Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Γιατί … (ἀνέφερε τὸ ὄνομά μου, ἂν καὶ μὲ ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορὰ) βάζεις κακὸ λογισμό, ὅτι δῆθεν ἀπὸ τὸν ἀναπτήρα συμπέρανα ὅτι εἴμαστε πατριῶτες;
    Ἔμεινα ἄναυδος. Κοιτοῦσα σὰν χαμένος, μὴ βρίσκοντας νὰ δώσω καμμία λογικὴ ἐξήγηση σὲ ὅσα ἄκουγα. Ἀναγκάστηκα ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ πιστέψω ὅτι ὁ μοναχὸς ποὺ εἶχα μπροστά μου εἶχε κάτι τὸ θεϊκό, μὲ τὸ ὁποῖο ἔβλεπε τὸ ὄνομά μου, τὴν καταγωγή μου, τοὺς συλλογισμούς μου… τὰ πάντα.
    Ταπεινωμένος κάθισα καὶ ἄκουγα μὲ εὐλάβεια ὅλα ὅσα μᾶς εἶπε στὴν συνέχεια ὁ Γέροντας.

  • !

    Ὅταν ἔφθασε στὸ «Φῶς Ἱλαρὸν» καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ἀπαγγέλει, ξαφνικὰ πλημμύρισε τὸ ἐκκλησάκι ἀπὸ ἕνα δυνατὸ φῶς.
    Ἐνῷ ἐμεῖς τὰ χάσαμε, βλέπομε τὸν Γέροντα νὰ ἀνοίγει τὸ πλεκτό του σὰν νὰ αἰσθανόταν δυσφορία καὶ νὰ λέει ἔντονα καὶ μὲ ἀγανάκτηση: «Ἄντε, βρὲ διάβολε, ποὺ θὰ μοῦ πεῖς ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ Ἄκτιστο φῶς! Νὰ μοῦ λείψουν τὰ φῶτα σου»!
    Δὲν πρόλαβε νὰ ὁλοκληρώσει τὰ λόγια του καὶ τὸ φῶς ἐξαφανίστηκε, ἐνῷ ἕνα φοβερὸ πετροβολητὸ ξέσπασε πάνω στὴν σκεπή.

  • !

    Ἀντίθετα ὁ Γέροντας ἀντὶ νὰ τρομοκρατηθεῖ, ἄρχισε νὰ γελάει. Μᾶς ἐξήγησε ὅτι ὁ πονηρὸς στὴν ἀρχὴ μὲ τὸ φῶς πῆγε νὰ μᾶς πλανήσει, ἀλλ’ ὅταν εἶδε ὅτι δὲν τὰ κατάφερε, λύσσαξε καὶ ξέσπασε στὸ ἄγριο πετροβόλημα.
    Μᾶς καθησύχασε, ὅτι ὁ διάβολος εἶναι τελείως ἀδύναμος νὰ μᾶς κάνει κακὸ χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σὰν τὸν σκύλο χωρὶς δόντια, ποὺ γαυγίζει μόνον χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ δαγκώσει. Ἴσα-ἴσα μᾶς βοηθάει μὲ τὸν φόβο νὰ πλησιάσωμε πιὸ κοντὰ στὸν Θεό.

Περιστατικά ἀπό τήν «Παναγούδα»

Άγιος Παΐσιος – Φωτογραφίες |

Εὐλαβὴς προσκυνητῆς διηγεῖται:

Κάποιοι φίλοι μου μοῦ ἀνέφεραν κατὰ καιροὺς πολλὰ θαυμαστὰ γιὰ τὸν πρόσφατα ἁγιοκαταταχθέντα ὅσιο Παΐσιο. Παρ’ ὅτι ἐγὼ δὲν τὰ πίστευα, δέχθηκα ὕστερα ἀπὸ πολλὲς πιέσεις τους νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε.

Φθάσαμε στὴν «Παναγούδα», ὅπου εἴδαμε μέσα στὴν αὐλὴ τὸν Γέροντα νὰ συνομιλεῖ μὲ ἀρκετοὺς ἄλλους. Ἀφοῦ κερασθήκαμε καὶ μόλις περάσαμε μέσα ἀπὸ τὴν ἐξώπορτα, ὁ π. Παΐσιος σηκώθηκε, ἦρθε κοντά μου, μὲ ἀγκάλιασε, μὲ ἀσπάσθηκε καὶ μὲ ἰδιαίτερη ἐγκαρδιότητα μοῦ εἶπε: «Καλῶς τὸν πατριώτη μου». (Λησμόνησα νὰ ἀναφέρω ὅτι κατάγομαι καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν Καππαδοκία).

Ξαφνιάστηκα πρὸς στιγμήν, ἀλλὰ βάζοντας ἀμέσως τὸν ὀρθολογισμό μου νὰ δουλέψει, σκέφθηκα: «θὰ εἶδε τὸ ὄνομά μου στὸν ἀναπτήρα» -κρατοῦσα στὸ χέρι μου ἕνα διαφημιστικὸ ἀναπτήρα τῆς Ἑταιρείας μας μὲ τὸ ἐπίθετό μου γραμμένο ἐπάνω- «καὶ ἀπὸ τὴν κατάληξη (-ογλου), θὰ ἔβγαλε τὸ συμπέρασμα ὅτι εἴμαστε πατριῶτες».

Δὲν πρόλαβα ὅμως νὰ ὁλοκληρώσω καλά-καλὰ τὸν συλλογισμό μου καὶ ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε ἐπιτιμητικά:

Γιατί … (ἀνέφερε τὸ ὄνομά μου, ἂν καὶ μὲ ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορὰ) βάζεις κακὸ λογισμό, ὅτι δῆθεν ἀπὸ τὸν ἀναπτήρα συμπέρανα ὅτι εἴμαστε πατριῶτες;

Ἔμεινα ἄναυδος. Κοιτοῦσα σὰν χαμένος, μὴ βρίσκοντας νὰ δώσω καμμία λογικὴ ἐξήγηση σὲ ὅσα ἄκουγα. Ἀναγκάστηκα ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ πιστέψω ὅτι ὁ μοναχὸς ποὺ εἶχα μπροστά μου εἶχε κάτι τὸ θεϊκό, μὲ τὸ ὁποῖο ἔβλεπε τὸ ὄνομά μου, τὴν καταγωγή μου, τοὺς συλλογισμούς μου… τὰ πάντα.

Ταπεινωμένος κάθισα καὶ ἄκουγα μὲ εὐλάβεια ὅλα ὅσα μᾶς εἶπε στὴν συνέχεια ὁ Γέροντας.

Περιττεύει νὰ ἀναφέρω ὅτι ἡ συνάντηση αὐτὴ ἐπέδρασε ριζικὰ στὴν μετέπειτα ζωή μου καὶ ὅτι στὴν συνέχεια ἐπισκεπτόμουν συχνά την «Παναγούδα».

Ἐδῶ, θὰ καταγράψω μόνον ἕνα ἀπὸ τὰ θαυμαστὰ ποὺ μοῦ συνέβησαν, σὲ κάποια ἀπὸ τὶς μετέπειτα ἐπισκέψεις μου:

Πηγαίνοντας μὲ ἕνα φίλο μου νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὸν Ὅσιο, καθίσαμε γιὰ λίγο νὰ ξεκουραστοῦμε, ἀλλὰ πιάσαμε τὴν συζήτηση καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβωμε πέρασε ἡ ὥρα. Ὅταν φθάσαμε καὶ χτυπήσαμε τὸ σιδεράκι, ἄνοιξε ἀμέσως ὁ Γέροντας καὶ μᾶς ρώτησε μὲ ἀπορία -ἐπιπλήττοντάς μας ἐλαφρά- γιὰ τὸ τόσον καθυστερημένον τῆς ὥρας.

Τότε μόνον συνειδητοποιήσαμε τὸ πόσον εἴχαμε χρονοτριβήσει καὶ τὸ ὅτι δὲν θὰ προλαβαίναμε ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα τῆς Μονῆς ποὺ φιλοξενούμαστε. Τότε ὁ π. Παΐσιος, γιὰ νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο, ἀναγκάστηκε -παρ’ ὅτι δὲν τὸ συνήθιζε- νὰ μᾶς κρατήσει στὸ Κελλί του.

Νωρὶς τὸ πρωί, μᾶς φώναξε γιὰ νὰ κάνουμε στὴν ἐκκλησία τὸν Ἑσπερινό. Μᾶς ἐξήγησε ὅτι ἀναγκαζόταν νὰ κάνει ἀπὸ τὸ πρωὶ τὸν Ἑσπερινό, γιὰ νὰ μὴν τὸν χάσει ἕνεκα τῶν πολλῶν προσκυνητῶν μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ. Ὅταν ἔφθασε στὸ «Φῶς Ἱλαρὸν» καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ἀπαγγέλει, ξαφνικὰ πλημμύρισε τὸ ἐκκλησάκι ἀπὸ ἕνα δυνατὸ φῶς.

Ἐνῷ ἐμεῖς τὰ χάσαμε, βλέπομε τὸν Γέροντα νὰ ἀνοίγει τὸ πλεκτό του σὰν νὰ αἰσθανόταν δυσφορία καὶ νὰ λέει ἔντονα καὶ μὲ ἀγανάκτηση: «Ἄντε, βρὲ διάβολε, ποὺ θὰ μοῦ πεῖς ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ Ἄκτιστο φῶς! Νὰ μοῦ λείψουν τὰ φῶτα σου»!

Δὲν πρόλαβε νὰ ὁλοκληρώσει τὰ λόγια του καὶ τὸ φῶς ἐξαφανίστηκε, ἐνῷ ἕνα φοβερὸ πετροβολητὸ ξέσπασε πάνω στὴν σκεπή. Νὰ μὲ συγχωρεῖτε, ἀλλὰ ἐγὼ ἀπὸ τὸν φόβο μου ἔγινα μούσκεμα ἀπὸ τὴν μέση καὶ κάτω…

Ἀντίθετα ὁ Γέροντας ἀντὶ νὰ τρομοκρατηθεῖ, ἄρχισε νὰ γελάει. Μᾶς ἐξήγησε ὅτι ὁ πονηρὸς στὴν ἀρχὴ μὲ τὸ φῶς πῆγε νὰ μᾶς πλανήσει, ἀλλ’ ὅταν εἶδε ὅτι δὲν τὰ κατάφερε, λύσσαξε καὶ ξέσπασε στὸ ἄγριο πετροβόλημα.

Μᾶς καθησύχασε, ὅτι ὁ διάβολος εἶναι τελείως ἀδύναμος νὰ μᾶς κάνει κακὸ χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σὰν τὸν σκύλο χωρὶς δόντια, ποὺ γαυγίζει μόνον χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ δαγκώσει. Ἴσα-ἴσα μᾶς βοηθάει μὲ τὸν φόβο νὰ πλησιάσωμε πιὸ κοντὰ στὸν Θεό.