Στὸ «σύμβολο τῆς Πίστεως» δὲν λέμε, «Πιστεύω ὅτι ὑπάρχει κάποιος Θεὸς» λέμε, «Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν». Ἀνάμεσα στὴν πίστη “ὅτι” καὶ στὴν πίστη “εἰς” ὑπάρχει μία κρίσιμη διάκριση. Μοῦ εἶναι δυνατὸ νὰ πιστεύω ὅτι κάποιος ἢ κάτι ὑπάρχει κι ὅμως αὐτὴ ἡ πεποίθηση νὰ μὴν ἔχει πρακτικὸ ἀποτέλεσμα στὴ ζωή μου. Μπορῶ ν’ ἀνοίξω τὸν τηλεφωνικὸ κατάλογο τοῦ Wigan καὶ νὰ διαβάσω ἐξονυχιστικὰ τὰ ὀνόματα ποὺ εἶναι καταχωρημένα στὶς σελίδες του καὶ καθὼς διαβάζω, εἶμαι προετοιμασμένος νὰ πιστέψω ὅτι μερικοὶ (ἢ ἀκόμη κι οἱ περισσότεροι) ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους πράγματι ὑπάρχουν. Ἀλλὰ δὲν γνωρίζω κανέναν ἀπ’ αὐτοὺς προσωπικά, ποτὲ δὲν ἔχω ἐπισκεφθεῖ τὸ Wigan, κι ἔτσι ἡ πεποίθηση μου ὅτι ὑπάρχουν δὲν ἔχει γιὰ μένα καμιὰ σημασία. Ἀντίθετα, ὅταν λέω σ΄ ἕνα πολυαγαπημένο φίλο, «σὲ πιστεύω», κάνω κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ ἐκφράσω τὴν πεποίθηση ὅτι αὐτὸ τὸ πρόσωπο ὑπάρχει.
«Σὲ πιστεύω» σημαίνει: στρέφομαι σὲ σένα, ἀκουμπῶ πάνω σου, σ’ ἐμπιστεύομαι ἀπόλυτα καὶ ἐλπίζω σὲ σένα. Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ λέμε στὸ Θεὸ μέσα στὸ «Πιστεύω».
Ἡ πίστη στὸ Θεό, λοιπόν, δὲν μοιάζει καθόλου μὲ τὸ εἶδος τῆς λογικῆς βεβαιότητας ποὺ πετυχαίνουμε στὴν Eυκλείδεια γεωμετρία. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι τὸ συμπέρασμα σὲ μία σειρὰ συλλογισμῶν, ἤ λύσης σ’ ἕνα μαθηματικὸ πρόβλημα. Τὸ νὰ πιστεύεις στὸ Θεὸ δὲν εἶναι το νὰ δέχεσαι τὴ δυνατότητα τῆς ὕπαρξης του ἐπειδὴ μᾶς ἔχει «ἀποδειχθεῖ», μὲ κάποιο θεωρητικὸ ἐπιχείρημα, ἀλλὰ εἶναι το νὰ ἐμπιστευτοῦμε τὸν Ἕνα ποὺ ξέρουμε καὶ ἀγαπᾶμε. Ἡ πίστη δὲν εἶναι ἡ ὑπόθεση πὼς κάτι ἴσως εἶναι ἀλήθεια, ἀλλὰ ἡ βεβαιότητα ὅτι κάποιος εἶναι ἐκεῖ.
Ἐπειδὴ ἡ πίστη δὲν εἶναι λογικὴ βεβαιότητα ἀλλὰ προσωπικὴ σχέση, καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ προσωπικὴ σχέση εἶναι ἀκόμη πολὺ ἀτελὴς στὸν καθένα μας κι ἔχει ἀνάγκη νὰ ἐξελίσσεται συνέχεια εἶναι δυνατὸ νὰ συνυπάρχει ἡ πίστη μὲ τὴν ἀμφιβολία. Αὐτὰ τὰ δύο δὲν ἀποκλείονται ἀμοιβαῖα.
Ἰσως ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ κρατοῦν σ’ ὅλη τους τὴ ζωὴ τὴν πίστη ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ, ποὺ τοὺς δίνει τὴν ἱκανότητα νὰ δέχονται ἀνερώτητα ὃλ’ αὐτὰ ποὺ ἔχουν διδαχτεῖ. Γιὰ τοὺς περισσότερους ὅμως, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ζοῦν σήμερα στὴ Δύση, μία τέτοια διάθεση ἁπλῶς δὲν εἶναι δυνατή. Πρέπει νὰ οἰκειοποιηθοῦμε τὴν κραυγή,«Kύριε, πιστεύω βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Mαρκ. 9.24). Γιὰ παρὰ πολλοὺς ἀπὸ μᾶς αὐτὴ θὰ παραμείνει ἡ διαρκής μας προσευχὴ ὡς αὐτὲς τὶς πύλες τοῦ θανάτου. Κι ὅμως ἡ ἀμφιβολία καθαυτὴ δὲν δείχνει ἔλλειψη πίστης. Ἰσως σημαίνει τὸ ἀντίθετο ὅτι ἡ πίστη μας εἶναι ζωντανὴ καὶ αὐξανόμενη. Γιατί ἡ πίστη δὲν συνεπάγεται μακαριότητα ἀλλὰ ριψοκινδύνεμα, ὄχι ἀπομόνωση ἀπὸ τὸ ἄγνωστο ἀλλὰ πορεία ἄφοβη γιὰ νὰ τὸ συναντήσουμε. Ἐδῶ ἕνας Oρθόδοξος Xριστιανὸς θὰ μποροῦσε πρόθυμα νὰ οἰκειοποιηθεῖ τὰ λόγια τοῦ Eπισκόπου J.A.T. Robinson: «H πράξη τῆς πίστης εἶναι ἕνας ἀσταμάτητος διάλογος μὲ τὴν ἀμφιβολία». Ὀπως σωστὰ λέει ὁ Thomas Merton. «H πίστη εἴνια μιὰ πηγὴ ἀμφιβολίας καὶ πάλης πρὶν γίνει μιὰ πηγὴ σιγουριᾶς καὶ γαλήνης»