Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πόσο μεγάλη πρέπει νά ἦταν ἡ πίστη τοῦ ἑκατόνταρχου πού ἦρθε στόν Κύριο ζητώντας του νά θεραπεύσει τόν ὑπηρέτη του πού ἀγαποῦσε, πού τοῦ ἦταν πιστός. Ἄκουσε τόν Χριστό νά λέει: « Θά ἔρθω νά κάμω ἕνα θαῦμα στό σπίτι σου», καί θά μποροῦσε νά ἀπαντήσει, « Μήν ἔλθεις, ἕνας λόγος Σου εἶναι ἀρκετός γιά νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ὑγειά τοῦ ὑπηρέτη μου!».
Αὐτό εἶναι ἕνα γεγονός ἀπό τήν ζωή τοῦ Κυρίου· ἕνα γεγονός πού ἄγγιξε ὄχι μόνο τόν Ἑκατόνταρχο, ὄχι μόνο τόν ὑπηρέτη του, ἀλλά κάθε μέλος τοῦ σπιτιοῦ. Ἦλθε χωρίς τόν Χριστό, καί ὁ ὑπηρέτης θεραπεύτηκε.
Ποιός ἀπό ἐμᾶς μπροστά σ’ ἕνα τρομερό, ἀγωνιώδη πόνο, μπορεῖ νά στραφεῖ πρός τόν Κύριο, νά παρουσιάσει τό αἴτημά του, νά Τοῦ ζητήσει ἔλεος καί νά ἐκδηλώσει τή δύναμή Του, καί ὅταν μᾶς λέει, ὅταν πληροφορεῖ τήν καρδιά μας, «Θά ἔλθω, θά κάνω σ’ ἐσένα αὐτό τό θαῦμα» – ποιός ἀπό ἐμᾶς θά εἶχε τό θάρρος νά πεῖ, «Ὄχι, Κύριε! Ἀρκεῖ ὁ λόγος Σου!»…
Ἔχουμε τό Εὐαγγέλιο, ἔχουμε τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων πού πολλοί ἔκτισαν μιὰ ζωή ἁγιότητος, ἀπό ἕνα λόγο τοῦ Εὐαγγελίου πού πῆραν σοβαρά καί στόν ὁποῖο ἀφιέρωσαν ὅλη τους τήν ἐνέργεια, ὅλη τους τήν ζωή. Ἔχουμε τό Εὐαγγέλιο, ἕναν λόγο, ἐκεῖνον τόν λόγο πού μπορεῖ νά θεραπεύσει μιά ζωή, πού μπορεῖ νά μεταμορφώσει ἀνθρώπους, σχέσεις, ψυχές καί ζωές. Ποιός ἀπό ἐμᾶς εἶπε ποτέ στόν Κύριο, «Τό Εὐαγγέλιο μοῦ εἶναι ἀρκετό»; Καί πόσο συχνά στρεφόμαστε στόν Κύριο γιά νά ποῦμε «Ναί, Κύριε – Τό διάβασα ὅλο τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά ἔλα ἐσύ ὁ ἴδιος, μίλησέ μου, πές μου ἕναν λόγο πού δέν εἶναι γραμμένος, πές ἕναν λόγο πού θά διαπεράσει τήν ζωή μου, τήν καρδιά μου σάν τή φωτιά καί τό σίδερο! Μίλησε, πάλι καί πάλι, Κύριε!»…Καί ἔτσι παραβλέπουμε ὅλο τό Εὐαγγέλιο, τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ, τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, ὅ,τι βλέπουμε στούς Ἀποστόλους, καί στούς μετέπειτα Ἁγίους, ἐπειδή θέλουμε μιὰ νέα ἀποκάλυψη, ἕναν νέο λόγο.
Καί θυμάστε ἐπίσης, πώς, ὅταν ὁ Χριστός ἔδωσε τήν ἐντολή στούς μαθητές νά ρίξουν τό δίχτυ τους στήν θάλασσα καί αὐτό τό δίχτυ ἔφερε πλῆθος ἀπό ψάρια, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, κατάλαβε ξαφνικά ποιός ἦταν ὁ Κύριος. Τά εἶχε ἀκούσει ὅλα, τήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, ἦταν ἀπό τήν ἀρχή μέ τόν Κύριο – καί ἀμυδρά μόνο εἶχε καταλάβει ποιός ἦταν. Ἐκείνη τήν στιγμή συνειδητοποίησε ποιός ἦταν στήν βάρκα του καί εἶπε, «Κύριε, φύγε ἀπό τήν βάρκα! Εἶμαι ἁμαρτωλός, εἶμαι ἀνάξιος τῆς παρουσίας Σου! »
Καί πάλι, ποιός ἀπό ἐμᾶς, σέ στιγμές πού ὁ Κύριος ἦρθε κοντά μας, σκέφτηκε νά πεῖ τέτοια λόγια, ἔχοντας ἀντιληφθεῖ, ἐξαιτίας τῆς ἁγιότητας τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, πόσο δέν ἀξίζουμε τήν ζωή Του, τό θάνατό Του, τήν κάθοδό Του στήν κόλαση, τό κατώτερο σημεῖο τοῦ κακοῦ. Καί αὐτή ἡ κόλαση δέν εἶναι μοναχά μία εἰκόνα· δέν ὑπάρχει μέσα μας ; Δέν ὑπάρχει μέσα μας ἕνα σκοτάδι, πού χρειάζεται κάτι παραπάνω ἀπό φώτιση – τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, τόν Θεό, τό φῶς τοῦ κόσμου.
Ἄς σκεφτοῦμε αὐτό πού ἀκοῦμε. Μόλις ἐπέστρεψα ἀπό τή Ρωσσία, καί κάθε πού ἔρχομαι, ἔχω ἕνα δέος γιά ὅ,τι εἶδα ἐκεῖ. Ὄχι ἀπό τίς σπουδαῖες λειτουργίες, ἀλλά ἀπό τούς ἀνθρώπους πού γιά περισσότερο ἀπό μισό αἰώνα, ἔφεραν τό βάρος τοῦ Σταυροῦ, καί πόσο τρομερό – πῶς ἐμπνέει – πόσο ταπεινωτικό εἶναι γιά κάποιον νά πρέπει νά μιλήσει σέ ἀνθρώπους πού ἡ ζωή τους εἶναι ἕνα κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνῶ ἡ δική μας εἶναι ντροπή τοῦ Χριστοῦ. Ναί, εἶναι αὐτό πού λέει τό Εὐαγγέλιο ὅτι ἀπό τούς λόγους μας θά κριθοῦμε, θά σωθοῦμε ἤ θά καταδικαστοῦμε. Πόσο τρομαχτικό εἶναι νά πρέπει νά ποῦμε λόγους ἀληθείας ἀπό καθῆκον, ἀπό ἀνάγκη καί νά γνωρίζουμε ὅτι κάθε λόγος μᾶς καταδικάζει.
Καί ἔτσι ὅταν ἕνας ἱερέας ἐξέρχεται στό Ἅγιο Βῆμα, κάνει τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μπαίνοντας κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ Ἐσταυρωμένου, τοῦ θανάτου, τήν θυσιαστική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ – προσευχηθεῖτε γι’ αὐτόν πού πρόκειται νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο, ἴσως τό κήρυγμα αὐτό νά τόν κρίνει καί νά τόν καταδικάσει– καί γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σας. Καί τότε, ἴσως αὐτή ἡ προσευχή νά στηρίξει τόν ἱεροκήρυκα καί λέγοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μέ τήν βοήθεια τῆς Θ. Χάριτος, ἴσως νά δυναμώσει τή ζωή σας καί σᾶς βοηθήσει νά φθάσετε τόν Χριστό, ὄχι ἐκεῖνον: νά συνειδητοποιήσετε ξαφνικά ὅτι ὁ ἱεροκήρυκας δέν ὑπάρχει – ὑπάρχει μόνο ἕνα μήνυμα. Θυμηθεῖτε! Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής δέν ὀνομάστηκε κήρυκας τοῦ Θείου Λόγου· λέγεται γι’ αὐτόν ὅτι ἦταν «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Δέν ἦταν ἄνθρωπος, ἀλλά μήνυμα. Λάβετε τό μήνυμα, μήν σταθεῖτε στόν ταχυδρόμο, καί λάβετε τό μήνυμα καθώς τό περιγράφει ὁ Χριστός, ὅπως ἡ γῆ ἡ καλή πού θάβει μέσα της τόν σπόρο, τόν τρέφει καί φέρνει καρπούς, καρπούς ζωῆς: ὄχι καρπούς συναισθημάτων, σκέψεων, ἀλλά μιὰ ζωή πού εἶναι αὐτή τοῦ Θεοῦ, σαρκωμένη, ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ σέ μᾶς. Ἀμήν.
Πρωτότυπο Κείμενο
THE FAITH OF THE CENTURION
26 June 1988
How great must have been the faith of the Centurion who came to Christ asking for a healing of his servant, whom he loved, who was faithful to him. He heard Christ say, ‘I shall come and work a miracle in thy home’, and he could answer, ‘Don\’t come! A word of Thine would be enough to restore the health of my servant!’
This is an event of the life of Christ; it is an event that touched not only the Centurion, not only his servant, but every member of the household. He came without Christ, and the servant was healed.
Who of us, in dire, agonising pain is capable of turning to the Lord, present Him his request, ask Him to show mercy and to manifest His power, and when the Lord says to us, in our hearts, ‘I shall come, I shall work this miracle for you’ – who of us would have the courage to say, ‘No, Lord! Thy word is enough!\’…
We have the Gospel, we have the example of the Saints of whom many, many built a life of saintliness on one saying of the Gospel which they took seriously and to which they devoted all their energies, all their life. We have the Gospel, a word, that word that can heal a life, that can transform
people, that can transfigure relationships, and human souls, and human lives. Who of us ever said to the Lord, ‘Thy Gospel suficeth unto me’? And how often we turn to the Lord and say, ‘Yes, Lord – I have read it all, but come Thyself, speak to me, speak a word which is not written, speak a word that would like iron or fire penetrate into my heart! Speak again, again, again, Lord!’.. And so, we pass by the whole Gospel, all the message of God, all the example of Christ, all that we see in the Apostles and the later Saints because we want a new revelation, a new word.
And you remember also how, when Christ commanded His disciples to cast a net into the sea and this net brought a multitude of fish, Saint Peter suddenly saw Who He was. He had heard it all, he had heard the Sermon on the Mountain, he had been with Christ from the beginning – and he saw only dimly who He was. At that moment, the moment of a material miracle he realised Who was in his boat, and he said, ‘Lord, leave this boat! I am a sinner, I am unworthy of Thy presence!’
And again, who of us, at moments when the Lord came close to us, have the thought of saying such words, realising because of the holiness of Christ, the holiness of God, how unworthy we are of Him, of His life, His teaching, His example, His death, His descent into hell, to the very rock bottom of evil. And this hell is not only an image; isn\’t it within us? Isn\’t there in us a darkness that needs more than enlightment – the Light of God, God, the light of the world.
Let us think of what we hear. I have just come back from Russia, and whenever I come, I am awed by what I see there. Not by great services, but the people who for more than half a century have carried the burden of the cross, and how awe-inspiring – I was to say, how humiliating it is to one to has to speak to people whose life is a preaching of the Gospel, while one\’s own is a shame of Christ. Yes, it is true what the Gospel says that by our words shall we be judged, saved or condemned. How frightening it is to have by duty, by necessity to speak words of truth and to know that every word condemns you.
And so, when a priest comes out, makes a sign of the Cross, putting himself under the protection of the Crucifix, the death, the sacrificial love of Christ – pray for him who is to declare the Gospel, perhaps unto judgment and condemnation of self – and for the salvation of you souls. And then perhaps this prayer will sustain the preacher, and the preacher speaking God\’s own words, helped by the grace of God, may sustain your life and help you to reach Christ, not him: suddenly to realise that the preacher does not exist – there is only a message. Remember! Saint John the Baptist was not called a ‘preacher’ who proclaimed the word of God; it is said of him ‘a Voice, shouting in the wilderness’. It was not a man, it was a message. Receive the message, pass by the messenger, and receive the message as Christ describes, as good earth that engulfs the seed, feeds it and brings fruit, fruit of life: not of feelings, not of thoughts, but a life which is that of God incarnate, Christ\’s life in us. Amen.