Ἡ ὑπακοὴ δὲν εἶναι πειθαρχία. Στὴν Ὀρθοδοξία -τὴν ὀρθὴ πίστη- ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἕνα μυστήριο. Ἂς μὲ συγχωρήσουν οἱ ἀδελφοὶ θεολόγοι! Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν περιορίζει τὴ χάρη στὰ ἑπτὰ μυστήρια – πολλὰ εἶναι τὰ μυστήρια! Ἂν καὶ τὰ ἑπτά, ἢ καλύτερα ὀκτώ, θὰ πρέπει νὰ τὰ ὀνομάζουμε κεφαλαιώδη μυστήρια. Θὰ μοῦ πεῖτε, ποιὸ εἶναι τὸ ὄγδοο; Ἂν ὁ γάμος εἶναι μυστήριο, ὁ μοναχισμὸς δὲν εἶναι; Ἂς θεωροῦμε, ὅμως, αὐτὰ τὰ ἑπτὰ ὡς τὰ κεφαλαιώδη μυστήρια – ὅμως ὅλα τὰ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μυστήρια! Ὅταν μιλᾶμε γιὰ πνευματικὴ ζωή, στὴν οὐσία μιλᾶμε γιὰ μυστηριακή, γιὰ μυστικὴ ζωή.
Ἡ ὑπακοὴ εἶναι τὸ μυστήριο, μέσα στὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ψάχνει νὰ βρεῖ ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἴδιο, καὶ πῶς μπορεῖ νὰ μείνει σταθερὸς στὶς βουλὲς καὶ στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ γίνεται μέσω τοῦ πνευματικοῦ.
Ὁ π. Σωφρόνιος τόνιζε πὼς δὲν σώζεται ἀλλιῶς ὁ μοναχὸς καὶ ἀλλιῶς ὁ λαϊκός. Γιατί, ἂν ἴσχυε αὐτό, ὁ Χριστὸς θὰ εἶχε δώσει ἄλλες ἐντολὲς γιὰ μοναχοὺς καὶ ἄλλες γιὰ λαϊκούς, διαφορετικὸ Εὐαγγέλιο γιὰ ἄνδρες καὶ διαφορετικὸ γιὰ γυναῖκες, ἄλλο γιὰ Κινέζους καὶ ἄλλο γιὰ Ρουμάνους, κτλ. Ἔδωσε, ὅμως, τὶς ἴδιες ἐντολὲς γιὰ ὅλο τὸν κόσμο – ἔδωσε γιὰ ὅλους ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ Εὐαγγέλιο, δηλαδὴ τὴν καλὴ ἀγγελία τῆς ἀνάστασης ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Ἑπομένως, καὶ ὁ λαϊκὸς εἶναι τὸ ἴδιο ἄνθρωπος, σὰν τὸν Ἀδάμ, σὰν τὴν Εὕα, σὰν καὶ ἐμένα τὸν μοναχὸ – καὶ μᾶς εἶναι κοινὴ ἡ ἀνάγκη τῆς κατανόησης τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.
Θὰ πρέπει νὰ καταλάβετε ὅτι ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, μέσα στὸ ὁποῖο πρέπει τελικὰ νὰ μποῦμε. Πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολοῦν τὰ ἐρωτήματα: Τί ἔχει στὸν νοῦ Τοῦ ὁ Θεός; Ποιὸς εἶμαι ἐγώ; Ἤ, ὅπως μοῦ εἶπε ἕνας λαϊκὸς ἀπὸ τὸ Βουκουρέστι: «Θὰ ἤθελα νὰ ἤξερα ποιὸς εἶμαι καὶ τί θέλει ὁ Θεὸς ἀπὸ μένα». Αὐτὸ εἶναι τὸ σημαντικότερο ἐρώτημα. Καὶ γιὰ μένα, αὐτὸ εἶναι ἡ ὑπακοή! Ὁ Θεός, ὁ Πλάστης μου, πρέπει νὰ μοῦ πεῖ ποιὸς εἶμαι καὶ τί θέλει ἀπὸ μένα, δηλαδὴ ποιὸς εἶναι ὁ δικός μου ρόλος πάνω στὴ γῆ καί, συγχρόνως, πῶς θὰ βρῶ τὴν ἀληθινή μου φύση καὶ τὴ σωτηρία μου.
Στὴν ὀρθὰ νοούμενη ὑπακοὴ δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μία ὁριζόντια σχέση ἀνάμεσα σ’ ἐσένα καὶ στὸν πνευματικό, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ μία κάθετη: τὴν ἀναζήτηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα μέσω τοῦ πνευματικοῦ σου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπακοὴ στὴν ὀρθή της ἔννοια. Στὴν πράξη τὸ μυστήριο γίνεται ὡς ἑξῆς: Ἐσύ, ὡς πνευματικὸ τέκνο, ὅταν πηγαίνεις νὰ μιλήσεις μὲ τὸν πνευματικό σου, εἴτε γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖς εἴτε νὰ τοῦ ζητήσεις μία συμβουλή, πρῶτα μίλα μυστικὰ μέσα στὴν καρδιά σου μὲ τὸν Κύριο καὶ ζήτα αὐτὸ ποὺ θέλεις ἀπὸ τὸν Κύριο. Ὅσες φορὲς αἰσθάνεσαι ἁμαρτωλός, προσευχήσου στὸν Κύριο: «Κύριε, εἶμαι ἁμαρτωλὸς – συγχώρησέ με, θεράπευσέ με!» Καὶ ζήτα Τοῦ συγχώρηση. Ὅταν πρόκειται νὰ πᾶς στὸν πνευματικό, ζήτα ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε μέσω τῆς ἱερωσύνης τοῦ πνευματικοῦ καὶ μέσω τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας νὰ σοῦ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες. Καὶ πιστεύω ὅτι ἐνεργώντας, ὅσο τὸ δυνατό, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», θὰ φεύγεις μετὰ ἀπὸ κάθε ἐξομολόγηση πετώντας. Καὶ αὐτὸ τὸ “πετώντας” δὲν εἶναι μία ψυχική, μία ψυχολογικὴ κατάσταση -δὲν εἶσαι ψυχολογικὰ ἐλαφρύς. Πνευματικά, καὶ ὄχι ψυχικά, μᾶς συμβαίνει αὐτὴ ἡ ἐλαφρότητα, καὶ μακάρι νὰ μᾶς τὴ χαρίσει ὁ Κύριος, καὶ τώρα καὶ στὴν αἰωνιότητα.
Ὅταν θέλεις νὰ πᾶς στὸν πνευματικό σου γιὰ νὰ τοῦ ζητήσεις μία συμβουλή, προσευχήσου πρῶτα στὸν Θεό: «Κύριε, νὰ πράξω ἔτσι ἢ ἀλλιῶς; Μίλησέ μου μέσω τοῦ πνευματικοῦ μου». Καὶ ὅταν στὴν προσευχή σου νιώσεις ὅτι ἦρθε ἡ στιγμή, ὅτι ὡρίμασε ὁ καιρός, τότε πήγαινε στὸν πνευματικό σου κρατώντας τὸν νοῦ σου σὲ κατάσταση προσευχῆς. Ἐκεῖ πὲς μὲ λίγα λόγια τὴν οὐσία τοῦ προβλήματός σου καὶ δῶσε προσοχὴ στὸν πρῶτο λόγο ποὺ θὰ σοῦ πεῖ ὁ πνευματικός. Ἔτσι ἔκανε ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, καὶ αὐτὴ εἶναι ὁλόκληρη ἡ φιλοκαλικὴ παράδοση μέχρι καὶ σήμερα: προσοχὴ στὸν πρῶτο λόγο!
Ὁ παντοδύναμος Θεὸς εἶναι πράος. Εἶναι αὐτὴ ἡ «φωνὴ αὔρας λεπτῆς» ποὺ ἄκουσε ὁ προφήτης Ἠλίας καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ἐντυπωσιάστηκε περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ἀπὸ τὴν καταιγίδα καὶ τὴ φωτιά. Εἶναι «φωνὴ αὔρας λεπτῆς», ἀλλὰ πιὸ γρήγορης ἀπὸ ὅλους τους δαίμονες, ἂν ἐργαζόμαστε μέσα στὴν ὑπακοὴ τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. Αὐτὴ τὴ φωνὴ τῆς λεπτῆς αὔρας πού σοῦ λέει: «Κάνε ἔτσι!» ὑπάκουσέ την, δέξου αὐτὸ τὸ «ἔτσι» καὶ σφράγισε τὸ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ σου λέγοντας: «Εὐλόγησον, πάτερ!» Ἡ εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ θὰ σὲ ἀκολουθήσει καὶ θὰ σοῦ δώσει μεγάλη δύναμη στὸ νὰ ὁλοκληρώσεις τὴν ὑπακοή σου. Καὶ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα εἶσαι κάτω ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ! Μὴ ρωτήσεις τὸν πνευματικό σου τίποτε περισσότερο – δέξου τὸν λόγο. Αὐτὸς εἶναι λόγος γιὰ σένα, εἶναι ὁ λόγος σου. Ὁ πνευματικὸς δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ τὸν ἐξηγήσει. Εἶναι ὁ ἐσωτερικὸς διάλογός σου μὲ τὸν Θεό.
Ὅταν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔχεις ἀπευθυνθεῖ στὸν Θεὸ καὶ ἔχεις ἀκούσει τὸν πρῶτο λόγο τοῦ πνευματικοῦ, μὴν γκρινιάσεις καὶ μὴν ἀντισταθεῖς, διότι κινδυνεύεις νὰ διακόψεις τὸν διάλογό σου μὲ τὸν Θεό. Ἀκόμη καὶ ἂν πεῖς: «Πάτερ, ἐξηγῆστε τό μοῦ καλύτερα», ἔχασες τὴ σύνδεση μὲ τὸν Θεό. Ἔκλεισες τὸ τηλέφωνο, καὶ τώρα μιλᾶς μὲ τὴν πλαστικὴ συσκευὴ (ἂν πρόκειται γιὰ τηλέφωνο) – τώρα μιλᾶς μὲ τὸν πνευματικὸ ὡς ἄνθρωπο. Αὐτὸ, λοιπὸν, μὴν τὸ κάνεις! Δέξου τὸν λόγο μὲ πίστη, ζήτα τὴν εὐχὴ τοῦ πνευματικοῦ σου, καὶ θὰ καταλάβεις ἐσὺ τὸν λόγο ἐφαρμόζοντας τὸν.
Μία εἰκόνα τῆς ὑπακοῆς παίρνουμε ἀπὸ τὸ θαῦμα τῶν δέκα λεπρῶν. Οἱ δέκα λεπροὶ φώναξαν: «Ἰησοῦ, ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Ὁ Χριστὸς, ὅμως, τοὺς εἶπε ἕναν λόγο “ἄσχετο”: «Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεύσιν». Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου φαινομενικὰ δὲν ἔχει κανένα νόημα. Διότι, πρῶτα – πρῶτα, τί θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς κάνει ὁ ἱερέας; Καὶ δεύτερον, ὁ νόμος τοῦ Μωυσῆ ἔλεγε ὅτι, ἀφοῦ καθαριστεῖς ἢ νομίζεις ὅτι καθαρίστηκες, τότε νὰ πᾶς στὸν ἱερέα γιὰ νὰ σὲ ἐλέγξει, καὶ ἂν σὲ βρεῖ καθαρό, μὲ τὴν ἄδειά του μπορεῖς καὶ πάλι νὰ ἐνταχθεῖς στὴν κοινωνία. Μόνο ποὺ οἱ συγκεκριμένοι λεπροὶ ἐξακολουθοῦσαν νὰ εἶναι λεπροί. Καὶ ὅμως, τί ἔκαναν; Ἔκαναν ὑπακοή, χωρὶς νὰ κρίνουν καὶ χωρὶς νὰ σχολιάσουν, καὶ ξεκίνησαν νὰ πᾶνε στοὺς ἱερεῖς. Καὶ πῶς θεραπεύτηκαν; Ἡ ἐντολὴ μέσα της περιεῖχε θεϊκὴ δύναμη, τὴν ὁποία ἀφομοίωσαν μὲ τὴν ὑπακοή τους. Αὐτὴ ἡ ὑπακοὴ τοὺς καθάρισε – αὐτὴ τοὺς ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Αὐτὴν πρέπει νὰ μάθετε νὰ ἐξασκεῖτε καὶ ἐσεῖς τὰ πνευματικὰ τέκνα – καὶ ἐμεῖς οἱ πνευματικοὶ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ζητᾶμε λόγο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ μὴν ἀπαντᾶμε ἀπὸ τὸν νοῦ μας.
Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ ἔλεγε: «Ὅταν ἀπαντοῦσα ἀπὸ τὸν νοῦ μου, γίνονταν λάθη». Καὶ ὁ ἅγιος Σιλουανὸς συμπληρώνει: «Τὰ λάθη μπορεῖ νὰ εἶναι μικρά, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ μεγάλα». Πρέπει, λοιπὸν, ἐμεῖς οἱ πνευματικοὶ νὰ προσευχόμαστε, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ δίνει λόγο στὴν καρδιά μας. Νὰ διακρίνουμε αὐτὸν τὸν πρῶτο λόγο. Πιστεύω, ὅμως, ὅτι ἂν ἐσύ, τὸ πνευματικὸ τέκνο, πηγαίνεις στὸν πνευματικό σου μὲ πίστη, ἡ πίστη σου αὐτὴ θὰ μπορέσει νὰ τὸν κάνει προφήτη. Προφήτη γιὰ σένα -ὄχι ὅμως καὶ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ πηγαίνει μὲ ἀνυπακοή. Ἀλλὰ ἂν ἐσὺ πηγαίνεις στὸν πνευματικό σου μὲ τέτοια καρδιά, μετὰ ἀπὸ προσευχή, μὲ αὐτὴ τὴ διάθεση, θὰ κάνεις τὸν πνευματικό σου προφήτη, κάθε φορὰ ποὺ θὰ προσέρχεσαι μὲ ὑπακοή.
Πολλὰ θὰ μποροῦσαν νὰ εἰπωθοῦν ἀκόμη, ἀλλὰ εὔχομαι τὰ ὑπόλοιπα νὰ τὰ πεῖ ὁ Θεὸς στὶς καρδιές σας, ἀδελφοί μου ἐξομολόγοι καὶ ἀγαπητοὶ ἐξομολογούμενοι.