Ἀρχισυντάκτης μεγάλου ἀμερικάνικου περιοδικοῦ σὲ πρόσφατο βιβλίο του περιγράφει τὴ σχετικὰ φιλότιμη δοκιμὴ ποὺ ἔκανε, νὰ γίνει ἕνας συνειδητὰ θρησκευόμενος μόνο γιὰ ἕνα χρόνο. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πείραμα δὲν διατήρησε δεσμοὺς μὲ κάποια ὁμολογία. Παραδέχεται ὅμως ὅτι κράτησε μία καλὴ καὶ ἀξιομίμητη συνήθεια: Νὰ προσεύχεται καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. «Αὐτὲς οἱ προσευχὲς ἐξακολουθοῦν νὰ μοῦ ἀρέσουν», λέει. «Γιὰ μένα εἶναι πνευματικὴ προπόνηση. Κάθε βράδυ προσεύχομαι δέκα λεπτὰ γιὰ δοκιμαζόμενους φίλους. Εἶναι δέκα λεπτά, κατὰ τὰ ὁποῖα παύω νὰ εἶμαι ἐγωκεντρικός».
Προσευχὴ γιὰ ὅλους
Οἱ διαπιστώσεις τοῦ ξένου δημοσιογράφου εἶναι ἀρκετὰ «ὀρθόδοξες»· θεωρεῖ τὴν προσευχὴ «πνευματικὴ προπόνηση», ἡ ὁποία -ἔστω γιὰ δέκα λεπτὰ- μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ μας. Καὶ ἐνῶ κάθε προπόνηση ἔχει κάποιο κόπο, αὐτὸς ὁ μὴ συνειδητὸς χριστιανὸς ὁμολογεῖ ὅτι μὲ εὐχαρίστηση κάνει αὐτὲς τὶς προσευχές, ἀφοῦ «ἐξακολουθοῦν νὰ τοῦ ἀρέσουν». Δυστυχῶς, ὅμως, δὲν ἀρέσουν σὲ πολλοὺς κατ’ ὄνομα χριστιανούς, τοὺς ὁποίους ἐπιπλήττει -ἑρμηνεύοντας τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα – ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἂς μάθουμε κάποτε», λέει, «νὰ εἴμαστε σωστοὶ χριστιανοί. Καὶ πῶς θὰ τὸ μάθουμε, ἂν δὲν κάνουμε τὸ πιὸ εὔκολο, τὸ νὰ προσευχόμαστε δηλαδὴ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους;».
Δικαιολογημένα, ἑπομένως, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στὸν ποιμένα Τιμόθεο νὰ ἔχει ὡς πρώτη του φροντίδα τὴν καλλιέργεια τῆς προσευχῆς στοὺς πιστούς, ὄχι μόνο τοῦ καθενὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ αὐτὴ ἡ προσευχὴ δὲν πρέπει νὰ περιορίζεται μόνο σὲ παρακλήσεις, ἀλλὰ νὰ περιλαμβάνει καὶ εὐχαριστίες γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς σὲ ὅλους ἀδιακρίτως, ὅπως τὸν ἥλιο καὶ τὴ βροχὴ ποὺ δίνει σὲ δικαίους καὶ ἀδίκους. «Εὐχαριστώντας, λοιπόν, τὸν Θεὸ γιὰ ἀγαθὰ ποὺ τὰ δίνει κοινὰ γιὰ ὅλους», θὰ ἐπισημάνει ὁ Χρυσορρήμων, «παρακινούμαστε νὰ ἀγαπᾶμε καὶ τοὺς ἄδικους καὶ πονηροὺς καὶ νὰ τοὺς φερόμαστε μὲ καλοσύνη· καὶ ἡ προσευχὴ μας γίνεται ἀφορμὴ ἑνότητας μὲ ὅλους»· ἀκόμη καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς καταδιώκουν ἤ μᾶς βρίζουν».
Ἔτι δεόμεθα καὶ ὑπὲρ τῶν ἀσεβῶν;
Ἰδιαίτερη παρότρυνση θὰ κάνει ὁ Ἀπόστολος νὰ προσευχόμαστε γιὰ τοὺς ἄρχοντες, τῶν ὁποίων οἱ ἐξουσίες ὡς θεσμοὶ «ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσὶν» (Ρωμ. 13,1). Ἄσχετα, λοιπόν, ἀπὸ τὸ ἂν οἱ φορεῖς τους διάκεινται ἐχθρικὰ πρὸς τὴν Ἐκκλησία ἢ ὄχι, ὀφείλουμε νὰ προσευχόμαστε γι’ αὐτούς, μὲ τὴν ἐλπίδα «νὰ ζοῦμε ἤρεμο καὶ ἥσυχο βίο μὲ κάθε εὐσέβεια καὶ σεμνότητα». Ἀκόμη καὶ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς Τουρκοκρατίας, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πιστὸς στὴν προτροπὴ τοῦ Πρωτοκορυφαίου, δίδασκε τοὺς ραγιάδες: «Πρῶτον, νὰ παρακαλεῖτε τὸν Θεὸν διὰ τὸν βασιλέα καὶ διὰ ὅλους τοὺς ζαπιτάδες (δηλ. ἀξιωματούχους) νὰ τοὺς φωτίζει νὰ κυβερνοῦν τὸν κόσμον μὲ πραότητα καὶ δικαιοσύνην».
Ἡ προσευχή, ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἀγκαλιάζει καὶ τοὺς ἐχθρούς μας, προφαvῶς δὲν εἶναι εὔκολο πράγμα. Μόνο Ἐκεῖνος, ποὺ προσευχήθηκε καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές του, μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ «πλατυνθοῦμε» (Β\’ Koρ. 6,13) καὶ νὰ χωρέσουμε στὴν προσευχή μας καὶ τοὺς διῶκτες μας. Καὶ ἡ προσευχὴ μιᾶς τόσο «εὐρύχωρης» καρδιᾶς εἶναι πολὺ εὐάρεστη στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος «θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ ἔλθουν σὲ ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας».
Αὐτὸ τὸ μέγα μυστήριο τῆς σωτηρίας μας ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστὸς νὰ τὸ κηρύξει καὶ σὲ μᾶς ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος· καὶ ὁ Ἀποστoλoς, μὲ ὑψηλὴ αἴσθηση τῆς εὐθύνης μιᾶς τέτοιας ἀποστολῆς, φωτίζει στὴ σημερινὴ περικοπὴ τὸν μεσιτικὸ ρόλο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο πραγματοποίησε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του. Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι σωτήριος μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἂν δὲν ἦταν τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Καὶ γι’ αὐτὴ τὴ λυτρωτικὴ μεσιτεία, ὄχι μόνο δὲν πληρώθηκε, ἀλλὰ πλήρωσε ὁ Ἴδιος «τὰ μεσιτικὰ» -δηλ. τὴ μεσολάβηση- δίνοντας «λύτρο» γιὰ ἐμᾶς τὸν ἴδιο τὸν Ἑαυτὸ του· τὸ ἴδιο τὸ Αἷμα του μὲ τὴ σταυρική του θυσία.
Τὸ λύτρο καὶ ὁ Λυτρωτὴς
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος προλαβαίνει τὶς -ἐπικίνδυνες ἕως βλάσφημες- παρεξηγήσεις, ποὺ μποροῦν νὰ γίνουν σχετικὰ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «λύτρου». Μιλᾶμε γιὰ «λύτρο», ὅταν ἀναφερόμαστε στὸ ἀντίτιμο ποὺ πρέπει νὰ πάρει ὁ κάτοχος ἑνὸς δούλου, γιὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσει. Ἐμεῖς ἤμασταν ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, στὸν ὁποῖο πουληθήκαμε λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μας. Σὲ ποιόν, λοιπόν, προσέφερε ὁ Χριστὸς «λύτρο» τὸ Αἷμα του; «θὰ ἦταν βλασφημία νὰ ποῦμε ὅτι τὸ ἔδωσε στὸν διάβολο», λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος. «Τότε, τὸ ἔδωσε στὸν Πατέρα του; Μά, ἀφενός, δὲν κρατιόμαστε αἰχμάλωτοι ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀφετέρου, τί Πατέρας εἶναι αὐτὸς ποὺ τὸν τέρπει τὸ Αἷμα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ του;».
Καὶ ὁ Ἅγιος ἀπαντάει φωτίζοντας τὰ πράγματα: «Ναί», λέει· «εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Πατέρας ἔλαβε τὸ λύτρο. Ὅμως, οὔτε τὸ ζήτησε, οὔτε τὸ εἶχε ἀνάγκη. Τὸ δέχθηκε, διότι τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας μας ἦταν νὰ ἁγιασθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ». Μᾶς ἁγίασε ἡ τέλεια ὑπακοὴ τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα· μία ἑκούσια ὑπακοὴ ἕως θανάτου, ὄχι γιὰ νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἡ θεία Δικαιοσύνη, ἀλλὰ γιὰ νὰ συντριβεῖ ἡ ἐξουσία τοῦ ἀνυπάκουου καὶ ἀντάρτη διαβόλου· καὶ ἔτσι νὰ ἐλευθερωθοῦμε κι ἐμεῖς, στὸν βαθμὸ βέβαια ποὺ ἐλεύθερα ὑπακοῦμε στὸ θέλημα τοῦ Πατρός.