Ὢ πόσο πρωτοφανῆ καὶ ὑπέροχα εἶναι τὰ μυστήρια τῆς Παρθένου. Ὢ πόσο θαυμαστὴ αὐτὴ ἡ δικαιοσύνη! Ὢ μεγαλεῖο ψυχῆς, πού μὲ τέτοια ἁγνότητα στόλισε τὸ σῶμα της! Ὢ σῶμα πού ξεπερνώντας τὴ φύση του τόσο πολὺ ὑψώθηκε μαζὶ μὲ τὴν ψυχή! Ὢ φῶς λαμπρὸ πού καταύγασε ἐκεῖνο τὸ νοῦ! «Τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ διαλαλήσω»; ρωτάει ἔκπληκτος ὁ προφήτης (Δᾶν. 10,17). Τὸν Θεό, που κανένας ποτὲ δὲν περιέλαβε τόπος, που ἡ κτίση ὅλη -κι ἂν ἀκόμα γίνει μύριες φορὲς μεγαλύτερη- δὲν τὸν χωρεῖ, Αὐτὸν τὸν περιέβαλε μὲ τὸ αἷμα της ἡ Παρθένος. Κι ὄχι ἁπλῶς τὸν περιέβαλε, ἀλλὰ τοῦ ὕφανε μὲ τὸ αἷμα της τέτοιο χιτώνα, πού ἀπὸ κάθε ἄποψη νὰ ταιριάζει στὸ βασιλιά. Αὐτὴ ἡ ἕνωση οὔτε μπορεῖ νὰ γίνει παράδειγμα σὲ τίποτε ἄλλο οὔτε ἀπὸ κανένα ἄλλο παράδειγμα μπορεῖ νὰ ἐκφρασθεῖ. Ἀλλὰ εἶναι μιὰ ἕνωση μοναδική, πρωτοφανὴς καὶ ἀνεπανάληπτη. Γιατί τὸ αἷμα τῆς μακαρίας ἔγινε αἷμα Θεοῦ -πῶς νὰ τὸ ἐκφράσω;- καί, συμμετέχοντας τόσο στενὰ σὲ κάθετι πού Αὐτὸς εἶχε, ἀναδείχθηκε ὁμότιμο καὶ ὁμόθρονο καὶ ὁμόθεο μὲ τὴ θεία φύση. Σὲ τέτοιο ὕψος ἁγιότητος ἔφθασε ἡ Παρθένος, τόσο ἡ ἀρετὴ τῆς ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινο νοῦ!
Ἄνθρωπος ἦταν. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐβλάστησε. Κι ἦταν μέτοχος σὲ κάθε κοινὸ χαρακτηριστικό του ἀνθρώπινου γένους. Δὲν κληρονόμησε ὅμως τὴν ἴδια νοοτροπία οὔτε παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν τόσο μεγάλη κακία που ἐπικρατεῖ σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἀλλὰ νίκησε τὴν ἁμαρτία κι ἀντιστάθηκε στὴ φθορὰ τῆς φύσεώς μας κι ἔδωσε τέλος στὴν κακία. Ἔγινε ἔτσι αὐτὴ ἡ ἴδια ἁγία ἀπαρχὴ καὶ βάδισε πρώτη καὶ ὑπῆρξε ὁδηγὸς τῶν ἀνθρώπων στὸ δρόμο πρὸς τὸν Θεό. Γιατί διατήρησε τὴ θέλησή της τόσο καθαρή, σὰν νὰ ἦταν μόνη της σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος οὔτε κανένα ἄλλο πλάσμα νὰ εἶχε ποτὲ δημιουργηθεῖ, σὰν νὰ βρισκόταν μόνη μπροστὰ στὸν μόνο Θεό. Δὲν συγκέντρωσε τὴν προσοχή της σὲ κανένα ἀπὸ τὰ κτίσματα οὔτε προσηλώθηκε σὲ τίποτε ἀπολύτως ἀπὸ ὅ,τι ὑπάρχει στὸν κόσμο. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ πού ἦρθε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἀποχωρίσθηκε κατὰ τὸ καλύτερο μέρος. Κι ἔτσι, ἔχοντας ξεπεράσει ὅλη τὴν κτίση, τὴ γῆ, τὸν οὐρανό, τὸν ἥλιο, τὰ ἀστέρια, τὸν ἴδιο τὸ χορὸ τῶν Ἀγγέλων, πού περιβάλλει τὸν Θεό, δὲν σταμάτησε παρὰ ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ τὸν καθαρὸ Θεό, ἡ καθαρή. Κι ἀναδείχθηκε ἱερώτερη ἀπὸ τὶς θυσίες, τιμιώτερη ἀπὸ τὰ θυσιαστήρια γιὰ τὸν Θεό, τόσο πιὸ ἅγια ἀπὸ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἱερεῖς, ὅσο ἁγιώτερος ἀπὸ αὐτοὺς πού ἁγιάζονται εἶναι ἐκεῖνος πού τοὺς ἁγιάζει. Γιατί βέβαια κανεὶς δὲν ἦταν ἅγιος πρὶν γεννηθεῖ ἡ μακαρία. Αὐτὴ πρώτη καὶ μοναδική, ἀπαλλαγμένη ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, παρουσιάσθηκε νὰ εἶναι πραγματικὰ ἁγία, καὶ ἁγία ἁγίων κι ὅ,τι ἀκόμη περισσότερο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ. Κι ἄνοιξε καὶ στοὺς ἄλλους τὴν πόρτα τῆς ἁγιοσύνης μὲ τὸ νὰ ἔχει προετοιμασθεῖ κατάλληλα γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Σωτήρα, ἀπὸ ὅπου ἦλθε ἡ ἁγιότητα καὶ στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς ἱερεῖς καὶ σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἀξιώθηκε νὰ συμμετάσχει στὰ θεία μυστήρια.
Γιατί ὁ καρπὸς τῆς Παρθένου εἶναι ἐκεῖνος πού πρῶτος καὶ μόνος ἔφερε τὴν ἁγιότητα στὸν κόσμο. Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ μακάριος Παῦλος: «πρόδρομος γιὰ χάρη μας εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ ἅγια» (Ἑβρ. 6,20). Γιατί, ἂν συμβαίνει νὰ λέγεται ὅτι καὶ πρὶν νὰ ἔρθει ὁ Σωτήρας πολλοὶ ἄνθρωποι ἀξιώθηκαν νὰ ἔχουν αὐτὴ τὴν ἐπωνυμία, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἔλαβαν μέρος στὰ μυστήρια τῆς θείας οἰκονομίας, συμμετέχοντας στὶς προτυπώσεις τους. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο λέγει ὁ Παῦλος ὅτι καὶ πρὶν ἀκόμη «ὀνειδισθεῖ» ὁ Χριστός, ὁ Μωυσῆς προτίμησε «ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς Αἰγύπτου τὸν ὀνειδισμὸ τοῦ Χριστοῦ» (11,26). Καὶ ἀκόμη, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ εἶναι καλὰ παρασκευασμένοι γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἁγιότητα κι ἕτοιμοι νὰ ὑποδεχθοῦν, τὴν ἀκτίνα ἐκείνη ἀπὸ τὴν ὁποία ἀνέτειλε ἡ σωτηρία. Μὲ αὐτὰ συμφωνεῖ ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποῦ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας: «ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἴνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθεία» (Ἰωάν. 17,19). Ἔτσι καταλαβαίνουμε πώς οἱ παλιοὶ ἐκεῖνοι ἅγιοι, μιὰ καὶ ὁ Σωτήρας δὲν εἶχε ἀκόμη φανερωθεῖ, δέχθηκαν τὸν ἁγιασμὸ διαμέσου σκιῶν καὶ συμβόλων.
Ἔπρεπε βέβαια νὰ λάβει μέρος σὲ κάθετι πού ἔκανε ὁ Υἱός της γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὅπως τοῦ μετέδωκε τὸ αἷμα καὶ τὴ σάρκα της κι ἔλαβε ἀμοιβαία μέρος στὶς δικές του χάριτες, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἔλαβε μέρος καὶ σὲ ὅλους τους πόνους καὶ τὴν ὀδύνη του. Κι αὐτὸς βέβαια καρφωμένος στὸ σταυρὸ δέχθηκε στὴν πλευρὰ τὴν λόγχη, ἐνῶ διαπέρασε τὴν καρδιὰ τῆς Παρθένου ρομφαία, ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἁγιώτατος Συμεών. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὅλα τὰ ἄλλα μαρτύρια τὰ προξενοῦσαν οἱ «κύνες» ἐκεῖνοι ἀπὸ κοινοῦ στὸν Υἱὸ καὶ στὴ μητέρα. Τὸ ἴδιο κι ὅταν χρησιμοποιώντας παλαιοτέρους λόγους του τὸν κατηγοροῦσαν σὰν ἀλαζόνα κι ὅταν τὸν ὀνόμαζαν πλάνο κι ἀγωνίζονταν ν’ ἀποδείξουν τὴν πλάνη του.
Ἔτσι, χάρις σ’ αὐτὲς τὶς ὁμοιότητες αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη πού ἔγινε «συμμορφος» μὲ τὸ θάνατο τοῦ Σωτήρα καὶ γι’ αὐτὸ ἔλαβε πρὶν ἀπὸ ὅλους μέρος καὶ στὴν ἀνάστασή Του. Γιατί, ὅταν ὁ Υἱὸς της διέλυσε τὴν τυραννία τοῦ Ἅδη κι ἀναστήθηκε, τὸν εἶδε βέβαια καὶ τὸν ἄκουσε καὶ τὸν προέπεμψε, ὅσο ἦταν δυνατόν, καθὼς ἔφευγε γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ πῆρε, μετὰ τὴν Ἀνάληψη, τὴ θέση τοῦ ἀνάμεσα στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς ἄλλους συντρόφους του, αὐξάνοντας ἔτσι τὶς εὐεργεσίες μὲ τὶς ὅποιες Ἐκεῖνος εὐεργέτησε τὴν ἀνθρώπινη φύση, «ἀναπληρώνοντας», δηλαδή, πιὸ ἄξια ἀπὸ ὅλους «τὰ ὑστερήματα τοῦ Χριστοῦ» (Κόλ. 1,24). Γιατί σὲ ποιὸν ἄλλο μποροῦσε ὅλα αὐτὰ νὰ ταιριάζουν παρὰ στὴ μητέρα;
Ἦταν ὅμως ἀνάγκη ἡ παναγία ἐκείνη ψυχὴ νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὸ ὑπεράγιο ἐκεῖνο σῶμα. Καὶ χωρίζεται βέβαια καὶ ἑνώνεται μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ Υἱοῦ της, μὲ τὸ πρῶτο φῶς ἑνώνεται τὸ δεύτερο. Καὶ τὸ σῶμα, ἀφοῦ ἔμεινε γιὰ λίγο στὴ γῆ, ἀναχώρησε κι αὐτὸ μαζὶ μὲ τὴν ψυχή. Γιατί ἔπρεπε νὰ πέρασει ἀπὸ ὅλους τους δρόμους ἀπὸ τοὺς ὁποίους πέρασε ὁ Σωτήρας, νὰ λάμψει καὶ στοὺς ζωντανοὺς καὶ στοὺς νεκρούς, νὰ ἁγιάσει διαμέσου ὅλων τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ λάβει ἀμέσως μετὰ τὸν ἁρμόζοντα τόπο. Τὸ δέχθηκε ἔτσι γιὰ λίγο ὁ τάφος, τὸ παρέλαβε δὲ καὶ ὁ οὐρανός, αὐτὸ τὸ πνευματικὸ σῶμα, τὴν καινὴ γῆ, τὸ θησαυρὸ τῆς δικῆς μας ζωῆς, τὸ τιμιώτερο ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, τὸ ἁγιώτερο ἀπὸ τοὺς Ἀρχαγγέλους. Ξαναδόθηκε ἔτσι ὁ θρόνος στὸ βασιλιά, ὁ παράδεισος στὸ ξύλο τῆς ζωῆς, ὁ δίσκος στὸ φῶς, στὸν καρπὸ τὸ δένδρο, ἡ μητέρα στὸν Υἱό, ἀξία καθόλα ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Ποιὸς λόγος εἶναι ἀρκετὸς γιὰ νὰ ὑμνήσει, ὢ μακαρία, τὴν ἀρετή σου, τὶς χάριτες πού σοῦ δώρισε ὁ Σωτήρας, αὐτὲς πού Σὺ δώρισες στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων; Κανείς, ἔστω κι ἂν «λαλεῖ τὶς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων», ὅπως θὰ΄ λεγε ὁ Παῦλος (Ἃ΄ Κόρ. 13,1). Προσωπικά μοῦ φαίνεται ὅτι τὸ νὰ καταλαβαίνει κανεὶς καὶ νὰ διακηρύσσει σωστὰ καὶ ὅπως πρέπει τὰ μεγαλεία Σου ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς αἰώνιας μακαριότητας, πού ἀποκεῖται στοὺς δικαίους. Τὰ δικά Σου μεγαλεία ἀνήκουν μόνο στὸ χῶρο ἐκεῖνο ὅπου ὁ οὐρανὸς εἶναι καινὸς καὶ ἡ γῆ καινή, τὸ χῶρο πού φωτίζεται ἀπὸ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος Ἥλιος οὔτε προηγεῖται οὔτε ἕπεται ἀπὸ τὸ σκοτάδι, ἐκεῖ ὅπου ὑμνητὴς τῶν μεγαλείων Σου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας καὶ Ἄγγελοι αὐτοὶ ποῦ χειροκροτοῦν. Σ’ αὐτὸν μόνο πράγματι τὸ χῶρο μπορεῖ νὰ Σοῦ προσφερθεῖ ἡ ὑμνωδία ποῦ Σου ἀξίζει. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατον νὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν ὕμνησή Σου. Τόσο μόνο μποροῦμε νὰ Σὲ ὑμνήσουμε, ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ ἁγιάσουμε τὴ γλώσσα καὶ τὴν ψυχή μας. Γιατί καὶ μόνο ἕνας λόγος καὶ μιὰ ἀνάμνηση, πού ἀναφέρεται σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ δικά Σου μεγαλεία, ἀνυψώνει τὴν ψυχὴ καὶ κάνει καλύτερο τὸ νοῦ καὶ μᾶς μετατρέπει ὅλους ἀπὸ σαρκικοὺς σὲ πνευματικοὺς καὶ ἀπὸ βέβηλους σὲ ἁγίους.
Ἀλλ’, ὢ Παρθένε, Σὺ πού εἶσαι κάθε ἀγαθό, κάθετι πού ξέρουμε σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ κι ὅ,τι θὰ μάθουμε, ὅταν ἀφήσουμε τὸν κόσμο! Ὢ Σύ, πού ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου ὁδήγησες καὶ τοὺς ἄλλους πρὸς τὴ μακαριότητα καὶ τὴν ἁγιωσύνη ! Ὢ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ φῶς τοῦ κόσμου καὶ ὁδὸς πού ὁδηγεῖ στὸν Σωτήρα καὶ θύρα καὶ ζωή, Σὺ πού εἶσαι ἀξία νὰ ὀνομάζεσαι μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὀνόματα μὲ τὰ ὅποια προσφωνήθηκε γιὰ τὴ σωτηρία ποῦ μᾶς χάρισε ὁ Σωτήρας.
Ὢ Σὺ Παρθένε, πού εἶσαι ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ἔπαινο κι ἀπὸ κάθε ὄνομα, πού θὰ μποροῦσε νὰ σὲ χαρακτηρίσει, δῶσε νὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε καὶ νὰ ψάλλουμε κάπως καλύτερα τὰ μεγαλεῖα Σου καὶ τώρα, σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν, στὴν αἰωνία. Ἀμήν.