Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Σὰν νοοτροπία, ἀτμόσφαιρα, αὐτονόητη ἀνάγκη, ἡ ἀπαίτηση τῆς ἀντικειμενικότητας σφραγίζει τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας. Μεγαλώνουμε, μαθαίνοντας νὰ ἐκτιμᾶμε ὅ,τι εἶναι λογικό, ἀναμφισβήτητα ὀρθό. Ἐξοπλιζόμαστε μὲ τὴν ἀντικειμενικὴ ὀρθότητα, γιατί αὐτὴ μόνο ἐπιβάλλεται καὶ ὁδηγεῖ στὴν κοινὴ ἀναγνώριση καὶ στὴν ἐπίτευξη συγκεκριμένων στόχων.

  • !

    Σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς του, καμπὴ ἤ «στροφὴ τοῦ δρόμου» του, ὑποψιάζεται ὁ ἄνθρωπος πὼς ἡ θετικὴ γνώση ἀπαντάει μόνο σὲ ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ ἐρωτήματά του. Κι ὅτι ὑπάρχει ἕνας χῶρος μετὰ-τὴ-φυσική, ὁ μεταφυσικὸς χῶρος (ὁ χῶρος τῆς τέχνης, τοῦ ἔρωτα, τοῦ μυστηρίου τῆς ὕπαρξης) ποὺ γιὰ νὰ τὸν γνωρίσει κανεὶς πρέπει νὰ τὸν προσεγγίσει μὲ «μέτρα καὶ σταθμὰ» πολὺ διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν ἁπλὴ πιστοποίηση τῶν αἰσθητῶν δεδομένων τῆς φύσης.

  • !

    Σήμερα ζοῦμε σὲ ἕναν πολιτισμὸ ποὺ προσπαθεῖ νὰ θεμελιωθεῖ στὴν «ἀπώθηση», τὴ λησμονιὰ τῶν μεταφυσικῶν ἐρωτημάτων, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ στάση πάλι μεταφυσικὴ εἶναι καὶ θεμελιώνει κι αὐτὴ (ἢ ξεθεμελιώνει) ἕναν πολιτισμό.

  • !

    Ἐξ ἄλλου, ὅσο κι ἂν προσπαθεῖ νὰ ἀποφύγει ὁ ἄνθρωπος τὰ ἀμείλικτα ἐρωτήματα τῆς μεταφυσικῆς, ὅσο κι ἂν ἐπιχειρεῖ νὰ τὰ ξεχάσει μέσα στὸν πυρετὸ τῆς ἐπαγγελματικῆς δραστηριότητας, τῆς πολιτικῆς στράτευσης ἢ στὴν ἀκόρεστη ἀναζήτηση τῆς ἡδονῆς, ὅσο κι ἂν τὰ περιφρονεῖ καὶ τὰ χλευάζει στὸ ὄνομα μιᾶς μυθοποιημένης «ἐπιστήμης» ποὺ «σὲ ὅλα ἀπαντᾶ» ἢ «κάποτε θὰ ἀπαντήσει», τὰ ἐρωτήματα καιροφυλαχτοῦν σὲ κάποια στιγμὴ τοῦ δρόμου. Ἡ ξαφνικὴ «βλάβη», ποὺ λέει ὁ Durrenmatt: αὐτοκινητιστικὸ δυστύχημα, ἕνας καρκίνος, κάποιο καρδιακὸ «ἐπεισόδιο».

Θετικὴ γνώση καὶ μεταφυσική

\"\"

Ὑπάρχουν γνώσεις ἤ ἐπιστῆμες ποὺ τὶς ὀνομάζουμε θετικές: Διεκδικοῦν τὴ θετικότητα, δηλαδὴ τὴ σιγουριά, τὸ χαρακτήρα τῆς ἀναμφισβήτητης βεβαιότητας. Κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ τὶς ἐπαληθεύσει μὲ τὴν παρατήρηση, τὸ πείραμα ἢ τὸν μαθηματικὸ λογισμό. Ἀναφέρονται στὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου ποὺ μᾶς περιβάλλει, εἶναι γνώσεις ἢ ἐπιστῆμες τῆς φυσικῆς πραγματικότητας.

Ἐξίσου θετικὲς ἐμφανίζονται καὶ οἱ ἐπιστῆμες ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὸ φαινόμενο τοῦ κοινωνικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων, τὴν ὀργάνωση καὶ λειτουργία του, ἢ μὲ τὶς ἀξιόπιστες πληροφορίες γιὰ τὸ παρελθὸν — τὴν Ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἐδῶ ἡ γνώση εἶναι ἄμεσα καὶ ἐμπειρικὰ ἐπαληθεύσιμη, ἑπομένως σίγουρη καὶ ὑποχρεωτικὴ γιὰ ὅλους.

Αὐτὴ ἡ σίγουρη, θετικὴ καὶ ἀναμφισβήτητη γνώση μοιάζει νὰ εἶναι ἡ βασικότερη ἐπιδίωξη τοῦ πολιτισμοῦ μας σήμερα. Κάθε πτυχὴ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μας, ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ ἀγωγὴ ὥς τὴ σχολικὴ ἐκπαίδευση καὶ ὥς τὸ ἐπάγγελμα καὶ τὴν ὀργάνωση τῶν δομῶν καὶ θεσμῶν τοῦ κοινοῦ μας βίου, προϋποθέτουν, ἀλλὰ καὶ στοχεύουν σὲ αὐτὸ ποὺ λέμε ἀντικειμενικότητα: τὴ φανερὴ σὲ ὅλους, χειροπιαστή, στέρεα γνώση.

Σὰν νοοτροπία, ἀτμόσφαιρα, αὐτονόητη ἀνάγκη, ἡ ἀπαίτηση τῆς ἀντικειμενικότητας σφραγίζει τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας. Μεγαλώνουμε, μαθαίνοντας νὰ ἐκτιμᾶμε ὅ,τι εἶναι λογικό, ἀναμφισβήτητα ὀρθό. Ἐξοπλιζόμαστε μὲ τὴν ἀντικειμενικὴ ὀρθότητα, γιατί αὐτὴ μόνο ἐπιβάλλεται καὶ ὁδηγεῖ στὴν κοινὴ ἀναγνώριση καὶ στὴν ἐπίτευξη συγκεκριμένων στόχων.

Κι ὅμως, ταυτόχρονα, μέσα στὴν ὀρθολογικὰ ὀργανωμένη ζωὴ μας παραμονεύουν μερικὰ ἐρωτήματα ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑποταχθοῦν στὴν ἀπαίτηση γιὰ θετικὴ γνώση. Μιὰ πρώτη ὁμάδα τέτοιων ἐρωτημάτων συνδέεται μὲ τὶς ἐμπειρίες ποὺ ἔχουμε ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς Τέχνης: Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ διαφοροποιεῖ ἕναν πίνακα τοῦ Rembrand ἀπὸ ἕναν πίνακα τοῦ Van Gogh, τὴ μουσικὴ τοῦ Bach ἀπὸ τὴν μουσικὴ τοῦ Mozart; Πῶς γίνεται νὰ μένει ἀνυπότακτη σὲ κάθε θετικὸ προκαθορισμὸ καὶ σὲ κάθε ἀντικειμενικὴ ταξινόμηση ἡ καλλιτεχνικὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου; Καὶ πῶς τὸ μάρμαρο, τὸ χρῶμα ἢ οἱ λέξεις «φυλάγουν τὴ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου», καθὼς λέει ὁ ποιητὴς — σώζουν τὴ μοναδικότητα καὶ ἀνομοιότητα τοῦ κάθε καλλιτέχνη ἀποτυπωμένη στὸ ἔργο του;

Τέτοια ἐρωτήματα, ἀναπάντητα ἀπὸ τὴ «θετικὴ γνώση», γεννάει καὶ ἡ ἴδια ἡ παρατήρηση τῆς φύσης, ὅταν ξεπεράσουμε τὴν ἁπλὴ πιστοποίηση τῶν ἀντικειμένων καὶ ἀναρωτηθοῦμε γιὰ τὴν ἀρχική τους αἰτία καὶ τὸν τελικό τους σκοπό: Πῶς ἔγιναν ὅλα ὅσα ὑπάρχουν γύρω μας καὶ ποῦ κατατείνουν; Ἔγιναν ἀπὸ κάποιον, ἔγιναν στὴν τύχη, ὑπάρχουν πάντα καὶ θὰ ὑπάρχουν μὲ τὸν ἴδιο ἄλογο καὶ ἀνεξήγητο τρόπο; Ὅποια ἀπάντηση κι ἂν δεχθοῦμε, εἶναι ἐξίσου αὐθαίρετη καὶ ἂν ἀποδείκτη — πάντοτε μὲ τὰ κριτήρια τῆς θετικῆς γνώσης. Καὶ πῶς ἑρμηνεύεται τὸ κάλλος τοῦ κόσμου, ἡ ἁρμονία, ἡ τάξη, ἡ ὀργανικὴ λειτουργικότητα ποὺ ὑπηρετεῖ κάθε ἐλάχιστη λεπτομέρεια τοῦ φυσικοῦ κόσμου;

Πέρα κι ἀπὸ ὅλα αὐτά, σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, κάποια «στροφὴ τοῦ δρόμου μας», συναντιώμαστε ἀναπόφευκτα μὲ τὴν ἀρρώστια, τὴ φθορά, τὸ θάνατο. Καὶ τότε προβάλλουν τὰ πιὸ ἀμείλικτα ἐρωτήματα: Ποιὰ εἶναι ἡ λογικὴ αὐτοῦ τοῦ ἐφήμερου κύκλου τῆς βιολογικῆς μας ὕπαρξης; Τελειώνουν λοιπὸν ὅλα σὲ δύο μέτρα γῆς; Καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ σβήνει τὸν θάνατο καὶ ἀφήνει τὸ κορμὶ σὰν οὐδέτερο ἀντικείμενο νὰ λιώσει στὸ χῶμα; Τί εἶναι τὸ βλέμμα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ λόγος, τὸ γέλιο του, οἱ χειρονομίες, ἡ «ἔκφρασή» του; Αὐτὸ ποὺ σβύνει μὲ τὸ θάνατο εἶναι ὅ,τι τὸν κάνει μοναδικό, ἀνόμοιο καὶ ἀνεπανάληπτο — ὁ τρόπος ποὺ ἀγαπάει, ποὺ χαίρεται, ποὺ πονάει, ὁ ξεχωριστὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κάθε ἄνθρωπος πραγματοποιεῖ τὴ ζωή. Ὅλα αὐτὰ καὶ ὅσα ἄλλα προσπαθεῖ νὰ τὰ σπουδάσει σήμερα μὲ ἐπιστημοσύνη ἡ «ψυχολογία τοῦ βάθους», ὅπως τὴ λέμε, ἡ συνείδηση καὶ τὸ ὑποσυνείδητο καὶ τὸ ἀσυνείδητο καὶ τελικὰ τὸ «ἐγώ», ἡ ταυτότητα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι λειτουργίες βιολογικές, ὅπως ἡ πέψη καὶ ἡ ἀναπνοὴ καὶ ἡ κυκλοφορία τοῦ αἵματος; Ἢ μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι, ὑπάρχει μὲ τρόπο ποὺ δὲν ἐξαντλεῖται στὶς βιολογικὲς λειτουργίες του καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος κάνει ἀληθινὰ ὑπαρκτὸ τὸν ἄνθρωπο χωρὶς νὰ θίγεται ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ τὸ θάνατο;

Σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς του, καμπὴ ἤ «στροφὴ τοῦ δρόμου» του, ὑποψιάζεται ὁ ἄνθρωπος πὼς ἡ θετικὴ γνώση ἀπαντάει μόνο σὲ ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ ἐρωτήματά του. Κι ὅτι ὑπάρχει ἕνας χῶρος μετὰ-τὴ-φυσική, ὁ μεταφυσικὸς χῶρος (ὁ χῶρος τῆς τέχνης, τοῦ ἔρωτα, τοῦ μυστηρίου τῆς ὕπαρξης) ποὺ γιὰ νὰ τὸν γνωρίσει κανεὶς πρέπει νὰ τὸν προσεγγίσει μὲ «μέτρα καὶ σταθμὰ» πολὺ διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν ἁπλὴ πιστοποίηση τῶν αἰσθητῶν δεδομένων τῆς φύσης.

Αἰῶνες ὁλόκληρους πάλεψε καὶ παλεύει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ μεταφυσικὰ ἐρωτήματα. Ἡ φιλοσοφία, ἡ τέχνη, οἱ θρησκεῖες, εἶναι μορφὲς αὐτῆς τῆς ἀδιάκοπης καὶ ἀέναης πάλης, ποὺ ξεχωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ἄλλο ὑπαρκτὸ καὶ δημιουργεῖ τὸν πολιτισμό του. Σήμερα ζοῦμε σὲ ἕναν πολιτισμὸ ποὺ προσπαθεῖ νὰ θεμελιωθεῖ στὴν «ἀπώθηση», τὴ λησμονιὰ τῶν μεταφυσικῶν ἐρωτημάτων, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ στάση πάλι μεταφυσικὴ εἶναι καὶ θεμελιώνει κι αὐτὴ (ἢ ξεθεμελιώνει) ἕναν πολιτισμό.

Ἐξ ἄλλου, ὅσο κι ἂν προσπαθεῖ νὰ ἀποφύγει ὁ ἄνθρωπος τὰ ἀμείλικτα ἐρωτήματα τῆς μεταφυσικῆς, ὅσο κι ἂν ἐπιχειρεῖ νὰ τὰ ξεχάσει μέσα στὸν πυρετὸ τῆς ἐπαγγελματικῆς δραστηριότητας, τῆς πολιτικῆς στράτευσης ἢ στὴν ἀκόρεστη ἀναζήτηση τῆς ἡδονῆς, ὅσο κι ἂν τὰ περιφρονεῖ καὶ τὰ χλευάζει στὸ ὄνομα μιᾶς μυθοποιημένης «ἐπιστήμης» ποὺ «σὲ ὅλα ἀπαντᾶ» ἢ «κάποτε θὰ ἀπαντήσει», τὰ ἐρωτήματα καιροφυλαχτοῦν σὲ κάποια στιγμὴ τοῦ δρόμου. Ἡ ξαφνικὴ «βλάβη», ποὺ λέει ὁ Durrenmatt: αὐτοκινητιστικὸ δυστύχημα, ἕνας καρκίνος, κάποιο καρδιακὸ «ἐπεισόδιο». Καὶ ἡ πανοπλία τῆς αὐτάρκειας καταρρέει, ἡ γυμνότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀποδείχνεται σπαραχτική. Τὸ χάος τῶν ἀναπάντητων ἐρωτημάτων ἀνοίγεται ἀδόκητα μπροστά μας καὶ δὲν εἶναι ἀπορίες τοῦ μυαλοῦ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα, ἀλλὰ φοβερὰ κενὰ στὴν ὕπαρξή μας.

Σὲ αὐτὲς τὶς ἀπροσδόκητες στιγμὲς τῆς «μεταφυσικῆς ἀφύπνισης», θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς ὅλα μας τὰ ἐρωτήματα συνοψίζονται αὐτόματα σὲ μία σημαδιακὴ λέξη, αὐτονόητα γνωστὴ καὶ ἀπροσμέτρητα ἄγνωστη: ὁ Θεός. Ποιὸς μᾶς πρωτομίλησε γι’ αὐτόν, τί εἶναι καὶ ποῦ εἶναι; Πλάσμα τῆς φαντασίας τῶν ἀνθρώπων, ἀναγκαιότητα ποὺ τὴν ὑπαγορεύει τὸ μυαλό μας ἢ πραγματικὴ ὕπαρξη, κρυμμένη ὅμως, ὅπως ὁ ποιητὴς μέσα στὶς λέξεις καὶ ὁ ζωγράφος μέσα στὴ ζωγραφιά του; Ὑπάρχει τελικὰ ἢ δὲν ὑπάρχει; Εἶναι αὐτὸς ἡ αἰτία καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ὕπαρξης καὶ τοῦ κόσμου; Ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσα του κάτι ἀπὸ αὐτόν, κάτι ποὺ ξεπερνάει τὸ χῶρο τὸ χρόνο, τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο;