Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Εἶναι δυνατόν μέσα ἀπό τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά φανερώνεται ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ; Ὅσο κι ἄν αὐτό φαίνεται γιά τήν ἀνθρώπινη λογική ἀντιφατικό, στήν πραγματικότητα δίνει μία ἀπάντηση στό ἐρώτημα τοῦ κάθε ἀνθρώπου: Γιατί ὑποφέρω; Γιατί ἐγώ; Γιατί σ’ ἐμένα; Ὑπαρξιακά ἐρωτήματα πού χωρίς τήν πίστη στόν Χριστό ἐξουθενώνουν τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγοῦν σέ ἀπελπισία. Πολλοί συντρίβονται στήν προσπάθειά τους νά βροῦν μία ἀπάντηση. Μά κι ἀπ’ τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ἀπάντηση πού δίνει ὁ Κύριος στόν Παῦλο, εἶναι τόσο εὔκολο καί ἁπλό νά τήν ἀποδεχτεῖ ὁ ἄνθρωπος;

  • !

    Ἡ λύση βρίσκεται στή λέξη χάρη («Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου»). Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα νέο πρίσμα, πάνω ἀπό τήν ἀνθρώπινη λογική, ἡ ὁποία θέλει ὅλα νά τά καταλάβει. Ἕνα πρίσμα μέσα ἀπό τό ὁποῖο βλέπει κανείς τόν πόνο ὡς δωρεά, τήν ἀρρώστια σάν εὐκαιρία γιά πλησίασμα στόν Θεό, τίς ταλαιπωρίες σάν ἀνύψωση σέ μία σφαίρα ἄλλης βιωτῆς. Ὁπωσδήποτε αὐτό δέν εἶναι εὔκολο γιά τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις, μᾶλλον ἀδυναμίες, ἀλλά δυνατό μόνο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

  • !

    Ἐπιστολές φυλακισμένων, καί συνεπῶς ταλαιπωρημένων, τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς (τῶν χρόνων δηλ. τοῦ Ἀπ. Παύλου) πού βρέθηκαν σέ παπύρους, ἐκφράζουν πικρία αὐτῶν πού τίς ἔγραψαν, βαθύ παράπονο, μίσος πρός πάντες, ἀπόγνωση, προσπάθεια εὑρέσεως τρόπου ἐπηρεασμοῦ κάποιου πολιτικοῦ παράγοντα γιά ἀποφυλάκισή τους. Ὁ Παῦλος στίς ἐπιστολές πού ἔγραψε μέσα ἀπό τή φυλακή μιλάει γιά χαρά: «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου» (Κολ 1,24), «χαίρετε ἐν Κυρίῳ, πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλιπ.4,4).

Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου (Β’ Κορ. 11,23-30)

Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου. Ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται

Ὅσο κι ἄν φαίνεται ἀντιφατικό αὐτό, ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ φανερώνεται μέσα στήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό γράφει ὁ Ἀπ.Παῦλος στούς Κορινθίους στό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς. Λίγο πρίν ἀπό τήν περικοπή πού διαβάζεται τήν Κυριακή ἀπαριθμεῖ ὁ Παῦλος (Β΄ Κορ 11,23-30) τίς πολλές ταλαιπωρίες του ὡς ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ: τίς φυλακίσεις, τίς μαστιγώσεις ἀπό τούς Ἰουδαίους, τόν λιθοβολισμό του, τό ναυάγιο στό πέλαγος ἐπί ἕνα μερόνυχτο, τίς ὁδοιπορίες, τούς κινδύνους ἀπό ληστές, τήν ἔλλειψη τροφῆς, νεροῦ καί ρούχων, τήν καθημερινή πίεση ἀπό αὐτούς πού ἐμπόδιζαν τό ἱεραποστολικό ἔργο του. Ἄν θέλει νά καυχηθεῖ γιά κάτι – ἔτσι τελειώνει ἡ ἑνότητα πού προηγεῖται τοῦ ἀναγνώσματος – εἶναι τά παθήματά του πού μόλις ἀπαρίθμησε. Ἐδῶ ἀρχίζει τό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς πού παραθέτουμε σέ μετάφραση:

«Ἀδελφοί, ὁ Θεός καί Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ – ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά του στούς αἰῶνες – ξέρει ὅτι δέν λέω ψέματα. Στή Δαμασκό, ὁ διοικητής-ἐκπρόσωπος τοῦ βασιλιᾶ Ἀρέτα ἔβαλε φρουρούς σέ ὅλη τήν πόλη γιά νά μέ συλλάβει. Μέσα ὅμως ἀπό ἕνα ἄνοιγμα τοῦ τείχους μέ κατέβασαν μέ καλάθι καί ξέφυγα ἀπό τά χέρια του.

Δέν μέ συμφέρει βέβαια νά καυχηθῶ· θά τό κάνω ὅμως, γιατί πρόκειται γιά ὁράματα κι ἀποκαλύψεις πού μοῦ χάρισε ὁ Κύριος. Ξέρω ἕναν ἄνθρωπο πιστό, ὁ ὁποῖος πρίν ἀπό δεκατέσσερα χρόνια ἀνυψώθηκε μέχρι καί τόν τρίτο οὐρανό –δέν ξέρω ἄν ἦταν μέ τό σῶμα του ἤ χωρίς τό σῶμα, αὐτό ὁ Θεός τό ξέρει. Ξέρω ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος – ἤ ἦταν μέ τό σῶμα ἤ χωρίς τό σῶμα δέν τό ξέρω, ὁ Θεός τό ξέρει – μεταφέρθηκε ξαφνικά στόν παράδεισο κι ἄκουσε λόγια πού δέν μπορεῖ οὔτε ἐπιτρέπεται νά τά πεῖ ἄνθρωπος. Γι\’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο θά καυχηθῶ· γιά τόν ἑαυτό μου ὅμως δέν θά καυχηθῶ, παρά μόνο γιά τίς ταλαιπωρίες μου. Ἐάν θελήσω, λοιπόν, νά καυχηθῶ, δέν θά φανῶ ἀνόητος, γιατί θά πῶ τήν ἀλήθεια. Τό ἀποφεύγω ὅμως, μήπως ἐξαιτίας τοῦ μεγαλείου τῶν ἀποκαλύψεων, μέ θεωρήσει κανείς παραπάνω ἀπ\’ αὐτό πού βλέπει ἤ ἀκούει ἀπό μένα. Γιά νά μήν ὑπερηφανεύομαι ὅμως, ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀγκάθι στό σῶμα μου, ἕναν ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νά μέ ταλαιπωρεῖ, ὥστε νά μήν ὑπερηφανεύομαι. Γι\’ αὐτό τό ἀγκάθι τρεῖς φορές παρακάλεσα τόν Κύριο νά τό διώξει ἀπό πάνω μου. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου, γιατί ἡ δύναμή μου φανερώνεται στήν πληρότητά της μέσα σ\’ αὐτή τήν ἀδυναμία σου». Μέ περισσότερη εὐχαρίστηση, λοιπόν, θά καυχηθῶ γιά τίς ταλαιπωρίες μου, γιά νά κατοικήσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ 11,31-12,9).

Στήν ἀρχή ἀναφέρεται ὁ Ἀπ.Παῦλος σέ μία ἐκστατική ἐμπειρία του, μιλώντας σέ τρίτο πρόσωπο γιά ἕναν ἄνθρωπο πού πρίν ἀπό δεκατέσσερα χρόνια ἀνυψώθηκε μέχρι καί τόν τρίτο οὐρανό καί ἄκουσε στόν παράδεισο λόγια πού εἶναι ἀδύνατο στόν ἄνθρωπο νά τά ἐκφράσει. Ὁ Θεός ὅμως γιά νά τόν προφυλάξει ἀπό ἐνδεχόμενη ὑπερηφάνεια, τοῦ ἔδωσε «ἕνα ἀγκάθι στό σῶμα του» («σκόλοπα τῇ σαρκί»). Τρεῖς φορές παρακάλεσε τόν Κύριο νά τόν ἀπαλλάξει ἀπ’αὐτό κι ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου, γιατί ἡ δύναμή μου φανερώνεται στήν πληρότητά της μέσα σ’ αὐτήν τήν ἀδυναμία σου».

Ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες ἀσχολοῦνται οἱ ἑρμηνευτές τοῦ Ἀπ. Παύλου, τόσο οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅσο καί οἱ σύγχρονοι ὀρθόδοξοι καί ἑτερόδοξοι ἑρμηνευτές, μέ τήν ἐξιχνίαση τοῦ μυστηριώδους αὐτοῦ ἀγκαθιοῦ μέσα στό σῶμα τοῦ Παύλου χωρίς νά καταλήξουν σέ ἕνα γενικά ἀποδεκτό συμπέρασμα. Ἦταν κάποια ἀσθένεια στά μάτια ποὺ ὑπαινίσσεται ὁ ἴδιος στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του (Γαλ 4,13-15); Ἦταν ἕνας ἐπίμονος πονοκέφαλος, προερχόμενος ἀπό σωματικά αἴτια (π.χ. κόπωση) ἤ ἀπό ψυχολογικές πιέσεις ἀπό αὐτούς ποὺ ἀντιστρατεύονταν στό ἔργο του; Ἦταν ψυχική ἀσθένεια; Ἦταν οἱ διώξεις του ἀπό τίς ἰουδαϊκές ἀρχές; Ἦταν κάποιο ἄλλο νόσημα; Σημαντικό δέν εἶναι νά μάθουμε ποιό ἀκριβῶς ἦταν τό ἀγκάθι πού ὑπαινίσσεται. Σημαντική εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου στό αἴτημα τοῦ Ἀποστόλου γιά θεραπεία: «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου, γιατί ἡ δύναμή μου φανερώνεται στήν πληρότητά της μέσα σ’ αὐτήν τήν ἀδυναμία σου».

Εἶναι δυνατόν μέσα ἀπό τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά φανερώνεται ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ; Ὅσο κι ἄν αὐτό φαίνεται γιά τήν ἀνθρώπινη λογική ἀντιφατικό, στήν πραγματικότητα δίνει μία ἀπάντηση στό ἐρώτημα τοῦ κάθε ἀνθρώπου: Γιατί ὑποφέρω; Γιατί ἐγώ; Γιατί σ’ ἐμένα; Ὑπαρξιακά ἐρωτήματα πού χωρίς τήν πίστη στόν Χριστό ἐξουθενώνουν τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγοῦν σέ ἀπελπισία. Πολλοί συντρίβονται στήν προσπάθειά τους νά βροῦν μία ἀπάντηση. Μά κι ἀπ’ τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ἀπάντηση πού δίνει ὁ Κύριος στόν Παῦλο, εἶναι τόσο εὔκολο καί ἁπλό νά τήν ἀποδεχτεῖ ὁ ἄνθρωπος;

Ἡ λύση βρίσκεται στή λέξη χάρη («Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη μου»). Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα νέο πρίσμα, πάνω ἀπό τήν ἀνθρώπινη λογική, ἡ ὁποία θέλει ὅλα νά τά καταλάβει. Ἕνα πρίσμα μέσα ἀπό τό ὁποῖο βλέπει κανείς τόν πόνο ὡς δωρεά, τήν ἀρρώστια σάν εὐκαιρία γιά πλησίασμα στόν Θεό, τίς ταλαιπωρίες σάν ἀνύψωση σέ μία σφαίρα ἄλλης βιωτῆς. Ὁπωσδήποτε αὐτό δέν εἶναι εὔκολο γιά τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις, μᾶλλον ἀδυναμίες, ἀλλά δυνατό μόνο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Χάρη»: μία λέξη φορτισμένη μέ βαθύ θεολογικό ἀλλά καί ὑπαρξιακό περιεχόμενο μέσα στίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου, μία λέξη πού συναντᾶται τόσο συχνά στά κείμενά του, ὥστε ὁρισμένοι μελετητές τοῦ Παύλου νά τόν ἀποκαλοῦν «ὁ Ἀπόστολος τῆς χάριτος». Αὐτή τόν μετέβαλε ἀπό φανατικό διώκτη τῶν χριστιανῶν σέ ἔνθερμο κήρυκα τοῦ Σταυρωμένου καί Ἀναστημένου Χριστοῦ, Αὐτή τόν δυνάμωνε στίς ταλαιπωρίες του, Αὐτή τόν ἔκανε νά δεχτεῖ μέ θάρρος τή μαρτυρική ζωή του καί τό μαρτυρικό τέλος του ἐπί Νέρωνος.

Οἱ ἄνθρωποι δικαιολογημένα ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό κάποια ἀσθένεια, ἀπό πόνο ἤ ταλαιπωρία. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ὡς ἀπάντηση μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά ἀντέξουμε τόν πόνο. Ζητοῦμε κοντά στόν Θεό ἀσφάλεια, δίνοντας στή θρησκευτικότητά μας ἕνα ὠφελιμιστικό χαρακτήρα, στήν πραγματικότητα ὁ Θεός μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά ἀντιμετωπίσουμε τήν ἀνασφάλεια.

Τό ἀγκάθι στό σῶμα τοῦ Παύλου, ὅ,τι κι ἄν ἦταν αὐτό, δέν ἐμπόδισε τό ἱεραποστολικό του ἔργο πού ἐκτείνεται σέ ὅλη τήν τότε οἰκουμένη, δέν σταμάτησε τό γράψιμο τῶν ἐπιστολῶν του, Δέν τόν ἐμπόδισε νά ἐπισκεφτεῖ ξανά καί ξανά τίς ἐκκλησίες πού ἵδρυσε. Δέν τόν ἐμπόδισε νά γράφει ἐπαινετικά λόγια γιά τούς χριστιανούς παραλῆπτες τῶν ἐπιστολῶν ἤ γιά τούς συνεργάτες του. Ὁ Παῦλος δέν ἄφησε τήν πικρία του γιά τόν δικό του πόνο νά ἐπηρεάσει τή συμπεριφορά του πρός τούς ἄλλους.

Ἐπιστολές φυλακισμένων, καί συνεπῶς ταλαιπωρημένων, τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς (τῶν χρόνων δηλ. τοῦ Ἀπ. Παύλου) πού βρέθηκαν σέ παπύρους, ἐκφράζουν πικρία αὐτῶν πού τίς ἔγραψαν, βαθύ παράπονο, μίσος πρός πάντες, ἀπόγνωση, προσπάθεια εὑρέσεως τρόπου ἐπηρεασμοῦ κάποιου πολιτικοῦ παράγοντα γιά ἀποφυλάκισή τους. Ὁ Παῦλος στίς ἐπιστολές πού ἔγραψε μέσα ἀπό τή φυλακή μιλάει γιά χαρά: «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου» (Κολ 1,24), «χαίρετε ἐν Κυρίῳ, πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλιπ.4,4).

Ἀντί ἄλλου σχολιασμοῦ γιά τό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἄς ἐπικεντρώσουμε τήν προσοχή μας στό μεγαλεῖο τῆς προσωπικότητας τοῦ Παύλου πού γράφει στούς Κορινθίους: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ 11,1).