Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Νομίζω ὅτι ἀποτελεῖ κοινὴ διαπίστωση ὅλων μας, τόσο ἐμπειρικὴ ὅσο καὶ θεωρητικὰ μελετημένη, ὅτι στὸ πλαίσιο τοῦ σύγχρονου τρόπου ζωῆς μας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας ὑπάρχει τάση ὑπερπροστασίας τοῦ παιδιοῦ, τάση αὐξημένης -ὑπερβολικῆς- φροντίδας.

  • !

    Ὁρισμένοι μιλοῦν γιὰ ἕνα εἶδος «ἱεροποίησης» τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ συγκεκριμένες πρακτικὲς συμπεριφορᾶς ἔναντι τῶν παιδιῶν. Πολὺ σημαντικὸ ρόλο παίζει ἡ ἀγορά, ἡ προώθηση προϊόντων, ποὺ κατασκευάζονται καὶ διοχετεύονται σὲ αὐτὴν εἰδικὰ γιὰ τὴ φροντίδα τοῦ παιδιοῦ, ἀποβλέποντας στὸ φυσικὸ ἐνδιαφέρον τῶν γονέων γιὰ τὸ παιδί τους.

  • !

    Ὁπωσδήποτε, τὰ «ἀπωθημένα» τῶν γονέων τοὺς ὠθοῦν σὲ μία συνεχῆ προσπάθεια γιὰ παροχὴ καὶ ἐξασφάλιση ἀγαθῶν καὶ δραστηριοτήτων στὰ παιδιά τους, συχνὰ ξεπερνώντας τὴν ἀνάγκη καὶ τὴ λογική. Αὐτὸ συμβαίνει, εἴτε ἐπειδὴ δὲν θέλουν νὰ στερηθεῖ τὸ παιδὶ τους πράγματα ποὺ ἔλειψαν στοὺς ἴδιους ἢ γιὰ νὰ μὴν δημιουργηθεῖ στὸ παιδὶ ἡ ἐντύπωση, ὅτι δὲν μποροῦν νὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν, ὅσα ἐπιβάλλουν οἱ σύγχρονες «προδιαγραφές» ἀνάπτυξής του.
    Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα συνάγεται, ὅτι τὸ φαινόμενο τῆς ὑπερπροστασίας διαμορφώνει πιὸ συχνὰ μία στάση χρήσης τοῦ παιδιοῦ παρὰ σχέσης μὲ αὐτό, προβληματισμὸς ποὺ χρήζει περαιτέρω ἀνάλυσης ἀπὸ εἰδικοὺς ἐπιστήμονες.

  • !

    Στὸν σύγχρονο πολιτισμό, λοιπόν, κερδίζει συνεχῶς ἔδαφος τὸ πεδίο τῆς χρήσης, μὲ ἀντίστοιχο περιορισμὸ τοῦ πεδίου τῆς σχέσης. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει ἀπόλυτα κατανοητό, ἐὰν σκεφτοῦμε, πῶς μεγαλώνει σήμερα ἕνα παιδί: ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ θὰ ἔχει κάποια ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του, ἔχει ὅ,τι ἐπιθυμεῖ πατώντας ἕνα κουμπὶ (φῶς, θερμότητα, μουσικὴ ἢ εἰκόνα). Αὐτὴ ἡ αὐτόματη ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ δημιουργεῖ στὸν ψυχισμὸ του μία αὐτάρκεια «ἐγωκεντρική».

  • !

    Ἕνα παιδὶ ποὺ δὲν ἔχει μάθει νὰ δημιουργεῖ σχέσεις καὶ νὰ θυσιάζει κάτι ἀπὸ τὸ «ἐγώ» του, εἶναι σχεδὸν βέβαιο, ὅτι πρόκειται νὰ γίνει ἕνας ἀνέραστος ἄνθρωπος. Ὅταν φτάσει ἡ ὥρα νὰ ἐρωτευτεῖ, δὲν γνωρίζει πῶς γίνεται, δὲν ξέρει νὰ κάνει σχέση, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, νὰ θέσει κριτήρια σχέσης καὶ ὄχι χρήσης. Ἡ σχέση προϋποθέτει νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ ἐγώ, νὰ θυσιάσεις κάτι ἀπὸ τὴ θέλησή σου, νὰ δοθεῖς στὸν ἄλλον, ὥστε νὰ ἀρχίσει μία ἄλλου εἴδους γνώση, ἡ ὁποία διαφοροποιεῖ τὰ ἄτομα ἀπὸ τὰ πρόσωπα.

  • !

    Αὐτὴ ἡ ἀπώλεια δυναμικῆς τῶν σχέσεων ἔχει σὰν ἐπακόλουθο τὴν ἀνάπτυξη ἀπαιτήσεων ἰδιοκτησίας, ἱκανοποιώντας τὴν ἀνάγκη κάποιου νὰ κατέχει, νὰ χρησιμοποιεῖ ἀποκλειστικά, νὰ ὑποτάσσει.

  • !

    Σύμφωνα μὲ τὸν Ἀριστοτέλη, «τὸ ζητεῖν ἁπανταχοῦ τὸ χρήσιμον ἤκιστα ἁρμόζει τοῖς μεγαλοψύχοις καὶ ἐλευθερίοις», δηλαδὴ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι μεγαλόψυχοι καὶ ἐλεύθεροι δὲν ἁρμόζει ἡ προτεραιότητα τοῦ χρήσιμου. Μεγαλόψυχος σημαίνει νὰ ξέρεις νὰ μοιράζεις καὶ νὰ μοιράζεσαι, νὰ δίνεις καὶ νὰ δίνεσαι. Ἐλεύθερος σημαίνει, νὰ μὴν ὑποτάσσεσαι σὲ καμία ἀναγκαιότητα ποὺ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὸν ἐγωκεντρισμό. Ἡ σχέση κερδίζεται ἀπὸ τοὺς «μεγαλόψυχους» καὶ τοὺς «ἐλεύθερους».

Τὸ παιδί μας: ἡ σχέση καὶ ἡ χρήση

 

Τὸ παρὸν κείμενο παρουσιάστηκε ἀπὸ τὸν κάθ. Χρ. Γιανναρὰ στὴν Ἡμερίδα «Παιδὶ καὶ Ὑγεία» τὸν Νοέμβριο τοῦ 2003 στὸ ξενοδοχεῖο Ἀθηναΐς.

Νομίζω ὅτι ἀποτελεῖ κοινὴ διαπίστωση ὅλων μας, τόσο ἐμπειρικὴ ὅσο καὶ θεωρητικὰ μελετημένη, ὅτι στὸ πλαίσιο τοῦ σύγχρονου τρόπου ζωῆς μας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας ὑπάρχει τάση ὑπερπροστασίας τοῦ παιδιοῦ, τάση αὐξημένης -ὑπερβολικῆς- φροντίδας.

Ὁρισμένοι μιλοῦν γιὰ ἕνα εἶδος «ἱεροποίησης» τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ συγκεκριμένες πρακτικὲς συμπεριφορᾶς ἔναντι τῶν παιδιῶν. Πολὺ σημαντικὸ ρόλο παίζει ἡ ἀγορά, ἡ προώθηση προϊόντων, ποὺ κατασκευάζονται καὶ διοχετεύονται σὲ αὐτὴν εἰδικὰ γιὰ τὴ φροντίδα τοῦ παιδιοῦ, ἀποβλέποντας στὸ φυσικὸ ἐνδιαφέρον τῶν γονέων γιὰ τὸ παιδί τους.

Οἱ ψυχολόγοι θὰ μποροῦσαν ἴσως νὰ δώσουν ἀπαντήσεις στὸ κατὰ πόσο ἡ ὑπερπροστασία τῶν παιδιῶν μπορεῖ νὰ πηγάζει ἀπὸ κάποια –ἄλυτα- προβλήματα τῶν γονέων, πχ ἀπὸ μία ἀποτυχημένη συζυγικὴ σχέση. Ἐνδεχόμενη προσωπικὴ ἀποτυχία μπορεῖ νὰ διοχετεύεται ὡς ὑπερπροστασία τοῦ παιδιοῦ.

Ὁπωσδήποτε, τὰ «ἀπωθημένα» τῶν γονέων τοὺς ὠθοῦν σὲ μία συνεχῆ προσπάθεια γιὰ παροχὴ καὶ ἐξασφάλιση ἀγαθῶν καὶ δραστηριοτήτων στὰ παιδιά τους, συχνὰ ξεπερνώντας τὴν ἀνάγκη καὶ τὴ λογική. Αὐτὸ συμβαίνει, εἴτε ἐπειδὴ δὲν θέλουν νὰ στερηθεῖ τὸ παιδὶ τους πράγματα ποὺ ἔλειψαν στοὺς ἴδιους ἢ γιὰ νὰ μὴν δημιουργηθεῖ στὸ παιδὶ ἡ ἐντύπωση, ὅτι δὲν μποροῦν νὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν, ὅσα ἐπιβάλλουν οἱ σύγχρονες «προδιαγραφές» ἀνάπτυξής του.

Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα συνάγεται, ὅτι τὸ φαινόμενο τῆς ὑπερπροστασίας διαμορφώνει πιὸ συχνὰ μία στάση χρήσης τοῦ παιδιοῦ παρὰ σχέσης μὲ αὐτό, προβληματισμὸς ποὺ χρήζει περαιτέρω ἀνάλυσης ἀπὸ εἰδικοὺς ἐπιστήμονες.

Αὐτὴ ἡ μικρὴ εἰσήγηση ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ διαφορὰ ποὺ ἔχουν δυὸ πολὺ ὡραῖες Ἑλληνικὲς λέξεις: ἡ λέξη «πρόσωπο/-α» καὶ ἡ λέξη «χρήματα». Τὸ οὐσιαστικὸ «πρόσωπο» εἶναι σύνθετη λέξη, παραγόμενη ἀπὸ τὴν πρόθεση «πρός» καὶ τὸ οὐσιαστικὸ «ὤψ, ὠπός», ποὺ σημαίνει «ὄψη». Πρόσωπο, λοιπόν, σημαίνει «ἔχω τὴν ὄψη πρὸς κάποιον ἢ κάτι, εἶμαι ἔναντι, εἶμαι ἀπέναντι». Γιατί στὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα προτιμήθηκε νὰ ὀνομαστεῖ ἡ ἀνθρώπινη παρουσία μὲ τὴ λέξη «πρόσωπο»; Σήμερα αὐτὴ ἡ λέξη ἔχει παραφθαρεῖ νοηματικὰ ἢ ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὴ λέξη «ἄτομο», ποὺ βρίσκεται στὸν ἀντίποδα τῆς σημασίας τῆς λέξης «πρόσωπο». Τὸ ἄτομο εἶναι ἡ ἀδιαφοροποίητη, ἀπρόσωπη ἀριθμητικὴ μονάδα ὁμοειδοῦς συνόλου (ἀπὸ τὸ στερητικὸ ἀ- καὶ τὴ «τομή<τέμνω»), δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ δὲν ἐπιδέχεται περαιτέρω τομή. Τὸ ἄτομο δὲν μπορεῖ νὰ καθοριστεῖ παρὰ μόνο μὲ ἀριθμὸ (δελτίου ταυτότητας, φορολογικοῦ μητρώου κλπ). Τὸ πρόσωπο, ὅμως, εἶναι ἡ πραγματικότητα ποὺ μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε μόνο ἂν εἴμαστε «ἔναντι», δηλαδὴ μὲ τὴν ἀμεσότητα τῆς σχέσης. Κάθε ἄνθρωπος ἀποτελεῖ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη ὀντότητα, ποὺ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀμεσότητα.

Ἡ λέξη «χρήματα» παράγεται ἀπὸ τὸ ἀπρόσωπο «χρή», ἀντιπροσωπεύοντας τὰ ἀντικείμενα τῆς ἀνάγκης, τῆς χρείας. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀντιπαραβάλλεται ἡ λέξη «πράγματα», ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὰ πεπραγμένα ἑνὸς προσώπου, δηλαδὴ τὸ ἀποτέλεσμα μίας προσωπικῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας. Ἀντίθετα, τὰ χρήματα εἶναι ἀπρόσωπα ἀντικείμενα χρήσης, χωρὶς καμία σφραγίδα ἰδιαιτερότητας.

Στὸν σύγχρονο πολιτισμό, λοιπόν, κερδίζει συνεχῶς ἔδαφος τὸ πεδίο τῆς χρήσης, μὲ ἀντίστοιχο περιορισμὸ τοῦ πεδίου τῆς σχέσης. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει ἀπόλυτα κατανοητό, ἐὰν σκεφτοῦμε, πῶς μεγαλώνει σήμερα ἕνα παιδί: ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ θὰ ἔχει κάποια ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του, ἔχει ὅ,τι ἐπιθυμεῖ πατώντας ἕνα κουμπὶ (φῶς, θερμότητα, μουσικὴ ἢ εἰκόνα). Αὐτὴ ἡ αὐτόματη ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ δημιουργεῖ στὸν ψυχισμὸ του μία αὐτάρκεια «ἐγωκεντρική».

Ἐν τούτοις, οἱ ἀντίστοιχες ἐνέργειες ἑνὸς παιδιοῦ τῆς λεγόμενης ἀγροτικῆς κοινωνίας προϋποθέτουν μία σχέση μὲ τὰ ὑλικὰ (ὅπου σχέση σημαίνει πάντοτε κάποια παραίτηση ἀπὸ τὸ «ἐγώ»): γιὰ νὰ ἀνάψει φωτιὰ ἢ νὰ ἔχει φῶς, πρέπει νὰ ἔχει μία προσωπικὴ σχέση μὲ τὰ ὑλικὰ καὶ νὰ σεβαστεῖ τὶς ἰδιαιτερότητές τους.

Ἀσυνείδητα, ὅσο τὸ πεδίο τῆς χρήσης κυριαρχεῖ εἰς βάρος τῶν σχέσεων, τόσο τὰ ἀποτελέσματα γίνονται πιὸ σοβαρὰ καὶ ἐπικίνδυνα γιὰ τὸν ἄνθρωπο.Ἕνα παιδὶ ποὺ δὲν ἔχει μάθει νὰ δημιουργεῖ σχέσεις καὶ νὰ θυσιάζει κάτι ἀπὸ τὸ «ἐγώ» του, εἶναι σχεδὸν βέβαιο, ὅτι πρόκειται νὰ γίνει ἕνας ἀνέραστος ἄνθρωπος. Ὅταν φτάσει ἡ ὥρα νὰ ἐρωτευτεῖ, δὲν γνωρίζει πῶς γίνεται, δὲν ξέρει νὰ κάνει σχέση, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, νὰ θέσει κριτήρια σχέσης καὶ ὄχι χρήσης. Ἡ σχέση προϋποθέτει νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ ἐγώ, νὰ θυσιάσεις κάτι ἀπὸ τὴ θέλησή σου, νὰ δοθεῖς στὸν ἄλλον, ὥστε νὰ ἀρχίσει μία ἄλλου εἴδους γνώση, ἡ ὁποία διαφοροποιεῖ τὰ ἄτομα ἀπὸ τὰ πρόσωπα.

Αὐτὴ ἡ ἀπώλεια δυναμικῆς τῶν σχέσεων ἔχει σὰν ἐπακόλουθο τὴν ἀνάπτυξη ἀπαιτήσεων ἰδιοκτησίας, ἱκανοποιώντας τὴν ἀνάγκη κάποιου νὰ κατέχει, νὰ χρησιμοποιεῖ ἀποκλειστικά, νὰ ὑποτάσσει. Ἡ πραγματικὴ σχέση μὲ τοὺς συνανθρώπους μας κατακτᾶται μὲ τὴν καθημερινὴ ἄσκηση καὶ ἐνασχόληση καὶ ὄχι μὲ δεοντολογικοὺς κανόνες ἠθικῆς. Κανένας δὲν θὰ μάθει νὰ ἀγαπάει τὸν Μότσαρτ ἢ τὴν ποίηση τοῦ Καβάφη, ἐπειδὴ πρέπει ἢ ἐπειδὴ τὸ ἐπιβάλλει κάποια δεοντολογία. Σκεφθεῖτε, ὅμως, τί ἀναπηρία εἶναι νὰ περάσεις ὁλόκληρή τη ζωή σου, χωρὶς νὰ ἔχεις γνωρίσει καὶ ἀγαπήσει τὸν Μότσαρτ ἢ τὸν Καβάφη!

Σύμφωνα μὲ τὸν Ἀριστοτέλη, «τὸ ζητεῖν ἁπανταχοῦ τὸ χρήσιμον ἤκιστα ἁρμόζει τοῖς μεγαλοψύχοις καὶ ἐλευθερίοις», δηλαδὴ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι μεγαλόψυχοι καὶ ἐλεύθεροι δὲν ἁρμόζει ἡ προτεραιότητα τοῦ χρήσιμου. Μεγαλόψυχος σημαίνει νὰ ξέρεις νὰ μοιράζεις καὶ νὰ μοιράζεσαι, νὰ δίνεις καὶ νὰ δίνεσαι. Ἐλεύθερος σημαίνει, νὰ μὴν ὑποτάσσεσαι σὲ καμία ἀναγκαιότητα ποὺ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὸν ἐγωκεντρισμό. Ἡ σχέση κερδίζεται ἀπὸ τοὺς «μεγαλόψυχους» καὶ τοὺς «ἐλεύθερους».