Οἱ πατατοφάγοι

 

Βίνσεντ βὰν Γκὸγκ

Οἱ πατατοφάγοι Ἀπρίλιος 1885

\"\"
Ἐλαιογραφία σὲ μουσαμὰ 82 χ 114 ἐκ.

 

Αὐτὸς ὁ μουσαμὰς εἶναι ὁ πρῶτος πίνακας στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ Βίνσεντ χαρακτηρίζοντας τὸν ζωγραφιὰ ἡ μερικὲς φορὲς καὶ ὡς «ἡ ζωγραφιά». Λίγο καιρὸ μετὰ θὰ γράψει ἀπὸ τὸ Παρίσι στὴν ἀδελφή του Βιλεμίνα: «Νομίζω ὅτι ἡ ζωγραφιὰ μὲ τοὺς πατατοφάγους χωρικοὺς … παραμένει ὁπωσδήποτε ἡ καλύτερη ὅλης της παραγωγῆς μου». Μία μακρὰ πορεία τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀριστούργημα. Στὴν ἀρχὴ τοῦ μήνα οἱ πρῶτες σπουδὲς τῶν μεμονωμένων μορφῶν καὶ μία γενικὴ ἰδέα τῆς σύνθεσης. Γύρω στὶς 11 τοῦ μήνα ἕνα σκίτσο πάνω σὲ ἐπιστολὴ καὶ μερικὲς μέρες ἀργότερα ἕνα ἄλλο σχετικὸ μὲ τὴ σύνθεση. Φτάνει ἡ πρώτη ἐκδοχὴ τοῦ πίνακα, ἡ σχετικὴ λιθογραφία ποὺ ἐκτελεῖται σὲ μία μόνο μέρα κι ἔπειτα ἡ δεύτερη ἐκδοχὴ ποὺ ἔχουμε ἐδῶ. Μὲ αὐτὸ τὸν πίνακα ἐπιτέλους αἰσθάνεται ὅτι ἔχει πραγματοποιήσει τὴ φιλοδοξία του νὰ μετρηθεῖ μὲ τὸν Μιγέ. Αὐτοὶ οἱ χωρικοὶ εἶναι «ἐξαιρετικὰ ἄσχημοι καὶ δυσάρεστοι» καὶ γι\’ αὐτὸ πολὺ ἀληθινοί, μορφὲς τόσο ἐκφραστικὲς ποὺ ἐξυψώνονται σὲ κοινωνικὲς εἰκόνες, σύμβολα ἑνὸς ἤθους εὐλογημένου ἀπὸ τὸν θεό, ἔκφραση μίας ἁγνότητας ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν καθημερινὸ μόχθο. Ὅταν ὁλοκληρώνει τὸ ἔργο, γράφει στὸν Τεό: «Ὅποιος βέβαια προτιμάει μία γλυκανάλατη ὀπτικὴ τῶν χωρικῶν, ἂς πάρει τὸν δρόμο του. Ἀπὸ τὴ μεριά μου, εἶμαι πεπεισμένος ὅτι σίγουρα τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι καλύτερο ὅταν τοὺς ἀναπαριστῶ μέσα στὴν χοντροκοπιὰ τοὺς παρὰ ἂν τοὺς ἀποδώσω μία συμβατικὴ γλυκύτητα».

Λεπτομέρειες:

\"\"

«Αὐτὴν τὴ στιγμὴ ζωγραφίζω … καὶ τὴ νύχτα μὲ τὸ φῶς τῆς λάμπας… μέχρι νὰ καταφέρνω μὲ δυσκολία νὰ διακρίνω τὰ χρώματα τῆς παλέτας, κι αὐτὸ γιὰ νὰ καταλάβω ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερα τὶς ἰδιαίτερες ἀποχρώσεις ποὺ παράγει ὁ νυχτερινὸς φωτισμός…».

 

 

\"\"

 

«θέλησα νὰ δουλέψω μὲ τρόπο τέτοιο, ὥστε αὐτὸς ποὺ κοιτάζει νὰ ἀντιλαμβάνεται ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι… τρῶνε ἀπὸ τὸ πιάτο μὲ τὰ ἴδια χέρια μὲ τὰ ὁποῖα σκάβουν τὴ γῆ».

 

\"\"

Οἱ ἐνδιάμεσοι τόνοι δημιουργοῦν τὸ ἁδρὸ πλύσιμο τοῦ προσώπου. Ἀπὸ τὸ 1884 ἤδη ὁ Βίνσεντ εἶχε δηλώσει ὅτι «τὸ χρῶμα ἐκφράζει κάτι ἀπὸ μόνο του». Ἀκόμη καὶ στὶς προσωπογραφίες τοῦ Κουρμπὲ θεωροῦσε ὅτι τὸ χρῶμα χρησιμοποιεῖται μὲ τρόπο ἐκφραστικὸ καὶ ὄχι νατουραλιστικό.