Στις 21 τοῦ μηνὸς Μαΐου, ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ τῆς μητέρας του Ἑλένης. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ μιλήσουμε γιὰ τοὺς δυὸ αὐτοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ τὸ ἔργο τους. Ἡ ἱστορία τὸν ἅγιο Κωνσταντῖνο τὸν ὀνόμασε Μέγα, γιατί τὸ ἔργο του εἶναι πραγματικὰ μοναδικὸ καὶ μεγάλο· εἶναι ἔργο, ποὺ ἄλλαξε τὸν δρόμο τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος εἶναι ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, ποὺ πρὶν ἀπ’ ὅλα, μὲ δύο Διατάγματα στὰ 312 καὶ 313 ἔβαλε τέρμα στοὺς ἀρχαίους διωγμοὺς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος γεννήθηκε στὴ Ναϊσό, τὴν σημερινὴ Νίσσα τῆς Σερβίας, καὶ μεγάλωσε κρατούμενος ὡς ὅμηρος στὴν αὐλή τοῦ Διοκλητιανοῦ στὴ Νικομήδεια. Ὁ Διοκλητιανός, καίσαρας τοῦ ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους, εἶναι ὁ πιὸ σκληρὸς ἀπὸ τοὺς διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας. Μεγαλώνοντας στὴν αὐλή τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ Κωνσταντῖνος εἶδε ἀπὸ κοντά τα δεινοπαθήματα τῶν χριστιανῶν. Ἀλλὰ καὶ διαπίστωσε, πὼς οἱ χριστιανοὶ ἦσαν οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους θὰ μποροῦσε νὰ στηριχτεῖ ἡ ἀναδιοργάνωση τοῦ κράτους, ποὺ βρισκόταν σὲ παρακμή. Δὲν ἦταν βέβαια χριστιανός ἀλλὰ ἔβλεπε, ποῦ ὁδηγοῦσαν τὰ πράγματα καὶ ποιό θὰ ἦταν τὸ μέλλον ἀπὸ μιὰ ἀλλαγὴ τακτικῆς ἀπέναντι στοὺς χριστιανούς.
Σὲ μιὰ εὐκαιρία ποὺ τοῦ δόθηκε, ὁ Κωνσταντῖνος ἔφυγε ἀπὸ τὴ Νικομήδεια κι ἦλθε στὸν πατέρα του Κωνστάντιο, ποὺ ἦταν τώρα Καίσαρας τοῦ δυτικοῦ κράτους στὴν Ρώμη. Ἀπὸ τότε ἄρχισε ἡ ραγδαία ἐξέλιξή του, μέχρι ποὺ τὸ 323, σὲ ἡλικία 49 ἐτῶν, ἦταν μονοκράτορας σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Δὲν μποροῦμε, βέβαια, νὰ ἱστορήσουμε τώρα γιὰ τοὺς πολέμους καὶ γιὰ τὶς νῖκες τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου ἐναντίον τῶν ἀντιπάλων του. Ἀρκετὸ εἶναι νὰ ποῦμε μόνο γιὰ τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε, ὅταν ἑτοιμαζόταν νὰ πολεμήσει μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του ἔξω ἀπὸ τὴν Ρώμη. Εἶδε τότε στὸν οὐρανὸ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μέσα σ’ ἕναν ὁλόφωτο κύκλο μὲ τὶς λέξεις «Ἐν τούτῳ νίκα».
Αὐτὸ ἦταν σημεῖο, ὅτι τὸν καλοῦσε ὁ Θεός, ὁπλίζοντάς τον μὲ τὴν δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Σταυρὸς ἀπὸ τότε εἶναι τὸ ἐθνόσημο καὶ τὸ λάβαρο τῶν χριστιανικῶν λαῶν. Ἔπειτα ἀπὸ σκληροὺς διωγμοὺς δυόμιση αἰώνων, ἡ πίστη εἶχε νικήσει τὸν κόσμο, κι ὁ τίμιος Σταυρὸς γινότανε «ὅπλον εἰρήνης» καὶ «ἀήττητον τρόπαιον» τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ αὐτοκρατορία αὐτὴ στὴν Ἀνατολὴ ἀπὸ Ρωμαϊκὴ ἔγινε Ἑλληνικὴ κι ἔζησε χίλια ἑκατὸ χρόνια. Κι αὐτὸ πρὶν ἀπ’ ὅλα ὀφείλεται στὸν ἅγιο Κωνσταντῖνο, πού στὰ 330 ἐγκαινίασε τὴ νέα πρωτεύουσα τοῦ κράτους, ποὺ ἔκτισε στὴν θέση τῆς ἀρχαίας ἀποικίας τῶν Μεγαρέων, τὸ Βυζάντιο στὶς ἀκτὲς τοῦ Βοσπόρου, καὶ τὴν ὀνόμασε Κωνσταντινούπολη.
Ἀλλὰ μᾶς ἐνδιαφέρει κυρίως νὰ ποῦμε γιὰ τὴ μεγάλη προσφορὰ τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου στὴν Ἐκκλησία. Ὄχι μόνο ἔπαψε τοὺς διωγμοὺς καὶ ἀπάλλαξε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς ἐξωτερικούς της ἐχθρούς, ἀλλὰ φρόντισε καὶ γιὰ τὴν ἐσωτερική της εἰρήνη. Συγκάλεσε λοιπὸν τὸ 325 στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὴν πρώτη οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία καταδίκασε τὴ μεγάλη αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Στὶς συνεδριάσεις τῆς Συνόδου αὐτῆς, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ θεσμοῦ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν παρὼν κι ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος, ὡς ἀρχηγὸς τοῦ κράτους, κι ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ὡς «ἐπίσκοπος τῶν ἔξω». Τὸ 337, σὲ ἡλικία 65 ἐτῶν, ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος σ’ ἕνα προάστιο τῆς Νικομήδειας ἔλαβε τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ σὲ λίγες μέρες πέθανε, φορῶντας τὸν λευκὸ χιτῶνα τοῦ νεοφώτιστου.
Πολὺ σπουδαῖο ὑπῆρξε τὸ ἔργο καὶ τῆς ἁγίας Ἑλένης. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της Κωνσταντίου, ἡ ἁγία Ἑλένη ἔζησε μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Κωνσταντῖνο, ποὺ τὴν ὑπεραγαποῦσε καὶ τὸ 317 τὴν ἀνακήρυξε αὐγούστα, δηλαδὴ βασίλισσα. Μὲ ἐπιθυμία δική της καὶ τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ ἔκανε ἀνασκαφὲς καὶ ἀνακάλυψε τὸν τίμιο Σταυρό. Ἐργάστηκε πολὺ καὶ φρόντισε νὰ κτισθοῦν μεγάλες καὶ λαμπρὲς ἐκκλησίες στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στὴν Ρώμη, κάποιες ἀπὸ τὶς ὁποῖες σώζονται ἀκόμα. Γεννήθηκε στὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας καὶ πέθανε τὸ 328 στὴ Νικομήδεια, σὲ ἡλικία 80 ἐτῶν. Τοὺς δύο ἰσαποστόλους ἁγίους Κωνσταντῖνο καὶ Ἑλένη, γιὰ τοὺς ὁποίους τόσα μόνο μπορέσαμε νὰ ποῦμε, μὲ τὰ ἑξῆς λόγια ἐγκωμιάζει ἡ Ἐκκλησία στὸν Κανόνα τῆς ἑορτῆς των· «Ὄντως μακαρία ἡ γαστήρ… ἡ σὲ βαστάσασα, Μέδων(=βασιλιά, προστάτη) κοσμοπόθητε, χριστιανῶν ἡ χαρά». Ἀμήν.