Ἄνω ἐν θρόνῳ, κάτω ἐν τάφῳ
Ὁ Χριστὸς μαρτυρεῖ γιὰ τὴν ἀλήθεια ὅτι εἶναι ὁμοούσιος, συvάvαρxος καὶ συναΐδιος μὲ τὸν Πατέρα του, ὅτι ὑπῆρχε πάντοτε ὅπως καὶ ὁ Πατέρας του, πρὶν νὰ δημιουργηθεῖ ὁ χρόνος, «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων». Καὶ τώρα ποὺ τελειώνει ἡ ἐπίγεια ἀποστολή του, ζητάει ἀπὸ τὸν Πατέρα του νὰ τὸν δοξάσει καὶ ὡς ἄνθρωπο μὲ τὴ δόξα ποὺ εἶχε κοντά του, προτοῦ νὰ δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος. Αὐτὴ ἡ δόξα θὰ φανεῖ ἰδιαίτερα μὲ τὴ λαμπρή του Ἀνάσταση καὶ μὲ τὴν ἔνδοξη Ἀνάληψή του, ὅταν καθήσει καὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση του στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Πατέρα του.
Ὅμως ἐξίσου «δόξα» του θεωρεῖ ὁ Χριστὸς καὶ τὴ σταυρική του θυσία, τὴν ἕως θανάτου ὑπακοὴ στὸν Πατέρα του καὶ ἀγάπη του γιά μᾶς. Γι’ αὐτὸ λέει: «Ἦλθε ἡ ὥρα. Δόξασε τὸν Υἱό σου, Πατέρα, γιὰ νὰ σὲ δοξάσει καὶ ὁ Υἱός σου». Ἔτσι δείχνει ὁλοκάθαρα ὅτι πορεύεται πρὸς τὸν σταυρὸ ὄχι ἀκούσια ἀλλὰ μὲ τὴ θέλησή του. Γιατί, «πόσο πιὸ ἔντονα θὰ μποροῦσε νὰ τὸ δείξει αὐτὸ» -ἀναρωτιέται ὁ Χρυσόστομος- «παρὰ μὲ τὸ νὰ εὔχεται γι’ αὐτὸ καὶ νὰ τὸ Θεωρεῖ δόξα του»;
Ἄξιοι τῆς κλήσεως
Ἰδιαίτερη μνεία στὴν ἀρχιερατική του προσευχὴ κάνει ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς μαθητές του. Πρόκειται γιὰ ἀναφορά, ἡ ὁποία προεκτείνεται καὶ στοὺς «ἀποστολικῶν παραδόσεων ἀκριβεῖς φύλακες» ἁγίους Πατέρες. Παρακαλεῖ τὸν Πατέρα του νὰ τοὺς διαφυλάττει ἑνωμένους μὲ αὐτὸν καὶ μεταξύ τους, ὥστε νὰ εἶναι ἕνα σῶμα, ὅπως Ἐκεῖνος καὶ ὁ Πατέρας του εἶναι ἕνα, ἔχοντας τὴν ἴδια φύση καὶ οὐσία.
Ἡ φράση «δὲν σὲ παρακαλῶ γιὰ τὸν κόσμο ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους πού μοῦ ἔδωσες» δὲν πρέπει νὰ ἑρμηνευτεῖ ὡς μεροληψία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει ὅτι «ὁ Θεὸς θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν» καὶ ὅτι «δὲν ὑπάρχει προσωποληψία στὸν Θεό». Ἁπλῶς ἐδῶ προσεύχεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία· προσεύχεται, δηλαδή, νὰ μὴ χαλάσει «ἡ ζύμη ποὺ θὰ ζυμώσει ὅλο τὸ ψωμὶ» ἢ «τὸ ἁλάτι τῆς γῆς» ποὺ θὰ νοστιμίσει τὸν κόσμο καὶ δὲν θὰ τὸν ἀφήσει νὰ σαπίσει. Καὶ σὲ μία τέτοια προσευχὴ εἶναι ἀναγκαία ἡ διάκριση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἁμαρτίας.
Ἐξάλλου καὶ ἡ τόσο ἐπαναλαμβανόμενη φράση «αὐτοὺς πού μοῦ ἔδωσες» δὲν πρέπει νὰ ὁδηγήσει στὴν παρεξήγηση ὅτι ὁ Θεὸς -ἐπίσης μεροληπτικὰ- ἐπέλεξε κάποιους, καὶ μάλιστα χωρὶς τὴ θέλησή τους, γιὰ νὰ τοὺς κάνει μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος πάλι, ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Θεὸς κάλεσε καὶ δόξασε αὐτοὺς ποὺ ἤξερε ἀπὸ πρὶν ὅτι ἐλεύθερα θὰ τὸν ἀγαπήσουν. Μόνον ἐλεύθερα μπορεῖ κάποιος νὰ γίνει ἄξιος τῆς κλήσεως τοῦ Θεοῦ.
«Ἐπ\’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε»
Καὶ μόνον ἐλεύθερα μπορεῖ νὰ χάσει αὐτὴ τὴν τιμὴ καὶ νὰ χαθεῖ κι ὁ ἴδιος, ὅπως ὁ Ἰούδας. Ὁ Χριστὸς τὸν ὀνόμασε «υἱὸ τῆς ἀπωλείας», διότι «ὁ ἴδιος μὲ τὴ θέλησή του ἢ μᾶλλον μὲ τὴ μοχθηρία του καὶ τὴν ἀνοσιότητά του ὁδήγησε τὸν ἑαυτό του στὴν ἀπώλεια» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Τὸ «ἀπώλετο… ἵνα ἡ Γραφὴ πληρωθῇ» δὲν σημαίνει ἐκπλήρωση σκοποῦ. «Πρόκειται γιὰ ἰδιωματισμὸ τῆς Γραφῆς», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ποὺ θέτει ὡς τελικὸ αἴτιο τὴν ἐλεύθερη ἔκβαση τοῦ πράγματος».
Ἴσως καὶ κάτι ἀκόμα ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἠχεῖ λίγο παράξενα στ’ αὐτιά μας: «Ὁλοκλήρωσα», λέει, «τὸ ἔργο πού μοῦ ἀνέθεσες νὰ κάνω». Σίγουρα τὸ ἔργο ποὺ ἀνέλαβε ὁ Χριστός, ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, δὲν ἔχει ὁλοκληρωθεῖ. Εἶναι ἕνα ἔργο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ὁλοκληρωθεῖ μονόπλευρα, μόνο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ. Χρειάζεται καὶ τὴ δική μας συνεργασία.
Ἐκεῖνος ἔβαλε «τὴ ρίζα τῶν ἀγαθῶν» στὸ χωράφι τῶν καρδιῶν μας, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Χρυσορρήμων, ἀλλὰ ἡ καρποφορία ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὴ δική μας πρόθυμη δουλειά. Τὸ ἔργο ποὺ «ἐτελείωσε» ὁ Χριστὸς εἶναι ὅτι ἐδόξασε τὸν Πατέρα του μὲ τὴν τέλεια ὑπακοὴ στὸ θέλημά του καὶ ὅτι ἐφανέρωσε τὸ ὄνομά του στοὺς ἀνθρώπους. Μᾶς ἀποκάλυψε δηλαδὴ ὅτι, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος, ἔτσι καὶ ὁ Πατέρας του εἶναι δημιουργός τοῦ κόσμου, φῶς καὶ ζωή μας, νικητὴς τοῦ θανάτου, ἅγιος καὶ γεμάτος τόση ἀγάπη γιά μᾶς, ὥστε ἔστειλε τὸν Υἱό του γιὰ νὰ μᾶς σώσει.
Ἡ τέλεια χαρὰ τῆς σωτηρίας, ποὺ κι Ἐκεῖνος εὔχεται στὸν Πατέρα του νὰ γευθοῦμε, προϋποθέτει τὴν ἐκ μέρους μας ἐλεύθερη οἰκειοποίηση αὐτῆς τῆς δωρεᾶς.