ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Ἡ κουλτούρα τῆς ἀγένειας


\"\"


Τῆς Χαριτίνης Καρακωστάκη

Πῶς φτάσαμε νὰ θεωρεῖται κανονικότητα ἡ ἐπίδειξη τῶν κακῶν τρόπων. Ὅταν συναντιοῦνται τυχαία δύο ἄγνωστοι στὸν δρόμο, ἔλεγε ὁ Ἐρβιν Γκόφμαν (ἀμερικανὸς κοινωνιολόγος τῶν ἠθῶν τῆς καθημερινῆς ζωῆς), αὐτὸ ποὺ ἀκούγεται συχνότερα νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τους εἶναι «καλημέρα» καὶ «συγγνώμη». Καὶ συμπλήρωνε: Αὐτὰ τὰ «καλημέρα» καὶ τὰ «συγγνώμη» πρέπει νὰ τὰ λάβουμε σοβαρὰ ὑπόψη καὶ νὰ τὰ μελετήσουμε, ἂν θέλουμε νὰ κατανοήσουμε πῶς λειτουργεῖ μία κοινωνία.

Ἂν ὁ Γκόφμαν μποροῦσε νὰ κάνει μία βόλτα σὲ ἕνα ἑλληνικὸ ἀστικὸ κέντρο τοῦ σήμερα, ἂς ποῦμε στὴν πρωτεύουσα, θὰ παρατηροῦσε ὅτι ὅταν συναντιοῦνται δύο ἄγνωστοι μποροῦν νὰ ἀκουστοῦν πολλὰ διαφορετικὰ πράγματα, ἐκ τῶν ὁποίων σπανιότερα «καλημέρα» καὶ «συγγνώμη». Ὁ εἰσαγωγικὸς χαιρετισμὸς συχνὰ ἀπουσιάζει ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση ἀντικαθίσταται ἀπὸ ἕνα, μᾶλλον ἐπιθετικό, «νὰ σᾶς πῶ!». Ἡ ἔκφραση δὲ τοῦ αἰτήματος ποὺ πυροδοτεῖ τὴν ἐπικοινωνία εἶναι συχνὰ ἀδιαμεσολάβητη: «Θέλω αὐτὸ» ἢ «Ἔχετε τὸ τάδε;» ἢ «Τὸ τσιγάρο σας ἔρχεται κατευθείαν πάνω μου!».

Ἡ ἀπουσία τῆς λεκτικῆς εὐγένειας συνοδεύεται συχνὰ καὶ ἀπὸ ἐκφράσεις ἀγένειας πέραν τῆς φυσικῆς γλώσσας: ἡ παντελὴς ἀδυναμία συγκρότησης οὐρᾶς σὲ ἕνα ταμεῖο καὶ οἱ συνακόλουθοι ἀναστεναγμοὶ δυσαρέσκειας ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ παρατοποθετημένο μπουλούκι τῶν ἀνθρώπων, τὸ σολιψιστικὸ μπλοκάρισμα τοῦ διαδρόμου ἢ τῆς πόρτας στὸ βαγόνι τοῦ μετρό, ἡ εὐκολία μὲ τὴν ὁποία κάποιος «δὲν σὲ βλέπει» καὶ σὲ προσπερνᾶ κλέβοντας τὴ σειρά σου, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνεται κἄν τὸ «δυνατὸ ἄγγιγμα» ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὸ «ἀσυναίσθητο» σκούντημα ἢ ποδοπάτημα, δὲν εἶναι παρὰ μερικὲς ἀπὸ αὐτές.

Ἡ ἀγένεια δὲν εἶναι προφανῶς ἑλληνικὸ προνόμιο. Σὲ ὅλες τὶς πόλεις, ὅπου ἡ ἐπικοινωνία δὲν γίνεται μὲ ὅρους γνωριμίας ὅπως συμβαίνει στὶς πιὸ μικρὲς κοινότητες, οἱ ἄνθρωποι συχνὰ ἀπογοητεύονται ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τρίτων ἀπέναντί τους. Τὸ ἐνδιαφέρον ὅμως τῆς ἑλληνικῆς ἀγένειας στὶς τυχαῖες δημόσιες συναντήσεις μεταξὺ ἀγνώστων εἶναι ὅτι αὐτὴ δὲν γίνεται ποτὲ ἀντιληπτὴ ὡς μεμονωμένη παρέκκλιση ἀπὸ ἕναν κανόνα ἀστικῆς εὐγένειας παρὰ θεωρεῖται κανονικότητα. Ἀντίθετα, μέσα σὲ ἕνα καθεστὼς ἀπόλυτης ἀστικῆς διαστροφῆς, οἱ τύποι εὐγένειας εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦνται παρέκκλιση καὶ γίνονται συχνὰ ἀντικείμενο γελοιοποίησης, σχολιασμοῦ καὶ (καλοπροαίρετης;) πλάκας.

Ἡ κουλτούρα τῆς ἀγένειας διαμορφώνει ἀσφαλῶς καὶ τοὺς ὅρους δημοσιότητας τῶν δημοσίων προσώπων. Φωνές, τσιρίδες, ὑποτιμητικὸς πληθυντικὸς καὶ μάγκικος ἑνικὸς κυριαρχοῦν στὴ ζωντανὴ καὶ τηλεοπτικὴ πολιτικὴ ἀντιπαράθεση. «Ἀκοῦς τί σοῦ λέω, ρέ; Ἀκοῦς τί σοῦ λέω;», «Αὐτὸ πού σοῦ λέω, ἐγώ!» ἀκούγονται νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα μελιτζανοκόκκινων προσώπων ἕτοιμων νὰ ἐκραγοῦν. Περιγραφικὰ ἐπίθετα ἐν εἴδει κατηγορητηρίου (Καραγκιόζης, μαφιόζοι, λαμόγια, ρουφιάνοι) καὶ ἠθικολογίζοντες ἀφορισμοὶ («σὰ δὲν ντρέπεστε!», «καλά, ἐντάξει, μπαρμπούτσαλα») καὶ ποὺ καὶ ποὺ κανένα ἀναστοχαστικὸ συγγνώμη («Μὰ εἶστε ἐντελῶς ἠλίθιος, συγγνώμη κιόλας») δίνουν καὶ παίρνουν προτοῦ τὰ διακόψει ρυθμικὰ ἡ τέλεια μονοτονία τῆς ἐπανάληψης: «Μὲ ἀφήνετε νὰ μιλήσω; Μὲ ἀφήνετε νὰ μιλήσω; Μὰ γιατί δὲ μὲ ἀφήνετε νὰ μιλήσω;».

Ἡ ἑλληνικὴ κουλτούρα τῆς ἀγένειας δὲν εἶναι καθαυτὴ κακή, ὅπως ἀντίστοιχα μία ἄλλη ἐθνικὴ κουλτούρα εὐγένειας δὲν εἶναι καθαυτὴ καλή. Πράγματι ἡ χρήση κάποιων λέξεων ὅπως «καλημέρα», «συγγνώμη», «ὁρίστε», «παρακαλῶ», «εὐχαριστῶ», καθὼς καὶ ἡ χρήση τοῦ πληθυντικοῦ ἀριθμοῦ δὲν ἐξασφαλίζουν ἀπὸ μόνες τους τὴν καλὴ συμβίωση τῶν κατοίκων τῶν πόλεων, οὔτε ἐπαρκοῦν γιὰ νὰ ἐξαλείψουν τὴ βία – βίαιες συμπεριφορὲς ἐκδηλώνονται κάλλιστα καὶ σὲ συνθήκες ἀπόλυτης εὐγένειας.

Ἐπιτελοῦν ὅμως, ὅπου χρησιμοποιοῦνται, μία σειρὰ ἀπὸ πολύπλοκες κοινωνικὲς λειτουργίες τὶς ὁποῖες δὲν πρέπει νὰ παραβλέψουμε: ὀργανώνουν τὶς τυχαῖες ἀλλὰ ἀναπόφευκτες συναντήσεις μεταξὺ ἀγνώστων, φτιάχνουν μικρὲς καθημερινὲς τελετουργίες, αἰσθητικοποιοῦν τὴν ἐπικοινωνία κρύβοντας τὴν πραγματικὴ ἀδιαφορία ποὺ μπορεῖ νὰ νιώθει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, ἐπιτρέπουν τὴν ἔκφραση μέχρι καὶ τῶν πιὸ παράδοξων αἰτημάτων διαλύοντας καὶ ξαναφτιάχνοντας στιγμιαῖες σχέσεις ἐξάρτησης. Κυρίως, ὅμως, ὑφαίνουν τὸ πλαίσιο μίας κουλτούρας ποὺ ὑπολογίζει τὸν Ἄλλον, ἐπιτρέπει τὴν κριτική, ἀλλὰ ἐπιζητεῖ τὴ συναίνεση.

Ὄχι, ἡ κουλτούρα τῆς ἀγένειας δὲν εἶναι καθαυτὴ κακή. Εὐνοεῖ ὅμως τὶς ἐκρήξεις, τὶς φορμαλιστικὲς ἀντιπαραθέσεις καὶ τὶς ἀνταγωνιστικὲς ἐπιδείξεις ὑπέρμετρων ἐγώ.

Ἀντίθετα, ἡ ἀναγνώριση τοῦ Ἄλλου καὶ ἡ προσοχὴ στὶς ἀνάγκες του, ποὺ αὐτόματα προκύπτουν ἀπὸ τὴ μηχανικὴ χρήση ξερῶν τύπων εὐγένειας, καθρεφτίζουν μία προδιάθεση συναίνεσης, ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἀστικὴ συμβίωση. Εὐγένειες καὶ ἀγένειες, ἦρθε ἡ ὥρα ὅλες αὐτὲς τὶς λέξεις, τὶς στάσεις, τὶς συμπεριφορές, νὰ τὶς πάρουμε στὰ σοβαρά.

Ἡ Χαριτίνη Καρακωστάκη εἶναι πολιτικὴ ἐπιστήμων, ὑποψήφια διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στὴν Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (Paris)

Πηγή: Ἐφημερίδα τὰ Νέα  11/3/2013

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *