Συνήθως θεωρεῖται ὡς θλίψη γιὰ τὴν ἁμαρτία, ἕνα αἴσθημα ἐνοχῆς, μιὰ αἴσθηση στενοχώριας καὶ τρόμου γιὰ τὶς πληγὲς ποὺ προκαλέσαμε στοὺς ἄλλους καὶ στὸν ἑαυτό μας. Μιὰ τέτοια ἄποψη ὅμως εἶναι ἐπικίνδυνα ἀτελής. Ἡ στενοχώρια καὶ ὁ τρόμος ὑπάρχουν πράγματι συχνὰ στὴ βίωση τῆς μετάνοιας, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁλόκληρη ἡ μετάνοια, δὲν ἀποτελοῦν κἂν τὸ σπουδαιότερο τμῆμα της. Ἂν θεωρήσουμε ὅμως κατὰ τρόπο κυριολεκτικὸ τὸν ὅρο «μετάνοια», τότε θὰ βρεθοῦμε πιὸ κοντὰ στὴν καρδιὰ τοῦ ζητήματος. Μετάνοια σημαίνει «ἀλλαγὴ τοῦ νοῦ»· ὄχι ἁπλῶς λύπη γιὰ τὸ παρελθόν, ἀλλὰ μιὰ θεμελιώδης μεταμόρφωση τῆς ὅρασής μας, ἕνας νέος τρόπος νὰ βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας, τοὺς ἄλλους καὶ τὸ Θεό. Σύμφωνα μὲ τὸν Ποιμένα τοῦ Ἐρμά, εἶναι «μιὰ μεγάλη κατανόηση». Μιὰ μεγάλη κατανόηση καὶ ὄχι, ἀναγκαστικά, μιὰ συναισθηματικὴ κρίση. Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι ἕνας παροξυσμὸς τύψεων καὶ αὐτό-οἰκτιρμοῦ, ἀλλὰ μεταστροφή, ἐπανατοποθέτηση τοῦ κέντρου τῆς ζωῆς μας στὴν Ἁγία Τριάδα.
Ὡς «νέος νοῦς», ὡς μεταστροφὴ καὶ ἐπανατοποθέτηση τοῦ κέντρου τῆς ζωῆς, ἡ μετάνοια εἶναι κάτι τὸ θετικὸ καὶ ὄχι ἀρνητικό. «Μετάνοιά ἐστι θυγάτηρ ἐλπίδος, καὶ ἄρνησις ἀνελπιστίας», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Μετάνοια σημαίνει πὼς κοιτάζω, ὄχι πρὸς τὰ κάτω, στὶς δικές μου ἐλλείψεις, ἀλλὰ πρὸς τὰ πάνω, στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· ὄχι πρὸς τὰ πίσω αὐτομεμφόμενος, ἀλλὰ πρὸς τὰ μπρὸς μὲ ἐμπιστοσύνη. Μετάνοια εἶναι νὰ βλέπω, ὄχι τὸ γιατί ἀπέτυχα νὰ γίνω κάτι ἀλλὰ τί ἀκόμη μπορῶ νὰ γίνω μὲ τὴ Χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν ἡ μετάνοια ἑρμηνευθεῖ μὲ αὐτὴ τὴ θετικὴ ἔννοια, δὲν θεωρεῖται πλέον μιὰ ἁπλὴ πράξη ἀλλὰ μιὰ συνεχὴς στάση. Στὴν προσωπικὴ ἐμπειρία κάθε ἀνθρώπου ὑπάρχουν ἀποφασιστικὲς στιγμὲς μεταστροφῆς, στὴν παροῦσα ὅμως ζωὴ τὸ ἔργο τῆς μετάνοιας παραμένει πάντα ἀνολοκλήρωτο. Ἡ μεταστροφὴ ἢ ἡ ἐπανατοποθέτηση τοῦ κέντρου τῆς ζωῆς μας πρέπει συνεχῶς νὰ ἀνανεώνεται· μέχρι τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου, ὅπως τὸ κατανόησε ὁ ἀββᾶς Σισώης, «ἡ ἀλλαγή τοῦ νοὸς» πρέπει νὰ εἶναι ὅλο καὶ πιὸ ριζική καὶ ἡ «μεγάλη κατανόηση» ὅλο καὶ πιὸ βαθιά.
Ἡ μετάνοια, λοιπόν, εἶναι μιὰ φώτιση, μιὰ μετάβαση ἀπὸ τὸ σκότος στὸ φῶς· μετάνοια σημαίνει νὰ ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας στὴ θεϊκὴ ἀκτινοβολία· ὄχι νὰ καθόμαστε θλιμμένοι στὸ λυκόφως ἀλλὰ νὰ χαιρετοῦμε τὴν αὐγὴ ποὺ ἔρχεται. Ἡ μετάνοια ἔχει ἐπίσης ἐσχατολογικὸ χαρακτῆρα, εἶναι ἕνα ἄνοιγμα πρὸς τὰ Ἔσχατα, ποὺ δὲν βρίσκονται ἁπλῶς στὸ μέλλον ἀλλὰ εἶναι ἤδη παρόντα· το νὰ μετανοοῦμε σημαίνει, ὅτι ἀναγνωρίζουμε πὼς ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βρίσκεται ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν καὶ λειτουργεῖ ἀνάμεσά μας, καὶ ὅτι, ἂν ἀποδεχτοῦμε τὸν ἐρχομὸ τῆς Βασιλείας, ὅλα τὰ πράγματα θὰ γίνουν καινούρια γιὰ μᾶς.
«Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Μάτθ. 5,4)· ἡ μετάνοια ἐκφράζει ὄχι ἁπλῶς τὸ πένθος γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας ἀλλὰ καὶ τὴν «παρηγοριὰ» ἢ «παράκληση», ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ βεβαιότητα τῆς συγχώρεσης τοῦ Θεοῦ. Ἡ «μεγάλη κατανόηση» ἢ «ἀλλαγὴ νοός», ποὺ σημαίνει ἡ μετάνοια, συνίσταται ἀκριβῶς σὲ τοῦτο· στὴν ἀναγνώριση, ὅτι τὸ φῶς λάμπει στὸ σκοτάδι, καὶ πὼς τὸ σκοτάδι δὲν καταπίνει τὸ φῶς (Ἰωάν. 1,5). Μετάνοια, μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ἡ ἀναγνώριση πὼς ὑπάρχει καλό, ὅπως καὶ τὸ κακό, ἀγάπη, ὅπως καὶ μῖσος· καὶ εἶναι βεβαίωση, πὼς τὸ καλὸ εἶναι δυνατότερο, εἶναι ἡ πίστη στὴν τελικὴ νίκη τῆς ἀγάπης”.