Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἐκεῖ, λοιπόν, καθὼς προσευχόμουν καθισμένος στὸ σκαμνί μου, εἶδα ὅτι βρισκόμουν κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου τὴν ὥρα τῆς Ἀποκαθηλώσεως. Συγκλονίστηκα, μὲ πήραν τὰ δάκρυα καὶ τὸ μόνο ποὺ ἔλεγα ἦταν «Κύριε, Κύριε, Χριστέ μου, Κύριέ μου.» Τότε ἄκουσα τὸν Ἅγιο Ἰωσήφ, τὸν εὐσχήμονα βουλευτῆ, νὰ μοῦ λέει: «Κύριλλε, ἄνοιξε τὰ χέρια σου νὰ κρατήσεις τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου». Ἐγώ, γεμᾶτος φόβο, ἄνοιξα τὰ χέρια μου καὶ οἱ Μυροφόρες τοποθέτησαν πάνω τους ἕνα λευκὸ σεντόνι. Τότε εἶδα τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Πώ! πώ! πόσο ὄμορφη ἦταν ἀλλὰ καὶ πόσο λυπημένη! Οἱ ἅγιοι Κηδευτὲς τοποθέτησαν τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ στὰ χέρια μου καὶ οἱ ἅγιες Μυροφόρες ἔριχναν στὸ νεκρὸ Σῶμα συνεχῶς μύρα. Συνέχισα γοερὰ νὰ κλαίω καὶ νὰ κατασπάζομαι τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, λέγοντας συνεχῶς: «Κύριε μου, Κύριε μου».

  • !

    Ἔτρεξα μὲ φόβο νὰ τὸ ἀναφέρω στὸν ἅγιο Γέροντα Ἰάκωβο. Αὐτὸς ἦταν σὰ νὰ μὲ περίμενε. Κοιτάζοντάς με στὰ μάτια, χωρὶς κἂν νὰ τοῦ πὼ κάτι, μοῦ εἶπε: «Εἶδες Κύριλλε, εἶδες;»

Θαυμαστὸ γεγονός

 

Διήγηση Γέροντος Κύριλλου, προηγούμενου τῆς Μονῆς Ὁσίου Δαυὶδ Εὐβοίας:

«Τὸ Δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Ἀποκαθηλώσεως τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς «Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον….», τὸ ἀγαποῦσα ἰδιαίτερα, γι΄ αὐτὸ ποθοῦσα νὰ τὸ ψάλλω. Τὸ ἴδιο Δοξαστικὸ ψάλλεται καὶ στὸν Ἑσπερινὸ τῆς Ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς τῶν Μυροφόρων. Ἔτσι, κάποια χρονιά, ἀκόμη ζοῦσε ὁ μακαριστὸς Ἅγιος Γέροντας Ἰάκωβος, στὸν Ἑσπερινὸ τῆς Ἀποδόσεως τῶν Μυροφόρων, τὸ ἔψαλα μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά. Ὅμως ὁ ἅγιος Γέροντας, κάτι φαίνεται εἶδε μέσα μου καὶ μὲ παρατήρησε αὐστηρά. Ἐγὼ δὲν εἴπα τίποτα. Ἔσκυψα τὸ κεφάλι καὶ πήγα στὸ κελλί μου.

Ἐκεῖ, λοιπόν, καθὼς προσευχόμουν καθισμένος στὸ σκαμνί μου, εἶδα ὅτι βρισκόμουν κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου τὴν ὥρα τῆς Ἀποκαθηλώσεως. Συγκλονίστηκα, μὲ πήραν τὰ δάκρυα καὶ τὸ μόνο ποὺ ἔλεγα ἦταν «Κύριε, Κύριε, Χριστέ μου, Κύριέ μου.» Τότε ἄκουσα τὸν Ἅγιο Ἰωσήφ, τὸν εὐσχήμονα βουλευτῆ, νὰ μοῦ λέει: «Κύριλλε, ἄνοιξε τὰ χέρια σου νὰ κρατήσεις τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου». Ἐγώ, γεμᾶτος φόβο, ἄνοιξα τὰ χέρια μου καὶ οἱ Μυροφόρες τοποθέτησαν πάνω τους ἕνα λευκὸ σεντόνι. Τότε εἶδα τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Πώ! πώ! πόσο ὄμορφη ἦταν  ἀλλὰ καὶ πόσο λυπημένη! Οἱ ἅγιοι Κηδευτὲς τοποθέτησαν τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ στὰ χέρια μου καὶ οἱ ἅγιες Μυροφόρες ἔριχναν στὸ νεκρὸ Σῶμα συνεχῶς μύρα. Συνέχισα γοερὰ νὰ κλαίω καὶ νὰ κατασπάζομαι τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, λέγοντας συνεχῶς: «Κύριε μου, Κύριε μου».

Ὅταν συνήλθα, σκέφτηκα, μήπως ἦταν ὄνειρο ἢ μὲ ἐνέπαιξε τυχὸν ὁ πειρασμός. Ὅμως, καθὼς ἔκανα τὸν σταυρό μου καὶ κίνησα τὰ χέρια μου, τὰ αἰσθάνθηκα ὑγρά. Ἦταν πλημμυρισμένα ἀπὸ μύρο, ποὺ εὐωδίαζε ὅμοια μὲ τὸ μύρο ποὺ ἔρραναν οἱ Μυροφόρες τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Μύρο εἶχε πέσει καὶ στὸ δάπεδο τοῦ κελλιοῦ. Ἔτρεξα μὲ φόβο νὰ τὸ ἀναφέρω στὸν ἅγιο Γέροντα Ἰάκωβο. Αὐτὸς ἦταν σὰ νὰ μὲ περίμενε. Κοιτάζοντάς με στὰ μάτια, χωρὶς κἂν νὰ τοῦ πὼ κάτι, μοῦ εἶπε: «Εἶδες Κύριλλε, εἶδες;»

Αὐτὴ ἡ εὐωδία στὸ κελλί μου καὶ στὰ χέρια μου κράτησε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα καὶ ντρεπόμουν νὰ δίνω τὸ χέρι μου νὰ τὸ ἀσπάζονται, γιὰ νὰ μὴ λένε, ὅτι ὁ Κύριλλος βάζει ἀρώματα».