ἡ ζωὴ βρίθει ἀπὸ τέτοια δεινά. Ὅτι πολλὰ εἶναι τὰ παραδείγματα τῶν συμφορῶν ποὺ βρίσκουν τοὺς ἀνθρώπους. Καί, πάνω ἀπ\’ ὅλα, ὅτι ὁ Θεὸς προστάζει αὐτοὺς ποὺ εἶναι πιστοὶ στὸ Χριστό, νὰ μὴ τρέφουν λύπη γιὰ ὅσους κοιμήθηκαν. Γιατί ἐλπίζουμε στὴν ἀνάσταση. Κι ἀκόμα, ὅτι τὴ μεγάλη ὑπομονὴ περιμένουν μεγάλοι στέφανοι δόξας στὰ χέρια τοῦ Ἀθλοθέτη.

Λοιπόν, ἂν ἀφήσουμε στὸ νοῦ μας ν\’ ἀνθίσουν τέτοιοι στοχασμοί, εἶναι βέβαιο πὼς θ\’ ἀλαφρώσουμε κάπως τὸ κακό. Γι\’ αὐτό, σοῦ συνιστῶ νὰ σταθεῖς σὰν γενναῖος ἀγωνιστὴς ἀπέναντι στὸ μεγάλο πλῆγμα. Νὰ μὴ λυγίσεις στὸ βάρος τῆς λύπης. Νὰ μὴ βουλιάξεις ψυχικά. Πῶς θὰ τὸ καταφέρεις; Μὲ μία πεποίθηση. Ὅτι κι ἂν δὲν πιάνει τὸ μυαλό μας τοὺς λόγους ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει νὰ οἰκονομεῖ ἔτσι τὰ γεγονότα, πρέπει ὁπωσδήποτε ἐμεῖς ν\’ ἀποδεχόμαστε ὅ,τι οἰκονόμησαν ἡ σοφία κι ἡ ἀγάπη του, ἔστω κι ἂν μᾶς εἶναι τόσο ἐπίπονο. Γιατί ἐκεῖνος ξέρει νὰ διευθετεῖ ὅ,τι συμφέρει στὸν καθένα καὶ γιὰ ποιὸ λόγο παίρνει ἀπ\’ αὐτὸν τὸν κόσμο τὸν ἕνα νωρὶς καὶ τὸν ἄλλον ἀργότερα. Καὶ βέβαια ὑπάρχει κάποια αἰτία, ἀκατάληπτη στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κάνει ἄλλων ἡ ζωὴ νὰ κόβεται πιὸ γρήγορα κι ἄλλοι ν\’ ἀφήνονται πιὸ πολὺ στὰ βάσανα ἐδῶ κάτω. Ἔτσι, γιὰ ὅλα, πρέπει νὰ προσκυνοῦμε τὴ φιλανθρωπία του καὶ νὰ μὴ βαρυγκομοῦμε. Νὰ θυμόμαστε τὴ μεγάλη καὶ μακαρία φράση ποὺ ξεστόμισε ὁ πρωταθλητὴς τῆς ὑπομονῆς Ἰώβ, σὰν εἶδε, γύρω ἀπὸ ἕνα τραπέζι καθισμένα, τὰ δέκα παιδιά του νὰ γίνονται λειώμα μέσα σὲ λίγες στιγμές: «Ὁ Κύριος ἔδωσε, ὁ Κύριος πῆρε πίσω. Ὅπως ὁ Κύριος ἔκρινε σωστό, ἔτσι κι ἔγινε»2.

Ἂς κάνουμε δική μας αὐτὴ τὴ θαυμαστὴ φράση. Ἴσα ἀνταμείβει ὁ δίκαιος Κριτὴς ὅσους ἴση ἀνδρεία δείχνουν. Δὲν στερηθήκαμε τὸ παιδί, τὸ γυρίσαμε πίσω σ\’ αὐτὸν ποὺ μᾶς τὸ χάρισε. Οὔτε ἀφανίσθηκε ἡ ζωή του, ἄλλαξε σὲ καλύτερη. Δὲν ἔκρυψαν τὰ σπλάχνα τῆς γῆς τὸν ἀγαπημένο μας, ὁ οὐρανὸς τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του. Λίγο ἀκόμα ἂς περιμένουμε καὶ θὰ βρεθοῦμε μαζὶ μὲ τὸν ποθητό μας. Μπορεῖ ἐκεῖνος πιὸ γρήγορα νὰ τελείωσε τὸ δρόμο. Ὅλοι ὅμως τὸν ἴδιο δρόμο θὰ πορευθοῦμε κι ὅλους τὸ ἴδιο μᾶς περιμένει σπίτι. Μονάχα, εἴθε κι ἐμεῖς νὰ μοιάσουμε, μὲ τὴν ἀρετή, στὴν καθαρότητα ἐκείνου. Ἔτσι, χάρη στὸ ἁγνὸ ἦθος, τὴν ἴδια ἀνάπαυση θὰ ἔχουμε μὲ τὰ ἐν Χριστῷ νήπια.

1. Ὁ Νεκτάριος ἦταν παιδικὸς φίλος τοῦ Βασιλείου, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας σταδιοδρόμησε σὰν ἀνώτερος κρατικὸς ὑπάλληλος καὶ εἶχε τὴ δοκιμασία νὰ τοῦ πεθάνει ὁ γιός.
2. Ἰὼβ 1,21.