Ὁμιλία στὴν Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία Κρήτης, 10 Μαΐου 2008.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία Κρήτης, μέσα στὴν εὐρύτερη δραστηριότητά της, ἔχει καὶ ἱεραποστολικὸ χαρακτήρα, ἀφοῦ μὲ ποικίλες δράσεις της καλλιεργεῖ, ἐνισχύει, προβάλλει καὶ διαδίδει τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη μας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὸ παρεκκλήσι τῆς Ὀρθόδοξης Ἀκαδημίας Κρήτης εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς ἱεραποστόλους Κύριλλο καὶ Μεθόδιο. Μὲ ἀφορμὴ τὸ ἔργο τῶν δυὸ μεγάλων ἱεραποστόλων καὶ τὸ ἔτος (2008) τοῦ Ἀποστόλου Παύλου θὰ ἤθελα νὰ διατυπώσω ὁρισμένες σκέψεις ὡς πρὸς τὸν ρόλο τῆς γλώσσας σὲ σχέση μὲ τὶς προσωπικότητες ποὺ ἀναφέραμε. Θέμα μου: «Ἡ γλώσσα ὡς ὄχημα διάδοσης τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας».
Σπάνια μία γλώσσα ἔχει συνδεθεῖ τόσο μὲ μία θρησκεία ὅσο ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα μὲ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία. Θὰ σταθῶ σὲ μερικὰ σημεῖα-σταθμοὺς γιὰ τὴ σύνδεση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μὲ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ εὐρύτερα μὲ τὴ θρησκεία, μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴ λατρεία, μὲ τὴν ἱεραποστολή, μὲ τὸν Ἑλληνισμό.
Γλῶσσα καὶ θρησκεία
Ἐπιτρέψτε μοῦ, πρῶτα, μερικὲς γενικὲς σκέψεις γιὰ τὸ θέμα ποὺ συζητοῦμε. Δὲν μπορεῖς νὰ διδάξεις μία ὁποιαδήποτε θρησκεία, χωρὶς νὰ μιλήσεις ζωντανά, πειστικά, λογικὰ μαζὶ καὶ βιωματικά, μὲ πάθος, μὲ ἔμπνευση, μὲ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὴν πίστη σου. Γιὰ νὰ «κοινωνήσεις», ὅμως, τὴν πίστη σου, πρέπει νὰ ἐπί-κοινωνήσεις μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θέλεις νὰ καταστήσεις κοινωνοὺς τῆς πίστης σου. Πρέπει ἡ πίστη νὰ γίνει «κοινωνία». Ἡ σκέψη νὰ γίνει γλώσσα. Ἡ διδασκαλία νὰ γίνει ἐπί-κοινωνία. Τὸ συναίσθημα καὶ τὸ βαθύτερο βίωμα νὰ γίνουν γλωσσικὴ ἔκφραση. Πρέπει ὅλα νὰ κατατείνουν σὲ μία συνάντηση μὲ τὸν ἄλλον. Συνάντηση οὐσίας, συνάντηση ἀγάπης, συνάντηση ζωῆς. Συνάντηση ποὺ θὰ ξεκινήσει, θὰ ἑστιασθεῖ καὶ θὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴ γλώσσα. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι –μὴ τὸ ξεχνάμε– «ἡ καλὴ ἀγγελία», «τὸ καλὸ γλωσσικὸ μήνυμα», «ἡ ἀγγελία ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου» ὡς «νέα συμφωνία», ὡς «νέα καθοδήγηση τοῦ ἀνθρώπου», ὡς «Καινὴ Διαθήκη». Εἶναι τόσο σημαντικὴ ἡ γλωσσικὴ ἀνακοίνωση καὶ ἐπικοινώνηση τῆς χριστιανικῆς πίστης, ὥστε –γιὰ νὰ ξεπερασθοῦν τὰ ἐμπόδια ποὺ θέτει ἡ γλωσσικὴ ἐπικοινωνία (οἱ διαφορετικὲς γλῶσσες ποὺ μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι)– δόθηκε ἄνωθεν ἀκόμη καὶ τὸ χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας, τοῦ νὰ γίνεται δήλ. κατανοητὸς ὁ κηρύττων τὴ νέα πίστη, ὁ κηρύττων τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ μιλοῦν ἄλλες γλῶσσες ἀλλὰ ποὺ μὲ τὸ χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας κατανοοῦν τὰ λεγόμενα σὰν νὰ λέγονται στὴ γλώσσα τους.
Ἐν ὀλίγοις, κάθε μορφὴ διδασκαλίας τῆς πίστης, ἐν προκειμένῳ τῆς χριστιανικῆς πίστης, δὲν κοινωνεῖται ἐρήμην τῆς γλώσσας, πραγματώνεται ὡς γλωσσικὴ ἐπικοινωνία, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία περνοῦν ἡ διδασκαλία καὶ τὰ μηνύματα. Εἶναι δὲ τόσο σημαντικὴ ἡ γλωσσικὴ διατύπωση τῶν κειμένων, ὅπως παραδίδονται, ὥστε ἐνίοτε ἕνα καί, ἕνα ἢ (διαζευκτικό), μία ἀντωνυμία, ἕνα ρῆμα, ἡ θέση μίας λέξης, νὰ καθορίζουν ἑρμηνευτικά, ὅπως εἶναι γνωστό, διαφορετικὲς δογματικὲς θέσεις, ἀκόμη καὶ διαφορετικὲς ὁμολογίες. Ὅπου δὲ τὸ ἱερὸ κείμενο παίζει καὶ τὸν ρόλο τοῦ νόμου (Π. Διαθήκη, Κοράνι κ.ἅ.), ἡ γλωσσικὴ διατύπωση καὶ ἑρμηνεία καθορίζουν καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ὄχι ἁπλῶς τὴ θρησκευτική τους πίστη.
Χριστιανικὴ θρησκεία καὶ ἑλληνικὴ γλῶσσα
Ἡ σχέση αὐτὴ πῆρε πολλαπλὲς μορφὲς καὶ προεκτάσεις. Ἡ ἁπλοποιημένη ἐξελικτικὴ μορφὴ τῆς ἀρχαίας ἀττικῆς διαλέκτου ἀποτέλεσε ὅ,τι ὀνομάζεται Ἀλεξανδρινὴ Κοινή, γιατί διαμορφώθηκε στὰ χρόνια τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καί, μέσω τῶν κατακτήσεων τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἀναδείχθηκε σὲ γλώσσα εὐρύτερης χρήσης, ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ἕως τὶς Ἰνδίες. Μιλήθηκε δήλ. κυρίως ἀλλὰ καὶ γράφτηκε ὡς δεύτερη –ἐνίοτε καὶ ως πρώτη– γλώσσα καὶ ἀπὸ μὴ Ἕλληνες. Καὶ γιατί ὑπῆρξε προϊὸν μακρᾶς ἐξελίξεως καὶ γιατί χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ ὁμιλητὲς ποὺ δὲν εἶχαν τὰ Ἑλληνικὰ ὡς μητρικὴ γλώσσα, ἡ Ἑλληνικὴ ὡς Ἀλεξανδρινὴ Κοινὴ πῆρε μία ἀρκετὰ ἁπλουστευμένη μορφὴ στὴν προφορὰ τῆς γλώσσας πρῶτα καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα, ἀλλὰ καὶ στὴ δομὴ –γραμματικὴ καὶ συντακτικὴ– καί, ἀναπόφευκτα, στὸ λεξιλόγιο.
Σ’ αὐτὴ τὴ γλώσσα γράφτηκαν τὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Σ’ αὐτὴ τὴ γλώσσα μεταφράστηκε (ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα) καὶ ἡ ἴδια ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, σὲ μετάφραση ποὺ καθιερώθηκε περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ πρωτότυπο! Ἡ μετάφραση δὲ αὐτὴ ἔγινε, διότι οἱ «Ἑλληνιστές» (οἱ Ἑβραῖοι δήλ. ποὺ μιλοῦσαν Ἑλληνικά) ἦταν τόσο πολλοὶ ποὺ χρειάστηκε νὰ ἔχουν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη στὴ γλώσσα ποὺ καταλάβαιναν καὶ μὲ τὴν ὁποία ἐπικοινωνοῦσαν. Ἡ γλώσσα τῶν κανονικῶν Εὐαγγελίων τῆς Κ. Διαθήκης ποικίλλει, βεβαίως, ὑφολογικὰ ἀπὸ Εὐαγγέλιο σὲ Εὐαγγέλιο. Ἄλλοτε εἶναι πιὸ ἁπλή, ἄλλοτε πιὸ λόγια. Πάντοτε, ὅμως, βρίσκεται ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἀλεξανδρινῆς Κοινῆς καί, ὁπωσδήποτε, εἶναι ἔτσι γραμμένη, ὥστε νὰ εἶναι κατανοητὴ στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ξέρουμε ὅτι ἦταν καὶ ὁ ἴδιος ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ.
Μὲ παρομοιώσεις καὶ παραδείγματα ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἁπλή, καὶ μάλιστα ἀγροτική, ζωή. Μὲ χρήση τοῦ προφορικοῦ λόγου καὶ μάλιστα, πολὺ συχνά, τοῦ ἄμεσου λόγου –ὄχι τοῦ ἔμμεσου, ποὺ εἶναι πιὸ ἐπεξεργασμένος– καὶ ἐπίσης μὲ εὐρεία χρήση τῶν ρηματικῶν προτάσεων, . στὶς ὁποῖες κυριαρχεῖ τὸ ζωντανό, προσωπικό, βιωματικὸ ὕφος ἀντὶ τοῦ περιγραφικοῦ-διαπιστωτικοῦ ἀποστασιοποιημένου ὕφους τῶν ὀνοματικῶν προτάσεων. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁσάκις μιλοῦμε γιὰ τὸ ποιὰ ἦταν ἡ μορφὴ καὶ ἡ δομὴ τῆς Ἀλεξανδρινῆς Κοινῆς, ἡ γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἐκείνη ποὺ θεωρεῖται ὡς τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ δεῖγμα. Βέβαια, ἀπὸ τὸν 1ο αἰώνα π.Χ. εἶχε ἀρχίσει νὰ ἔχει ἀπήχηση στοὺς λογίους καὶ γενικότερα στοὺς μορφωμένους τὸ κίνημα τοῦ Ἀττικισμοῦ.
Μὲ τὴν ἐμφάνισή του, μάλιστα, διαμορφώθηκε, ὅπως εἶναι γνωστό, μία διπλὴ παράδοση στὴ χρήση τῆς Ἑλληνικῆς: Ἀφ’ ἑνὸς μὲν χρησιμοποιήθηκε ἡ «ἀττικιστική» μορφή, ποὺ ἐμιμεῖτο τὴν ἀρχαία ἀττικὴ διάλεκτο καὶ ἀποτέλεσε τὴ γραπτὴ γλώσσα, τὴν ὀνομαζόμενη λόγια παράδοση ἡ ὁποία ἐξελίχθηκε σὲ ὅ,τι εἶναι γνωστὸ ὡς καθαρεύουσα. Παράλληλα, ὅμως, συνέχισε νὰ χρησιμοποιεῖται, διαρκῶς ἐξελισσόμενη πρὸς ἁπλούστερες μορφές, ἡ Ἀλεξανδρινὴ Κοινὴ ἢ Κοινή τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἀποτέλεσε τὴν προφορικὴ Ἑλληνικὴ καὶ μετεξελίχθηκε σὲ ὅ,τι ὀνομάζουμε δημοτική. Τὴν περίοδο ποὺ ἀναδεικνύεται ὁ Χριστιανισμὸς σὲ ἐπίσημη γλώσσα τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, δήλ. τοῦ Βυζαντίου, ἐννοῶ τὸν 4ο μ.Χ. αἰώνα, οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος καὶ ὁ Ἰωάννης, υἱοθετοῦν στὸν λόγο τους τὴν ἀττικιστικὴ παράδοση, δήλ. ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν ἁπλὴ γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπὸ τὴν Κοινή, διαμορφώνοντας ἔτσι τὴν ἐπίσημη μορφὴ λόγου τῶν πατερικῶν κειμένων καὶ τῆς Ἐκκλησίας μας γενικότερα. Τολμῶ νὰ ὑποστηρίξω πώς, ἂν οἱ τρεῖς Μεγάλοι Ἱεράρχες μας εἶχαν υἱοθετήσει τὴν Κοινή τοῦ Εὐαγγελίου, τότε πιθανότατα –μὲ τὴ δύναμη τοῦ παραδείγματός τους καὶ τοῦ λόγου τῆς Ἐκκλησίας– θὰ εἶχε γενικευθεῖ ἡ Κοινὴ καὶ δὲν θὰ ὑπῆρχε στὴν Ἑλληνικὴ πρόβλημα γλωσσικῆς διμορφίας.
Ὁπωσδήποτε, οἱ Μεγάλοι Πατέρες προτίμησαν τὴ λόγια γλώσσα τῆς ἐποχῆς τους, τὴν ἀττικιστική, γιὰ συγκεκριμένους λόγους : γιὰ νὰ μιλήσουν γιὰ τὴ νέα θρησκεία μὲ μία καλλιεργημένη ἤδη γλῶσσα ποὺ παρεῖχε λεπτὲς γλωσσικὲς διακρίσεις καίριων ἐννοιών• γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουν τὴ μορφὴ γλώσσας ποὺ ἐπικρατοῦσε μεταξὺ τῶν μορφωμένων τῆς ἐποχῆς καὶ μάλιστα τῶν ἑλληνικῆς μορφώσεως, ποὺ ὑποτιμοῦσαν τοὺς Χριστιανοὺς ως ἀπαίδευτους• γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν μὲ γλωσσικὴ ἐπάρκεια τὰ προβλήματα τῶν πολλῶν αἱρέσεων ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς ἀκροβατοῦσαν στὴ λέξη.
Τὴ λόγια μορφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας ἐνίσχυσε καθοριστικὰ ἡ γλώσσα τῆς λατρείας. Ἡ γλώσσα τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῆς Θ. Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο σ’ αὐτό. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ γλώσσα τῶν Ὕμνων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τῆς Ὑμνολογίας ὅλων τῶν χρόνων τοῦ Βυζαντίου μὲ τοὺς μεγάλους Βυζαντινοὺς ὀρθόδοξους ὑμνογράφους.
Ἔτσι, ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ὄχι μόνο συνδέθηκε μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία, ἀλλὰ ἀνατροφοδότησε γλωσσικὰ τὴν Ἑλληνική, ἀφοῦ οἱ λέξεις τῆς λόγιας παράδοσης γίνονταν κτῆμα καὶ τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ καὶ ἐπηρέαζαν τὴ γλωσσική του ἔκφραση. Ἕνα πλῆθος ἐκκλησιαστικῶν φράσεων ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, τὴ Θ. Λειτουργία καὶ τὴν Ὑμνογραφία (ἰδίως τῆς Μ. Ἑβδομάδος) ἔχουν περάσει στὴν καθημερινὴ γλώσσα τοῦ λαοῦ. (Μερικὰ παραδείγματα : ἀγρὸν ἠγόρασε, ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν, ἄξιος ὁ μισθός του, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, ἀπὸ τὸν Ἄννὰ στὸν Καϊάφα, ἄρον-ἄρον, ἄρρητα ρήματα, ἂς ὄψεται, ἄσωτος υἱός, διὰ τὸ θεαθῆναι τοὶς ἀνθρώποις, διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, δόξα σοὶ ὁ Θεός, εἶπα καὶ ἐλάλησα, ἐκ τοῦ πονηροῦ, ἐπὶ ξύλου κρεμάμενος, νὰ θέσω τὸν δάκτυλον εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, ζωὴ χαρισάμενη κ.λπ.)
Γιὰ πολλοὺς αἰῶνες, μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα, ἡ διπλὴ γλωσσικὴ παράδοση ἦταν εὐρύτερα ἀποδεκτὴ καὶ μόλις περὶ τὸ 1800, μὲ τὴ διαμάχη τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρι μὲ τὸν Ἰώσηπο Μοισιόδακα καὶ τοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς μίας καὶ τῆς ἄλλης πλευρᾶς, ἀνακύπτει τὸ γνωστὸ γλωσσικὸ ζήτημα. Ὡστόσο, ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὅταν χρειάστηκε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ κύμα τοῦ προσηλυτισμοῦ ποὺ πῆγε νὰ περάσει στὸν λαὸ ἀπὸ ἱερωμένους ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποίησαν τὴ δημοτικὴ γιὰ νὰ προσελκύσουν ἁπλοὺς λαϊκοὺς ἀνθρώπους, τότε καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι ἱερωμένοι ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἁπλούστερη Ἑλληνική, τὴ δημοτικὴ γλώσσα, γιὰ νὰ στηρίξουν τὸν λαὸ στὴν ὀρθόδοξη πίστη του μὲ τὸ κήρυγμά τους, εἰσάγοντας μία μορφὴ γλώσσας ποὺ ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς ἐκκλησιαστικὸς δημοτικισμός. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι στὸν Νεοελληνικὸ Διαφωτισμό, σ’ αὐτὸ τὸ ἐθνικό-πνευματικὸ κίνημα παιδείας ποὺ προετοίμασε ἰδεολογικὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ ’21, οἱ ὀρθόδοξοι ἱερωμένοι (ἀπὸ ἁπλοὶ διάκονοι ἕως διακεκριμένοι ἐπίσκοποι) εἶναι αὐτοὶ ποὺ χρησιμοποίησαν τὴν ἁπλὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα γιὰ νὰ μεταφράσουν καὶ νὰ σχολιάσουν τὰ ἀρχαία κείμενα, αὐτὰ ποὺ χρησίμευσαν ὡς βάση γιὰ τὴν τόνωση τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ.
Κύριλλος καὶ Μεθόδιος: Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Σλάβων
Ἡ κορύφωση τῆς ἀξιοποίησης τῆς γλώσσας στὴν ἱεραποστολὴ εἶναι ἔκγλυφη στὴν περίπτωση τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου τῶν ἀδελφῶν Κωνσταντίνου (μετέπειτα Κυρίλλου, ὅταν ἐκάρη μοναχὸς στὰ τέλη τοῦ βίου του) καὶ Μεθοδίου, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Λόγιος ὁ Κωνσταντῖνος/Κύριλλος, σπουδασμένος, καθηγητής, προστατευόμενος τοῦ διαπρεποῦς λογίου Πατριάρχη Φωτίου. Μοναχὸς ἀπὸ νωρὶς ὁ Μεθόδιος, ὀργανωτικός, δημιουργικός, στὰ βήματα τοῦ Κυρίλλου, μὲ συμπληρωματικὸ ρόλο, ἐπίσης προστατευόμενος ἀπὸ τὸν Φώτιο.
Κύριλλος καὶ Μεθόδιος εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐκχριστιάνισαν τὴ Μοραβία (σημερ. Τσεχία καὶ Σλοβακία) καὶ μετέπειτα τὴν Παννονία (σημερ. Οὐγγαρία). Ἕλληνες καὶ Σλάβοι μαθητὲς τους συνέχισαν τὸ ἔργο τους ἀργότερα στὴ Βουλγαρία καὶ σὲ ἄλλες χῶρες τῶν Βαλκανίων, φθάνοντας μέχρι τὴν Πολωνία καὶ ἀργότερα μέχρι τὴ Ρωσία.
Οἱ δυὸ Βυζαντινοὶ ἱεραπόστολοι τοῦ 9ου αἰώνα βρέθηκαν σὲ λαοὺς ποὺ θρησκευτικὰ δὲν εἶχαν σχέση μὲ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ γλωσσικὰ διέθεταν μόνο προφορικὸ λόγο. Δὲν εἶχαν γραφή. Ἔτσι οἱ δυὸ ἱεραπόστολοι, μὲ προεξάρχοντα τὸν λόγιο Κύριλλο (Κωνσταντῖνο τότε ἀκόμη), χρειάστηκε πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ δημιουργήσουν, νὰ ἐφαρμόσουν καὶ νὰ διδάξουν ἕνα σύστημα γραφῆς στὸ ὁποῖο θὰ ἔγραφαν μεταφρασμένη τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου (ἀρχικὰ τὰ ἀποσπάσματα ποὺ διαβάζονταν στὴ Θ. Λειτουργία) καὶ τὴν ἴδια τη Θ. Λειτουργία. Αὐτὸ ποὺ ἔκαναν στὴ πράξη –σὰν νὰ ἦταν γλωσσολόγοι καὶ ὄχι ἁπλοὶ ἱεραπόστολοι– ἦταν νὰ παραστήσουν μὲ γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου τὶς φωνητικὲς ἀξίες τῶν φθόγγων τῆς Σλαβικῆς, γεγονὸς ποὺ ἀπαιτοῦσε γνώσεις καὶ φαντασία. Ἔτσι δημιούργησαν ἀρχικὰ τὸ γλαγολιτικὸ ἀλφάβητο, τὸ ὁποῖο ἀργότερα χρειάστηκε νὰ ἁπλοποιηθεῖ ἀρκετὰ καὶ νὰ ἀποτελέσει τὸ σημερινὸ κυριλλικὸ ἀλφάβητο (ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίλλου ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν πρώτη μορφή, μολονότι ἀργότερα ἁπλοποιήθηκε σημαντικὰ ἀπὸ τὸν Μεθόδιο).
Ἂς θυμίσουμε ἐδῶ ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ δεύτερο ἀλφάβητο, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὸ ἀλφάβητο τῆς Ἑλληνικῆς, ἐπαυξημένο μὲ ἕναν ἀριθμὸ παραγώγων γραμμάτων, γιὰ νὰ ἀποδώσει τοὺς φθόγγους τῆς Σλαβικῆς (γλώσσα ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπὸ μεγάλη ποικιλία οὐρανικῶν συμφώνων). Τὸ πρῶτο ἀλφάβητο ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ εἶναι, ὡς γνωστόν, τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο, δήλ. τὸ ἑλληνικὸ δυτικὸ (ὅπως λεγόταν) ἀλφάβητο τῆς Εὔβοιας (Χαλκίδος), ποὺ μεταφέρθηκε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἐποίκους στὴν Κάτω Ἰταλία (Μεγάλη Ἑλλάδα) ἀπ’ ὅπου καὶ γενικεύθηκε στὸν ἀρχαῖο ἰταλικὸ χῶρο.
Ἀξίζει νὰ τονισθεῖ ὅτι μὲ τὴ δημιουργία –μέσω τοῦ κυριλλικοῦ ἀλφαβήτου– γραπτοῦ λόγου τῆς ἀρχαίας Σλαβικῆς (τῆς λεγόμενης Σλαβονικῆς) ὄχι μόνο διαδόθηκαν μέσω αὐτῆς τὰ κείμενα τῆς Θ. Λειτουργίας, τὰ ἀναγνώσματα τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου καὶ ὁλόκληρη ἡ Κ. Διαθήκη (μεταφράστηκε ἀπὸ τὸν Μεθόδιο καὶ τοὺς μαθητές του) καθὼς καὶ κείμενα τῶν Πατέρων, ἀλλὰ ἡ ἀπόκτηση γραφῆς καὶ ἡ δημιουργία γραπτοῦ λόγου ἔκαναν ὥστε νὰ ἀναπτυχθεῖ καὶ σλαβονικὴ φιλολογικὴ γλώσσα, ποὺ ἐπέδρασε γενικότερα στὴν πολιτιστικὴ ἀνάπτυξη τῶν Σλάβων. Μὲ τὸ ἐξελιγμένο καὶ ἐξειδικευμένο γιὰ τὴ γλώσσα τους ἀλφάβητο οἱ Σλάβοι ἐκφράστηκαν γραπτῶς καὶ δημιούργησαν ἀργότερα μεγάλα κείμενα λογοτεχνίας ἀλλὰ καὶ ὀρθόδοξης θεολογίας. Εἰς ἀναγνώριση αὐτοῦ τοῦ σημαντικοῦ ἔργου γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τῆς περαιτέρω προσφορᾶς τους στὴν πολιτιστικὴ ἀνάπτυξη τῶν νέων σλαβικῶν λαῶν, ὁ πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ στὰ νεότερα χρόνια (τὸ 1981) ἀνακήρυξε τοὺς Θεσσαλονικεῖς ἱεραπόστολους Κύριλλο καὶ Μεθόδιο «ἁγίους προστάτες τῆς Εὐρώπης».
Ἂς σημειωθεῖ, τέλος, ὅτι οἱ δυὸ ἱεραπόστολοι ἦταν γλωσσομαθεῖς, γνώριζαν δὲ τὴ Σλαβικὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ πατέρας τους ὡς δρουγγάριος τοῦ Θέματος τῆς Θεσσαλονίκης εἶχε ἁρμοδιότητα καὶ ἐπὶ τῶν Σλάβων. Ὁ Κύριλλος μάλιστα γνώριζε ἐπιπλέον Ἀραβικὰ καὶ Ἑβραϊκά. Ἡ ἐπιμονὴ τῶν Θεσσαλονικέων ἱεραποστόλων νὰ τελεῖται ἡ Λειτουργία στὴ Σλαβονικὴ –καὶ ὄχι στὴ Λατινική, ὅπως ὑποστήριζαν οἱ δυτικοὶ ἱερείς– ἑδραίωσε τὴ σλαβικὴ γλώσσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν διαφόρων σλαβικῶν χωρῶν καὶ ἀπέτρεψε τὴ διὰ τῆς Λατινικῆς κατίσχυση τῆς Δυτικῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ὁμολογίας.
Γλωσσολογία καὶ μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς
Τὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετώπισαν ἐξ ἀρχῆς οἱ ἱεραπόστολοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος –ἐκτὸς τῶν ἄλλων– ἦταν τὸ ὀξὺ πρόβλημα τῆς γλώσσας στὴν ὁποία θὰ διδασκόταν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὰ κείμενα τῆς Θ. Λειτουργίας ἐν συνέχειᾳ καὶ τὰ πατερικά, ὥστε νὰ γίνουν κατανοητὰ ἀπὸ τοὺς Σλάβους καὶ νὰ πιστέψουν στὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Ὀρθώθηκε, λοιπόν, καὶ πάλι τὸ ἐμπόδιο κάθε ἱεραποστολικῆς προσπάθειας, τὸ ἐμπόδιό τῆς γλώσσας. Στὴν περίπτωση μάλιστα τῶν Σλάβων, ποὺ δὲν εἶχαν γραφή, τὸ ἐμπόδιο ἦταν ἀκόμη μεγαλύτερο, γιατί γιὰ νὰ ὑπάρξει μετάφραση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Θ. Λειτουργίας, ὥστε νὰ διαβάζονται οἱ ἀρχὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τελεῖται ἡ Θ. Λειτουργία, ἔπρεπε πρῶτα νὰ δημιουργηθεῖ ἕνα σύστημα γραφῆς καὶ νὰ διδαχθεῖ ἡ γραφὴ αὐτὴ στοὺς νεήλυδες στὴ χριστιανικὴ πίστη. Αὐτὸ καὶ ἔγινε, ὅπως εἴδαμε, μὲ τὴν ἐπινόηση τοῦ κυριλλικοῦ ἀλφαβήτου, τροποποίηση καὶ προσαρμογὴ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου στὶς ἀνάγκες παράστασης τῆς σλαβικῆς γλώσσας.
Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ συνειδητοποιοῦμε ὅτι τὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς σὲ νεοφώτιστους Χριστιανοὺς, οἱ ὁποῖοι δὲν διαθέτουν γραφὴ (συνέβη, στὴν πράξη, μὲ τὴν ἱεραποστολὴ σὲ Ἀφρικανοὺς καὶ σὲ διάφορες φυλὲς τοῦ Εἰρηνικοῦ καὶ τῆς Ἀσίας) περιλαμβάνει δυὸ γλωσσικὰ στάδια: α) τὴ δημιουργία γραφῆς καὶ β) τὴ μετάφραση τοῦ Εὐαγγελίου στὴ γλώσσα τῶν προσερχομένων στὴ χριστιανικὴ πίστη. Βεβαίως, προϋποτίθεται ἕνα προγενέστερο ἀκόμη στάδιο: ἡ ἐκμάθηση τῆς γλώσσας τῶν προσηλυτιζομένων ἀπὸ τὸν ἀσκοῦντα τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο. Γιὰ νὰ διδάξεις τὸ Εὐαγγέλιο τῆς νέας θρησκείας, πρέπει πρῶτα νὰ μάθεις ὁ ἴδιος τὴ γλῶσσα τῶν μελλοντικῶν πιστῶν.
Ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ἀπασχόλησε τὴ γλωσσικὴ ἐπιστήμη καὶ ὁδήγησε σὲ σημαντικὲς ἀρχὲς ἀνάλυσης καὶ μετάφρασης σὲ διάφορες γλῶσσες. Ἀπὸ τοὺς πιὸ γνωστοὺς γλωσσολόγους ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τὴ μετάφραση εἶναι ὁ Kenneth Pike, Ἀμερικανὸς στρουκτουραλιστὴς γλωσσολόγος, πρωτοπόρος σὲ θέματα φωνολογικῆς καὶ μορφολογικῆς (γραμματικῆς) ἀνάλυσης.
Εἰδικότερα, ὡς πρὸς τὴ μετάφραση (ὅταν εἶχε λυθεῖ τὸ πρόβλημα τῆς γραφῆς), προέκυψε τὸ μεῖζον θέμα πῶς μεταφράζεις τὸ Εὐαγγέλιο σὲ πολιτισμοὺς τελείως διαφορετικοὺς καὶ σὲ γλῶσσες ἐπίσης τελείως διαφορετικὲς, ὡς δομὴ, ἀπὸ τὶς ἰνδοευρωπαϊκές. Ὅ,τι προκρίθηκε γενικότερα ἦταν ἡ ἐλεύθερη νοηματικὴ μετάφραση (ἀντὶ τῆς πιστῆς κατὰ λέξιν μεταφράσεως ποὺ συχνὰ ἦταν ἀδύνατη ἕως κωμική!) Προκρίθηκε δήλ. ἡ μετάφραση ποὺ ἀπέδιδε τὰ νοήματα τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου, ξεπερνώντας τὴ δυσκολία ἀπὸ τὴν ἔλλειψη λέξεων ποὺ θὰ ἀπέδιδαν τὶς ἔννοιες τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας –ἰδίως σὲ δογματικὸ ἐπίπεδο– μὲ τὴ χρήση περιφραστικῶν δηλώσεων καὶ μὲ τὴ δημιουργία νεολογισμῶν, ὅσο τὸ δυνατὸν μὲ μεγαλύτερη ἐτυμολογικὴ διαφάνεια. Ἀνάλογα προβλήματα ξεπεράστηκαν καὶ στὸν τομέα τῆς Γραμματικῆς (χρόνοι καὶ ποιὸν ἐνεργείας ρημάτων, ἀντωνυμίες προσωπικές, μετοχὲς κ.ἅ.) καί, βεβαίως, τῆς Σύνταξης.
Τελικά, ἀναπτύχθηκε μία ὁλόκληρη θεωρία καὶ τεχνικὴ τῆς μετάφρασης γιὰ ἱεραποστολικοὺς σκοποὺς ποὺ χρησιμοποίησε κυρίως ἡ προτεσταντικὴ καὶ ἡ ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Ὁρισμένες, μάλιστα, τεχνικὲς ἀνάλυσης τῆς γλώσσας (σὲ φωνήματα, μορφήματα κ.λπ.) βοήθησαν στὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἀμερικανικοῦ στρουκτουραλισμοῦ, τῆς Σχολῆς ποὺ ἐπικράτησε στὴν Ἀμερικὴ πρὶν ἀπὸ τὴ Γενετικὴ – Μετασχηματιστικὴ γλωσσολογία τοῦ Noam Chomsky.
Ἐπ’ εὐκαιρίᾳ θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ, δι’ ἐλαχίστων μόνο, στὸ θέμα τῆς γλώσσας τελέσεως τῆς Θ. Λειτουργίας στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ποὺ λειτουργοῦν σὲ ξένες χῶρες (Ἀμερική, Αὐστραλία, Καναδά, Εὐρώπη κ.ἅ.).Τὸ πρόβλημα ποὺ ἀναφύεται μονίμως εἶναι κατὰ πόσον πρέπει ἡ Θ. Λειτουργία νὰ τελεῖται στὴν ξένη γλώσσα (δήλ. ἀπὸ μετάφραση) ἢ στὴν Ἑλληνική τοῦ πρωτοτύπου; Καὶ οἱ δυὸ πρακτικὲς ἀκολουθοῦνται. Ὡστόσο, θεωρῶ προσωπικὰ ὅτι ἡ Θ. Λειτουργία, ἐκ τῆς φύσεώς της, ἔχει τελετουργικὸ χαρακτήρα (δεσπόζει ὁ εὐχαριστιακὸς χαρακτήρας, ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας), γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ τελεῖται στὴ γλώσσα τοῦ πρωτοτύπου, ὁ δὲ πιστὸς νὰ παρακολουθεῖ τὰ δρώμενα μὲ ἐγκόλπιο ποὺ θὰ περιέχει ἀντικρυστὰ πρωτότυπο καὶ μετάφραση (καὶ μάλιστα σὲ μετάφραση ἐνισχυμένη μὲ λίγα ἐπεξηγηματικὰ σχόλια ὡς πρὸς τὰ στάδια τῆς τέλεσης τοῦ μυστηρίου).
Τὸ κήρυγμα μπορεῖ νὰ γίνεται στὴν ξένη γλώσσα, ὅπως καὶ ὁρισμένες εὐχὲς ἢ καὶ ὕμνοι μπορεῖ νὰ ἐκφωνοῦνται καὶ στὴν ξένη γλώσσα, ποὺ γιὰ τοὺς περισσότερους Ὁμογενεῖς (τρίτης καὶ πλέον γενιᾶς) εἶναι καὶ ἡ μητρική τους γλώσσα. Ὅμως, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα τοῦ πρωτοτύπου, μὲ τὸ τελετουργικό της ὕφος καὶ περιεχόμενο, δὲν πρέπει νὰ ὑποκαθίσταται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ μετάφραση, γιατί οἱ λέξεις στὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ μία γλώσσα στὴν ἄλλη γλώσσα χάνουν σὲ σημαντικὸ βαθμὸ τὸ σημασιολογικό τους περιεχόμενο καὶ τὸ βιωματικό τους φορτίο, στοιχεῖα ἀπαραίτητα στὸν μυστηριακὸ χαρακτήρα τῆς Θ. Λειτουργίας.
Ἄλλὸ εἶναι, νομίζω, τὸ ἐγχείρημα ποὺ ἔγινε στὴν Ἑλλαδικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπὶ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, μετὰ τὸ Εὐαγγέλιο στὸ πρωτότυπο, νὰ ἀναγιγνώσκεται καὶ ἡ ἀπόδοσή του σὲ ἔγκυρη νεοελληνικὴ μετάφραση, γιὰ νὰ γίνεται περισσότερο κατανοητὸ καὶ ἀπὸ πιστοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ παρακολουθήσουν εὔκολα ἔστω καὶ τὴν ἁπλὴ (ἀλλὰ πάντως ἀρχαία) γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου. Στὸ κάτω-κάτω, ἡ διπλὴ προσέγγιση (ὅταν δήλ. συνυπάρχει ἡ ἀνάγνωση τοῦ πρωτοτύπου κειμένου) ἐντυπώνεται καλύτερα στὴ μνήμη κάθε πιστοῦ. Προσωπικά, πιστεύω ὅτι μία τέτοια δεύτερη ἀνάγνωση θὰ ὠφελοῦσε εὐρύτερα, δοθέντος ὅτι στὰ 2.000 χρόνια πού μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ διατύπωση τοῦ Εὐαγγελίου σημειώθηκαν καὶ γλωσσικὲς μεταβολές, ἔτσι ὥστε κάποια χωρία τοῦ Εὐαγγελίου, ἰδίως δὲ τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου, νὰ γεννοῦν –ὅπως εἶναι φυσικὸ– περιορισμένης ἐκτάσεως δυσκολίες στὴν κατανόηση, λόγω κυρίως τῆς ἀλλαγῆς τῶν σημασιῶν ἢ τῆς ἀχρησίας λέξεων ποὺ χρησιμοποιοῦνταν στὴν Ἑλληνικὴ τῶν χρόνων τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ λόγω τῆς μειωμένης ἐπαφῆς τῶν μαθητῶν μας στὸ Σχολεῖο μὲ «τὰ παλιότερα Ἑλληνικά» μας (τὸν ἀρχαῖο λόγο καὶ τὴ λόγια παράδοση).
Ἡ γλώσσα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου
Ἡ τελευταία παρατήρηση μᾶς φέρνει στὴ μεγαλύτερη μορφὴ τῆς πρώιμης χριστιανικῆς ἱεραποστολῆς, στὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο, στὴ μνήμη τοῦ ὁποίου εἶναι ἀφιερωμένο τὸ τρέχον ἔτος 2008.
Στὶς λίγες σκέψεις ποὺ θὰ θέσω ὑπὸ τὴν κρίση σας θὰ ἤθελα νὰ ἀρχίσω μὲ τὴν παρατήρηση ὅτι «τύχη ἀγαθή» τὸ ἔτος 2008 ἔχει ἀνακηρυχθεῖ καὶ ἔτος διαπολιτισμικοῦ διαλόγου καὶ ἔτος τοῦ Παύλου. Ἀναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως ἡ ἱεραποστολὴ τοῦ Παύλου, ἂν τὴν δεῖ κανεὶς στὴν εὐρύτερή της ἔννοια, ἦταν μαζὶ καὶ ἡ διάδοση μίας νέας μορφῆς πολιτισμοῦ, αὐτῆς ποὺ ὑπαγόρευε ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ποὺ ἔφερνε ὁ Παῦλος νὰ συναντήσει ἄλλους μεγάλους πολιτισμούς, ἄλλα δήλ. συστήματα ἀξιῶν, ὅπως ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός, ὁ ἰουδαϊκός, ὁ ρωμαϊκός, ὁ ἀνατολικός. Ἔργο τοῦ Παύλου ἦταν νὰ μυήσει ἀνθρώπους ποὺ προέρχονταν ἀπὸ πολιτισμοὺς ποὺ εἶχαν ἄλλη σύλληψη τῆς ζωῆς καὶ ἄλλη θέση σ’ αὐτὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ ὅ,τι ὑπάρχει –ἂν δέχονταν ὅτι ὑπάρχει– πέρα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἐπίγεια ζωή του. Μὲ τὸν Παῦλο πραγματώνεται –σὲ σμικρογραφία ἀρχικὰ γιὰ νὰ γιγαντωθεῖ ἀργότερα– μία συνάντηση πολιτισμῶν καὶ ἴσως, ἂν τὸ δεῖ κανεὶς διαφορετικά, καὶ μία «σύγκρουση πολιτισμῶν», αἰῶνες πρὶν διατυπωθεῖ ὡς θεωρία στὸν αἰώνα μας ἀπὸ τὸν Hattington! Βέβαια, ὁ Παῦλος θὰ πεῖ ἐδῶ, στὸν δικό μας τόπο, στὴν Ἑλλάδα, καὶ μάλιστα στὴν Πνύκα τῶν Ἀθηνῶν μπροστὰ στὸν βωμὸν «τῷ ἀγνώστῳ θεῶ» ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται νὰ συμπληρώσει καὶ νὰ δείξει ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἄγνωστος Θεός. Δὲν προβάλλει δήλ. τὴ σύγκρουση, ἀλλὰ τὴ συμπληρωματικότητα τῶν θρησκευτικῶν ἀξιῶν ποὺ συνιστοῦσαν, ἐν προκειμένῳ, τοὺς δυὸ πολιτισμούς. Ἄλλωστε, ἡ βαθιὰ ἑλληνικὴ μόρφωση τοῦ Παύλου, ἡ γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, κοινῆς τότε γλώσσας τῶν μορφωμένων –καὶ ὄχι μόνον–, τοῦ ἐπέτρεπε νὰ κάνει τέτοιες συγκρίσεις καὶ συνδέσεις. Ἀκόμη – μὴ τὸ ξεχνᾶμε – ἡ Ταρσὸς τῆς Κιλικίας, ὅπου γεννήθηκε καὶ μορφώθηκε ὁ Παῦλος κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Στράβωνος «ὑπερβέβληται καὶ Ἀθήνας καὶ Ἀλεξάνδρειαν».
Θὰ ἤμουν πολὺ θρασὺς –καὶ ἀνάξιος συνάμα– νὰ ἐπιχειρήσω νὰ ἀποτιμήσω ἐγὼ –ἕνας μὴ θεολόγος– τὸ ἔργο καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ Παύλου, τῆς μεγαλύτερης ἴσως μεταχριστιανικῆς προσωπικότητας ποὺ γνώρισε ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ποὺ ὁδήγησε σταθερὰ τὰ βήματα τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς θεολογίας. Δὲν θὰ τὸ ἀποτολμήσω. Ἐπιτρέψτε μοῦ μόνο νὰ ἐκφράσω μερικὲς σκέψεις γιὰ μία διάσταση τοῦ Παύλου, ποὺ ἴσως μπορῶ κι ἐγὼ –ὡς γλωσσολόγος– νὰ ἐκτιμήσω: γιὰ τὴ γλώσσα τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου.
Τὰ κείμενα τοῦ Παύλου συνιστοῦν ἕνα γλωσσικὸ συνεχὲς (continuum) στὸ ὁποῖο ἀξιοποιεῖται μία σειρὰ ἐκφραστικῶν μέσων : ἀπὸ τὸ λογικὸ ἐπιχείρημα ὡς τὴν προσωπικὴ μαρτυρία καὶ τὴ βιωματικὴ προσέγγιση. Μὲ τὸ λογικὸ ἐπιχείρημα ἀποσκοπεῖ στὴν πειθὼ γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ νὰ δείξει τὸ βαθύτερο νόημα τῆς θείας οἰκονομίας ποὺ ἐπιτελεῖται μὲ τὴν παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς ὡς σωτῆρος τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Μεταφέρει τὸ μήνυμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πίστης στὸν τριαδικὸ Θεό. Μὲ τὴ «βιωματικὴ ἔκρηξη» («ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ• ζῆ δ’ ἐν ἐμοὶ ὁ Χριστός»), ἐκφράζοντας τὴν ἀγωνία καὶ τὸν ἀγώνα τῆς ἀναζήτησης τοῦ Θεοῦ, τῆς «θέωσης», ὁ Παῦλος συνεπαίρνει τὸν ἀναγνώστη ὄχι πιὰ σὲ λογικὸ ἀλλὰ σὲ βιωματικό-συγκινησιακὸ ἐπίπεδο. Ἡ ἀναφορὰ στὴν ἀγάπη, στὴν ἀπόλυτη ἀγάπη (τὸ κατ’ ἐξοχὴν μήνυμα τοῦ Χριστοῦ) σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη –στὸν γνωστὸ «Ὕμνο τῆς ἀγάπης»– νὰ ὑπερέχει («νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη τὰ τρία ταύτα• μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη») καὶ τὸ μήνυμα ὅτι εἶναι ἕνας ὁ Χριστὸς καὶ μία ἡ σωτηρία γιὰ κάθε ἄνθρωπο τῆς γῆς πέρα ἀπὸ διακρίσεις ἐθνικότητας, κοινωνικῆς θέσης ἢ φύλου («οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδὲ Ἕλλην• οὐκ ἔνι δοῦλος, οὐδὲ ἐλεύθερος• οὐκ ἔνι ἄρσεν ἢ θήλυ• πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ»), ἡ περίφημη οἰκουμενικότητα τῆς παύλειας χριστιανικῆς διδασκαλίας, ὅλα ἔχουν τὴν ἔκφραση καὶ τὴν ἀπήχησή τους στὴ γλώσσα τοῦ Παύλου. Γλῶσσα δυναμική, πειστική, ἑλκυστική, ἐπαναστατική, κριτική, λογικὴ ἀλλὰ καὶ συναισθηματική, μὲ δυὸ λόγια γλῶσσα συναρπαστική. Στὸ κείμενο τοῦ Παύλου, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ μεγάλα κείμενα μεγάλων διανοητῶν, βιώνεις τὴν ἐκφραστικὴ δύναμη, τὴν ἔνταση ποὺ μπορεῖ νὰ σηκώσει ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὅταν ἡ ἔκφραση ἀκολουθεῖ τὰ πετάγματα τῆς σκέψης καὶ τὸν ἐσωτερικὸ παλμὸ ποὺ τὴν δονεῖ.
Στὸ κείμενο τῶν Ἐπιστολῶν ἀξιοποιοῦνται ὅλες οἱ ἐπιλογὲς ποὺ παρέχει ἡ γλῶσσα γενικὰ καὶ ἡ καλλιεργημένη ἑλληνικὴ γλώσσα εἰδικότερα, ὥστε νὰ χτίζεται δημιουργικὰ ἀπὸ «μάστορες» τοῦ λόγου, ὅπως ὁ Παῦλος, τὸ οἰκοδόμημα ἑνὸς δυνατοῦ καὶ ἐπιβλητικοῦ γραπτοῦ κειμένου. Ἀναφέρομαι στὶς ἐπιλογὲς ποὺ παρέχουν τὸ λεξιλόγιο, ἡ γραμματική, ἡ σύνταξη, ἡ θέση τῶν λέξεων, οἱ νεολογισμοί, οἱ συνειρμικὲς συνδέσεις, οἱ ἀντιθέσεις, τὰ μέρη τοῦ λόγου, οἱ παραλληλισμοὶ (παρηχήσεις, λεξιλογικὲς ἐπαναλήψεις καί, κυρίως, ὅμοιες συμμετρικὲς συντακτικὲς καὶ γραμματικὲς δομές), γιατί, βέβαια, ἕνα μεγάλο κείμενο εἶναι «μεγάλο» ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο ἀξιοποιεῖ τὶς δυνατότητες ποὺ παρέχει ἡ γλώσσα. Εἰδικότερα, ἡ γλώσσα τοῦ Παύλου ἔχει τὸν δυναμισμὸ τῆς πειθοῦς καὶ τὴ συγκίνηση τῆς ἀγωνίας γιὰ τὸ πόσο θὰ καταφέρει νὰ βοηθήσει τὸν ἀναγνώστη μὲ τὸν λόγο του. Ἔχεις συχνὰ τὴν αἴσθηση –ποὺ ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὴ γραφὴ του– ὅτι τὴ γραφὴ τοῦ Παύλου τὴν βασανίζει ἡ αἴσθηση τῆς προσωπικῆς εὐθύνης καὶ ὁ φόβος μήπως δὲν μπορέσει νὰ «ἀναπαύσει» τὸν ἀναγνώστη. Κάτι ἀκόμη.
Ἐνῶ ἡ γλῶσσα τῶν Εὐαγγελίων εἶναι συγκριτικὰ ἁπλή, περιγραφική τῆς διδασκαλίας τῶν λόγων, τῶν θαυμάτων καὶ τοῦ ὅλου ἔργου τοῦ Χριστοῦ συμπεριλαμβανομένων τῆς θυσίας καὶ τοῦ πάθους Του (μὲ ἐξαίρεση τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη ποὺ ἐπιμένει στὰ πνευματικὰ θέματα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ), ἡ γλώσσα τοῦ Παύλου ἔχει τελείως διαφορετικὸ ὕφος: φέρει τὸ βάρος τῆς προσωπικῆς μαρτυρίας, ἀναλύει τὴν οὐσία καὶ τὸ μήνυμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, κρίνει, σχολιάζει, ἐμπνέει, διδάσκει, ψέγει, ἀνοίγει τὴν καρδιά του, παραπονεῖται, κατανοεῖ, συγχωρεῖ, συμβουλεύει, πάσχει καὶ συμπάσχει, πονάει καὶ συμπονεῖ, ἀγαπάει. Ὡς ὕφος καὶ ὡς πρόθεση οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου ἐπιτελοῦν διαφορετικὸ ρόλο, αὐτὸν τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τῆς προσωπικῆς μαρτυρίας, καὶ φυσικὰ ὑπαγορεύουν διαφορετικὴ χρήση τῆς γλώσσας.
Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ μεγάλα πνεύματα, ἡ γλώσσα τοῦ Παύλου ἀκολούθησε τὸ σπάνιο πνεῦμα του, πέταξε ἐξίσου ψηλὰ μὲ τὴ σκέψη του, τὴν ἀποκάλυψε, μᾶς τὴ φανέρωσε. Ἔτσι μᾶς συγκινεῖ, μᾶς πείθει, μᾶς συνεπαίρνει. Θὰ μποροῦσε, ἀλήθεια, νὰ σκεφθεῖ κανεὶς μεγαλύτερη ἀξιοποίηση τοῦ προνομίου τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸ νὰ γίνει τὸ ὄχημα μετάδοσης τῆς σκέψης τοῦ Παύλου καὶ μαζὶ τὸ ὄχημα διάδοσης τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας μὲ τὴν οἰκουμενικὴ διάσταση ποῦ πῆρε;
Προσπάθησα νὰ δώσω μερικὲς πτυχὲς τοῦ θέματος τῆς γλώσσας στὴν εὐρύτερη λειτουργία τῆς ἱεραποστολῆς. Ἐλπίζω νὰ μπόρεσα νὰ δείξω ἔστω καὶ ἀμυδρὰ τὴ στενότερη ἱστορικὴ σχέση ποὺ συνδέει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ τὴν ἑλληνικὴ γραφὴ μὲ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ τὴ χριστιανικὴ ἱεραποστολή. Μὴ ξεχνᾶμε ποτὲ ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ποὺ σηματοδοτεῖ τὴν πίστη καὶ τὴ θρησκεία μας καὶ οἱ λέξεις-ἔννοιες ποὺ χρησιμοποιοῦνται καθολικὰ γιὰ νὰ δηλώσουν τὴν Ἐκκλησία εἶναι ἑλληνικὲς : Christ καὶ christian καὶ eglise ἢ church ἢ Kirche ἀλλὰ καὶ apostle καὶ bishop καὶ clergy καὶ clerical εἶναι διεθνεῖς ἑλληνικὲς λέξεις καὶ ἔννοιες. Ὅλα αὐτὰ δὲν σηματοδοτοῦν μία ἰδιαίτερη σχέση ποὺ ἀξίζει νὰ τὴν νιώσουμε πρῶτοι ἐμεῖς καὶ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ σημασία τους ;