Προσωπογραφία ἀσθενοῦς του νοσοκομείου Σὲν-Πὸλ
Ὀκτώβριος 1889

Ὁ Βίνσεντ δὲν θὰ καταφέρει νὰ προσαρμοστεῖ ποτὲ στὸ Σὲν-Ρεμί, βάζει ὅμως τὰ δυνατά του γιὰ νὰ κινητοποιήσει τοὺς κατάλληλους ὑπαρξιακοὺς μηχανισμοὺς ὥστε νὰ ἐπιβιώσει: «Ἡ δουλειά μου κάνει χίλιες φορὲς περισσότερο καλὸ ἀπ\’ ὅ,τι κάθε ἄλλο πράγμα κι ἂν μποροῦσα νὰ ριχτῶ γιὰ μία φορὰ μὲ ὅλες μου τὶς δυνάμεις σ\’ αὐτήν, πιστεύω ὅτι θὰ ἦταν πανάκεια». Ἀγαπάει, γιὰ παράδειγμα, μερικὲς γωνιὲς τοῦ κήπου, ποὺ ἦταν μᾶλλον ἀκατάστατος καὶ ἀπεριποίητος, ὅμως στὴ μεριὰ ποὺ ἔβλεπε πρὸς τὰ δέντρα εἶχε ἕναν ὡραῖο ψηλὸ χλοοτάπητα κι ἕναν κισσὸ ποὺ σκαρφάλωνε πάνω στοὺς κορμούς. Ὅλα αὐτὰ τὸν ἠρεμοῦν, ἔστω καὶ γιὰ λίγο. Ἀφιερώνεται στὰ πορτρέτα, δικά του καὶ τῶν ὑπόλοιπων ἀνθρώπων τοῦ νοσοκομείου, τοῦ προσωπικοῦ καὶ τῶν νοσηλευομένων. Ὁ ἄνδρας ποὺ ἀναπαριστᾶται ἐδῶ ἀνήκει στὶς μελαγχολικὲς καὶ τρομερὲς μορφὲς τοῦ φθινοπώρου ἐκείνου τοῦ ἔτους. Ἐνῶ στὶς αὐτοπροσωπογραφίες τοῦ ὁ ζωγράφος ἐπιδιώκει πάντα τὸν διάλογο μὲ τὸν παρατηρητὴ καὶ γι\’ αὐτὸ κοιτάζει σταθερὰ καὶ ἀποφασιστικὰ ἔξω ἀπὸ τὸ κάδρο, στὶς προσωπογραφίες τῶν ἄλλων κατευθύνει τὰ μάτια σ\’ ἕνα μακρινὸ σημεῖο, ἀποξενώνοντας τὴ μορφὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ὁ Βᾶν Γκὸγκ θαυμάζει τὸν Τεοντὸρ Ζερικό, τὸν πρῶτο Γάλλο ρομαντικὸ ζωγράφο. Τὸ συγκεκριμένο ἔργο εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἐκτίμησής του. Πράγματι, ζωγραφίζοντας τὸν ἀσθενῆ ἀσκεῖται στὴ μελέτη ἑνὸς θεμελιώδους ζητήματος γιὰ τὴ σύγχρονη εὐρωπαϊκὴ τέχνη, ποὺ ἐμφανίζεται καὶ στὴ σειρὰ προσωπογραφιῶν τῶν ψυχικὰ ἀσθενῶν τὴν ὁποία ζωγράφισε ὁ Ζερικὸ γύρω στὸ 1820, πρώτη ἀπόδειξη μίας ἱκανότητας παρατήρησης τοῦ προσώπου καὶ τῆς ψυχῆς ποὺ προαναγγέλλει τὸν θετικισμό. Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει κανένα ἄχρηστο στολίδι οὔτε ψεύτικη συμπόνια παρὰ μόνο τιμιότητα.
Λεπτομέρειες:

Τί κοιτάει αὐτὸς ὁ ἄνδρας; Δὲν ἔχει σημασία. Εἶναι χαμένος στὶς σκέψεις του, ποὺ ἴσως οὔτε κι αὐτὸς τὶς γνωρίζει. Διαβάζουμε σχεδὸν τὴν ἀθωότητα σὲ αὐτὰ τὰ μάτια ποὺ μοιάζουν ἀπροετοίμαστα, μπερδεμένα, ἀνυπεράσπιστα, καθαρὰ σὰν τὸν οὐρανό.

Ποῦ πῆγε τὸ ὡραῖο στόμα τῆς Χορτίνα; Ποῦ βρίσκονται τὰ ὡραία χείλη τῶν γυναικὼν τῆς Ἂρλ καὶ τῆς Ἀμβέρσας; Χάθηκαν γιὰ πάντα. Τὸ στόμα αὐτοῦ του γέροντα δυσκολεύεται ἴσως καὶ νὰ ἀρθρώσει λέξη.

Ἡ ζωγραφικὴ ἀπόδοση τοῦ σακακιοῦ εἶναι ἀριστοτεχνική. Τιρκουάζ, μαῦρο καὶ καφὲ ἁπλώνονται μὲ μακριὲς πινελιὲς καὶ μαζὶ συνθέτουν τὸ ὕφασμα τοῦ ξεφτισμένου σακακιοῦ. Ἡ αὐτόνομη δύναμη τοῦ χρώματος καὶ μία γραμμικότητα ποὺ θυμίζει ξανὰ Ἰαπωνία συντελοῦν στὸ νὰ καταστήσουν τὸν Βᾶν Γκὸγκ ἕναν ἀπὸ τοὺς πατέρες τοῦ ἐξπρεσιονισμοῦ.