Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τελειώνοντας τὴν ἀρχιερατική του προσευχὴ ὁ Χριστός, τὴν ὁποία ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Πατέρα του ἀμέσως μετὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, εἶπε τὰ λόγια: «Πατέρα μου ἅγιε, προσεύχομαι ὄχι μόνο γιὰ τοὺς μαθητές μου ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ μὲ τὸ κήρυγμα τῶν μαθητῶν μου θὰ πιστέψουν σὲ μένα, ὥστε ὅλοι νὰ εἶναι ἕνα. Ὅπως ἐσύ, Πατέρα, εἶσαι ἑνωμένος μὲ μένα, κι ἐγὼ μὲ σένα, ἔτσι κι αὐτοὶ νὰ εἶναι ἑνωμένοι μὲ ἐμᾶς» (Ἰωάν. 17,21). Τρεῖς φορὲς ἐπαναλαμβάνει αὐτὴ τὴ φράση ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή του: «Ἴνα ὦσιν ἕν», δηλαδὴ νὰ εἶναι ἕνα, ὅλοι ὅσοι πιστέψουν σὲ μένα.

  • !

    Δικαιολογημένα, λοιπόν, ὁ πόνος τοῦ θεμελιωτῆ τῆς χριστιανικῆς ἐκκλησιολογίας ἀποστόλου Παύλου εἶναι μεγάλος καὶ θὰ τὸν ἐκφράσει μὲ τρόπο ποιμαντικό. Ἀρχίζει σὲ ἤπιο ὕφος μὲ τὸ «παρακαλῶ». Μάλιστα, σὰν νὰ μὴν ἀρκοῦσε ὁ ἴδιος μόνος του, τοὺς παρακαλεῖ «διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπιθυμεῖ νὰ ἀνεβάσει τοὺς τόνους καὶ βάζει στὸ στόμα τοῦ Ἀποστόλου τὰ λόγια: «Τὸν Χριστὸν λαμβάνω σύμμαχον, καὶ βοηθὸν αὐτοῦ τὸ ὄνομα τὸ ἠδικημένον καὶ ὑβρισμένον». Ἀδικία καὶ ὕβρις κατὰ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας του.

  • !

    Αὐτὴ ἡ «ἔκρηξη» ἐκπλήσσει ἀκόμη καὶ τὸν Χρυσορρήμονα: «Βλέπεις θυμό;» λέει. «Βλέπεις ἐπίπληξη; Βλέπεις λόγια γεμάτα ἀγανάκτηση;». Πρόκειται γιὰ δικαιολογημένη ἀγανάκτηση, ἀφοῦ τελικὰ «τὸ ὀλεθριώτερον πάντων» εἶναι ἡ διάσπαση τῆς Ἐκκλησίας.
    Ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος στὸ βάπτισμα, διότι ἀποτελοῦσε αἰτία ὁμαδοποίησης γύρω ἀπὸ τὸν βαπτίζοντα. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς λέει, κατὰ τὸν Μέγα Φώτιο: «Εὐχαριστῶ τὸν Θεό, διότι ἔχοντας βαπτίσει ἐλάχιστους δὲν ἔδωσα σὲ κάποιους ἀφορμὴ νὰ λένε: Βάπτισε πολλοὺς γιὰ νὰ συγκεντρώσει γύρω του χορὸ μαθητῶν καὶ ἔτσι νὰ ἀποκτήσει ὄνομα διδασκάλου». Τὸ βάπτισμα, βέβαια, εἶναι μέγα μυστήριο- ὅμως δὲν τὸ κάνει «μέγα» ὁ βαπτίζων ἀλλὰ ὁ Χριστός. Ἐξάλλου, τὸ βάπτισμα εἶναι ἔργο «ἱερέως μόνον· τὸ δὲ κήρυγμα, ἀνδρὸς γενναίου καὶ φερεπόνου καὶ ἑτοίμου πρὸς θάνατον», θὰ πεῖ ὁ Ζιγαβηvὸς «φωτογραφίζοντας» τὸν Παῦλο. Θέλει πολὺ κόπο νὰ μεταπείσει ὁ κηρύττων τὸν μὴ πιστεύοντα, νὰ διώξει τὴν πλάνη καὶ μετὰ νὰ φυτέψει μέσα στὴν ψυχὴ τὴν ἀλήθεια.

  • !

    Ὁ κορυφαῖος σύγχρονος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκι θὰ διαμαρτυρηθεῖ ἔντονα λέγοντας: «Τὸ ὅτι ἡ πίστη τῆς ἀγράμματης γερόντισσας θεωρεῖται πρότυπο ὀρθόδοξης εὐσέβειας ἀποτελεῖ τὴν πιὸ ἐπικίνδυνη μορφὴ σκοταδισμοῦ, ποὺ μετατρέπει τὴν Ὀρθοδοξία σὲ κάποιο εἶδος ἠθικολογίας». Ἐξάλλου καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δὲν εἶπε μόνο ὅτι «τὸ κακὸ θὰ ἔλθει ἀπὸ τοὺς σπουδαγμένους», ἀλλὰ εἶπε καὶ ὅτι «ἡ πίστη μας δὲν ἐστερεώθη ἀπὸ ἀμαθεῖς ἁγίους, ἀλλὰ ἀπὸ σοφοὺς καὶ πεπαιδευμένους, οἱ ὁποῖοι καὶ τὰς ἁγίας Γραφὰς ἀκριβῶς μᾶς ἐξήγησαν καὶ διὰ θεοπνεύστων λόγων ἀρκούντως μᾶς ἐφώτισαν…».

  • !

    Τὸ μήνυμα τοῦ ὄντως σοφοῦ -καὶ κατὰ Θεὸν καὶ κατὰ κόσμον- Παύλου εἶναι ὅτι ὁ ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου πρέπει τὰ ὅποια χαρίσματα καὶ ἐγκόσμια ἐφόδιά του νὰ τὰ χρησιμοποιεῖ πρὸς δόξαν Θεοῦ, καὶ ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ του, καὶ νὰ τὰ θέτει στὴ διακονία τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας

Τελειώνοντας τὴν ἀρχιερατική του προσευχὴ ὁ Χριστός, τὴν ὁποία ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Πατέρα του ἀμέσως μετὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, εἶπε τὰ λόγια: «Πατέρα μου ἅγιε, προσεύχομαι ὄχι μόνο γιὰ τοὺς μαθητές μου ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ μὲ τὸ κήρυγμα τῶν μαθητῶν μου θὰ πιστέψουν σὲ μένα, ὥστε ὅλοι νὰ εἶναι ἕνα. Ὅπως ἐσύ, Πατέρα, εἶσαι ἑνωμένος μὲ μένα, κι ἐγὼ μὲ σένα, ἔτσι κι αὐτοὶ νὰ εἶναι ἑνωμένοι μὲ ἐμᾶς» (Ἰωάν. 17,21). Τρεῖς φορὲς ἐπαναλαμβάνει αὐτὴ τὴ φράση ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή του: «Ἴνα ὦσιν ἕν», δηλαδὴ νὰ εἶναι ἕνα, ὅλοι ὅσοι πιστέψουν σὲ μένα.

«Ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ»

Μετὰ ἀπὸ αὐτά, πῶς νὰ μὴν ἦταν πρωταρχικὴ ἀγωνία καὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν στὶς ἐκκλησίες ποὺ στήριζε; Ἔτσι, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι στὴν ἐκκλησία τῆς Κορίνθου εἶχαν προκληθεῖ «σχίσματα», ἀφιέρωσε σχεδὸν τὸ ἕνα τέταρτο τῆς πρώτης σ’ αὐτοὺς ἐπιστολῆς του, προσπαθώντας νὰ θεραπεύσει αὐτὴ τὴ μεγάλη πληγή. Ἐπρόκειτο γιὰ «σχίσματα» ὄχι μὲ τὴ μεταγενέστερη ἐκκλησιολογικὴ ἔννοια· οὔτε τοὺς χώριζαν δογματικὲς διαφορὲς ἀλλὰ ἦταν ὁμάδες προσκολλημένες σὲ κάποιους προεστῶτες τῆς χριστιανικῆς κοινότητας. Ἡ κάθε ὁμάδα θεωροῦσε τὸν δικό της ἡγέτη ὡς αὐθεντικότερο, ἀνώτερο καὶ περισσότερο χαρισματοῦχο ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἡ κατάσταση εἶχε προσλάβει ἐπικίνδυνες διαστάσεις, διότι κατέλυε τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Δικαιολογημένα, λοιπόν, ὁ πόνος τοῦ θεμελιωτῆ τῆς χριστιανικῆς ἐκκλησιολογίας ἀποστόλου Παύλου εἶναι μεγάλος καὶ θὰ τὸν ἐκφράσει μὲ τρόπο ποιμαντικό. Ἀρχίζει σὲ ἤπιο ὕφος μὲ τὸ «παρακαλῶ». Μάλιστα, σὰν νὰ μὴν ἀρκοῦσε ὁ ἴδιος μόνος του, τοὺς παρακαλεῖ «διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπιθυμεῖ νὰ ἀνεβάσει τοὺς τόνους καὶ βάζει στὸ στόμα τοῦ Ἀποστόλου τὰ λόγια: «Τὸν Χριστὸν λαμβάνω σύμμαχον, καὶ βοηθὸν αὐτοῦ τὸ ὄνομα τὸ ἠδικημένον καὶ ὑβρισμένον». Ἀδικία καὶ ὕβρις κατὰ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας του.

Γι’ αὐτό, ἐπαναλαμβάνοντας τρεῖς φορὲς τὸν προσδιορισμὸ «τὸ αὐτό», τοὺς ὑποδεικνύει τὴ θεραπεία συνιστώντας τους νὰ ἔχουν ταυτότητα ὁμολογίας τῆς πίστης, ταυτότητα φρονήματος καὶ ταυτότητα ἐσωτερικῆς διάθεσης, δηλαδὴ ἀγάπη. Καὶ θέλοντας νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ καταλάβουν τὶς βέβηλες διαστάσεις τῆς διάσπασής τους, «διαλέγεται αὐτοῖς πληκτικώτερον», κατὰ τὸν ἅγιο Θεοφύλακτο· τοὺς ἐπιπλήττει ἐπισημαίνοντας ὅτι ἡ εἰδωλοποίηση προσώπων «μερίζει» τὸ ἴδιο τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ εἶναι τραγικὸ ὅτι μερικοὶ ἐξέπιπταν σὲ «εἰδωλοποίηση» ἀκόμη καὶ τοῦ Χριστοῦ, βάζοντας «ἐν ἴσῃ τάξει τὸν δεσπότην μετὰ τῶν δούλων», μὲ τὸ νὰ τὸν οἰκειοποιοῦνται σὰν ἀποκλειστικὰ δικό τους «ὁμαδάρχη»· ἦταν σὰν νὰ ἔλεγαν: «ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ διδασκάλους καὶ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀνήκουμε κατευθείαν στὸν Χριστὸ καὶ μόνο ἀπὸ Αὐτὸν δεχόμαστε καθοδήγηση».

Ὁ μεγαλύτερος ὄλεθρος

Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἀπόστολος, μὴ βρίσκοντας ἄλλο τρόπο νὰ ἐκφράσει τὴν πικρία του, ξεσπάει μὲ τὴν ἐρώτηση: «Κατατμήθηκε λοιπὸν ὁ Χριστός; Ἀπευθύνομαι σὲ ὅσους λένε, ἐμεῖς εἴμαστε τοῦ Παύλου, καὶ τοὺς ἐρωτῶ: Μήπως ὁ Παῦλος σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία σας; Ἢ μήπως βαπτισθήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Παύλου, ὥστε νὰ ἀνήκετε πλέον σ’ αὐτόν;». Αὐτὴ ἡ «ἔκρηξη» ἐκπλήσσει ἀκόμη καὶ τὸν Χρυσορρήμονα: «Βλέπεις θυμό;» λέει. «Βλέπεις ἐπίπληξη; Βλέπεις λόγια γεμάτα ἀγανάκτηση;». Πρόκειται γιὰ δικαιολογημένη ἀγανάκτηση, ἀφοῦ τελικὰ «τὸ ὀλεθριώτερον πάντων» εἶναι ἡ διάσπαση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος στὸ βάπτισμα, διότι ἀποτελοῦσε αἰτία ὁμαδοποίησης γύρω ἀπὸ τὸν βαπτίζοντα. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς λέει, κατὰ τὸν Μέγα Φώτιο: «Εὐχαριστῶ τὸν Θεό, διότι ἔχοντας βαπτίσει ἐλάχιστους δὲν ἔδωσα σὲ κάποιους ἀφορμὴ νὰ λένε: Βάπτισε πολλοὺς γιὰ νὰ συγκεντρώσει γύρω του χορὸ μαθητῶν καὶ ἔτσι νὰ ἀποκτήσει ὄνομα διδασκάλου». Τὸ βάπτισμα, βέβαια, εἶναι μέγα μυστήριο- ὅμως δὲν τὸ κάνει «μέγα» ὁ βαπτίζων ἀλλὰ ὁ Χριστός. Ἐξάλλου, τὸ βάπτισμα εἶναι ἔργο «ἱερέως μόνον· τὸ δὲ κήρυγμα, ἀνδρὸς γενναίου καὶ φερεπόνου καὶ ἑτοίμου πρὸς θάνατον», θὰ πεῖ ὁ Ζιγαβηvὸς «φωτογραφίζοντας» τὸν Παῦλο. Θέλει πολὺ κόπο νὰ μεταπείσει ὁ κηρύττων τὸν μὴ πιστεύοντα, νὰ διώξει τὴν πλάνη καὶ μετὰ νὰ φυτέψει μέσα στὴν ψυχὴ τὴν ἀλήθεια.

Ἑνωτικὴ χρήση τῶν χαρισμάτων

Καὶ βεβαίως τὰ κύρια ἐφόδια τοῦ κηρύττοντος δὲν εἶναι οὔτε τὰ πτυχία πανεπιστημίου οὔτε ἡ εὐγλωττία τοῦ Δημοσθένη. «Ἂν ὁ Παῦλος ἦταν πιὸ μορφωμένος ἀπὸ τὸν Πλάτωνα», λέει ὁ Χρυσόστομος, «τότε θὰ ἔλεγαν ὅτι τὸ κήρυγμά του, δηλαδὴ ἡ μωρία τοῦ Σταυροῦ, κέρδιζε τοὺς ἀνθρώπους ὄχι ἐξαιτίας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς εὐγλωττίας του». Αὐτὰ ὅμως τὰ λέει ἕνας πολὺ σπουδαγμένος πατὴρ τῆς ἐκκλησίας γιὰ κάποιον ἐπίσης πολὺ πεπαιδευμένο Ἀπόστολο. Ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ φθάσουμε καὶ στὸ ἄλλο ἄκρο, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ὁμολογία τῶν «ἁπλῶν ἀνθρώπων». Ὁ κορυφαῖος σύγχρονος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκι θὰ διαμαρτυρηθεῖ ἔντονα λέγοντας: «Τὸ ὅτι ἡ πίστη τῆς ἀγράμματης γερόντισσας θεωρεῖται πρότυπο ὀρθόδοξης εὐσέβειας ἀποτελεῖ τὴν πιὸ ἐπικίνδυνη μορφὴ σκοταδισμοῦ, ποὺ μετατρέπει τὴν Ὀρθοδοξία σὲ κάποιο εἶδος ἠθικολογίας». Ἐξάλλου καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δὲν εἶπε μόνο ὅτι «τὸ κακὸ θὰ ἔλθει ἀπὸ τοὺς σπουδαγμένους», ἀλλὰ εἶπε καὶ ὅτι «ἡ πίστη μας δὲν ἐστερεώθη ἀπὸ ἀμαθεῖς ἁγίους, ἀλλὰ ἀπὸ σοφοὺς καὶ πεπαιδευμένους, οἱ ὁποῖοι καὶ τὰς ἁγίας Γραφὰς ἀκριβῶς μᾶς ἐξήγησαν καὶ διὰ θεοπνεύστων λόγων ἀρκούντως μᾶς ἐφώτισαν…».

Τὸ μήνυμα τοῦ ὄντως σοφοῦ -καὶ κατὰ Θεὸν καὶ κατὰ κόσμον- Παύλου εἶναι ὅτι ὁ ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου πρέπει τὰ ὅποια χαρίσματα καὶ ἐγκόσμια ἐφόδιά του νὰ τὰ χρησιμοποιεῖ πρὸς δόξαν Θεοῦ, καὶ ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ του, καὶ νὰ τὰ θέτει στὴ διακονία τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.