
Εἴχαμε πάρει τὸ μονοπάτι γιὰ τὸ σπίτι
θάλασσα ὁλοῦθε μπαμπακιὰ ὁ Ἀπρίλης
κι ὅσο χωνόμαστε μὲς στὰ πλατάνια
τόσο σωπαῖναν δὲ φυσοῦσε
μόνο ποὺ μὲ κοιτάζαν ἀπὸ μέσα μου
νωπὰ τὰ μάτια της ἀπ’ τὰ κεριὰ
καὶ σφύριζα θυμᾶμαι τὸ Χριστὸς Ἀνέστη.
Ὁ οὐρανὸς ποὺ λίγο πρὶν ἀστροφοροῦσε
σ’ ἄσπρο σεντόνι γύριζε καὶ σὲ βρεγμένο.
Δύο βήματα ἀπ’ τὴ βρύση ὁ ἀδερφός της,
ἔσταζε τὸ βρακὶ καὶ τὸ παγοῦρι του
―Χριστός Ἀνέστη, πῶς περνᾷς, τί νὰ περνοῦσε
κόντευε χρόνο πεθαμένος.
Γύρισε νὰ μᾶς δεῖ κι ἔφεξε ὁ τόπος
σὰν κάποιος νὰ μᾶς φωτογράφιζε τὴ νύχτα.